Οι χειμερινοί & άλλα ποιήματα

'Εργο του James Grainger (1981)
'Εργο του James Grainger (1981)

Δισταγμός

Θέλω να μιλήσουμε
έχω ετοιμαστεί
κι όμως φοβάμαι·
πριν σου τηλεφωνήσω
φυλλομετρώ ξανά τις σημειώσεις
τις έγραφα
όλη τη νύχτα.
Όσο ο ήλιος επιμένει να βγει
βαθιά μέσα μου
η επιθυμία να κάνω ένα βήμα υποχωρεί
έχει περάσει και η ώρα
η μέρα αργοσέρνει δισταγμό
δεν είμαι σίγουρη
να σου μιλήσω αν θέλω, τελικά.


Delete

Κοινοποίησες: άσμιχτοι οι άνθρωποι σήμερα
ως πρόσφατα θα έγραφα κάτι·
κοιτάζοντας τον «τοίχο» σου
το τοπίο σου
το πρόσωπό σου
το χέρι μου βρέθηκε στη λαβή του σπαθιού
στριφογύρισα τις λέξεις
αναστέναξα
απομάκρυνα το βλέμμα
μη λιγοστέψω τα αισθήματα
γυρνώντας πίσω
καλώς δε σχολίασα
οι «τοίχοι» —και τα τείχη— πέφτουν
αθόρυβα μες τη νύχτα
μετάνιωσα, όμως,
που τόσο σπάταλα
έτρεφα το εγώ σου
πότιζα τις επιθυμίες σου
κι άφηνα πεινασμένες τις δικές μου·
αποφάσισα: θα γίνουμε άγνωστοι μεταξύ μας
και σε διέγραψα.


Οι χειμερινοί

Μεσημέρι του Δεκέμβρη
οι λουόμενοι ξεντύνονται τις αμαρτίες τους
—χωρίς αιδώ—
απλώνουν τις πετσέτες σε απάνεμες γωνίες
στις σπασμένες ξαπλώστρες
αχνίζουν στον κρύο αέρα
ταΐζουν δυο αδέσποτα που υποτάσσονται στην αφή του ανάπηρου ήλιου
συναινούν στο λίγο της ανθρώπινης παρουσίας
χώνονται στο βυθό της θάλασσας
που τους θυμάται
χώνονται στον εαυτό τους
αναδύονται αγνώριστοι
μπαινοβγαίνουν δυο και τρεις φορές
στο θαμπόφωτο του χειμώνα
θέλει και λίγη τρέλα η ζωή
να αλέθει η θάλασσα τα δύσκολα
να καίει η κρύα φωτιά τα σώματα
να μη μένουν τα όνειρα θλιμμένα
μετά ντύνονται γρήγορα
κλεφτές ματιές

—χωρίς αιδώ—

συνυπολογίζονται στα κέρδη της ημέρας·
λίγοι μπορούν να μας καταλάβουν.



Χωρίς ανάσα

Και χωρίς να το καταλάβει
γύρω από μια συστάδα σκλήθρες στο γερασμένο φως του ήλιου
την έσφιξε πάνω του δυνατά
ποθούσε τη γεύσης της
την ψαχούλεψε ιδρωμένα
εκείνη αφέθηκε στα χέρια του με ένα τρεμούλιασμα
πρόθυμη να λιγοστεύσει στη γαμήλια γιορτή
μύριζε ευτυχία κι υποταγή
σιγοτραγουδούσε
εκείνος φίλησε το λαιμό της με αίσθηση ηγεμονίας
εκείνη θέλησε να του δείξει
ότι πασχίζει ν’ αναπνεύσει κι άρχισε να βγάζει βογγητά
έκανε μια προσπάθεια να ξεφύγει
εκείνος πάλι δεν κατάλαβε
την έσφιξε ακόμη πιο δυνατά
με αγάπη σβέλτη που δεν αφήνει περιθώρια ήττας
και τότε εκείνη σταμάτησε να αντιδρά
ένιωσε —για λίγο— να αιωρείται και να λικνίζεται
μετά σωριάστηκε σαν κούκλα κάτω
πρόστυχη νίκη μια πεθαμένη να κρατάς.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: