Κενές θέσεις

Κενές θέσεις


Η μητέρα εδώ και πολλά χρόνια είχε την καρδιά της, όμως έπαιρνε τα φάρμακά της και ζούσε κανονικά. Πριν ένα μήνα έπαθε έμφραγμα, την βρήκε η αδελφή μου λιπόθυμη στον καναπέ. Ο γιατρός είπε ότι έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο, η κατάσταση ήταν δύσκολη. Δούλεψε κάποια χρόνια στην κονσερβοποιία. Είχε πάρει μια μικρή σύνταξη, καλλιεργούσε το χωράφι μας στον κάμπο, μάζευε και τις ελιές και τις πουλούσε. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά που έβγαζε τα κρατούσε για μένα και την αδελφή μου για μια ώρα ανάγκης.
Εδώ και είκοσι μέρες ήρθα στο χωριό, δουλειά δεν είχα, τραπεζοκόμος ήμουν σε ιδιωτική κλινική. Απολύθηκα. Αναδουλειές. Τέλειωσε και το ταμείο ανεργίας. Με συντηρούσε ο Στρατής. Ήθελα να είμαι κοντά της τούτες τις ώρες. Η αδελφή μου, μένει με τον άντρα και τα δυο παιδιά της στο διπλανό σπίτι. Δέκα χρόνια τώρα εκείνη είχε τη φροντίδα της.
Κανονίσαμε βάρδιες. Μου έστελνε μήνυμα συνήθως κατά το σούρουπο, εγώ πήγαινα, εκείνη έφευγε.
Η μητέρα ήταν χλωμή, τα άσπρα της μαλλιά είχαν αραιώσει. Ήθελα να της κρατάω το χέρι και να της μιλώ για τα περασμένα, με άκουγε, μερικές φορές χαμογελούσε, τις περισσότερες κουνούσε καταφατικά το κεφάλι. Ύστερα κοιμόταν, ξάπλωνα κι εγώ δίπλα της, μετά σηκωνόμουν, βημάτιζα, καθόμουν στην καρέκλα, ξανασηκωνόμουν. Δεν μπορούσα να βολευτώ πουθενά. Πού και πού ξυπνούσε, μ’ έψαχνε με το βλέμμα, έχοντας στο στόμα ένα μειδίαμα.
Εκείνο το μειδίαμα που είχε όταν καθόμασταν στο τραπέζι του σπιτιού μας. Ο καθένας στη θέση του. Ο πατέρας στην κορυφή, η αδερφή μου δεξιά του, εγώ αριστερά του, η μητέρα απέναντί του. Κανόνας απαράβατος. Μέχρι το θάνατο του. Η θέση του έμεινε άδεια. Όποτε έβλεπα τη μητέρα με το κεφάλι κατεβασμένο καθόμουν στην κενή θέση του πατέρα. Άλλοτε έπιανα τη θέση τη δικιά της ή της αδελφής μου, εκείνες δεν αντιδρούσαν, κάθονταν όπου έβρισκαν. Καμιά φορά, πήγαινα δίπλα της όταν κοιμόταν, στην άδεια πλευρά. Ένιωθα τη θέρμη του κορμιού της, καταλάβαινα πως ένιωθε κι εκείνη τη δικιά μου, κομμάτι της επικοινωνίας μας.
Σήμερα το πρωί ο γιατρός μου είπε να είμαστε προετοιμασμένες για το χειρότερο. Δεν είπα τίποτα στην αδελφή μου. Γύρισα σπίτι, κοιμήθηκα. Το απόγευμα ετοίμασα τη σούπα, την έβαλα στο τάπερ, έβαλα στο σακίδιο καθαρά ρούχα, σαμπουάν, κρέμες, πετσέτες, πάνες. Έριξα μια ματιά στο κινητό, είχα αρκετή ώρα μπροστά μου. Ξάπλωσα στην πολυθρόνα, έγειρα το κεφάλι μου πίσω, έκλεισα τα μάτια. Άκουσα τη φωνή της απέξω να με φωνάζει. Σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα. Την είδα να κρατά το ποδήλατό μου. Φορούσε το μακρύ πράσινο φουστάνι, τα μαλλιά της κομμένα κοντά. Μου φάνηκε ξεκούραστη, έδειχνε πολύ νεότερη. «Θα με πας μια βόλτα;» ρώτησε. Κάθισα στη σέλα, εκείνη πίσω στη σχάρα, ήταν ελαφριά σαν φτερό. Ανηφορίσαμε κατά το βουνό. Όταν φτάσαμε στη στροφή πριν το κοιμητήριο μου είπε να σταματήσω. Ακούμπησα το ποδήλατο στο εικονοστάσι που βρισκόταν εκεί. Το καντήλι ήταν σβηστό, από πίσω του η φωτογραφία ενός άντρα, δεν την πρόσεξα ιδιαίτερα. «Έλα μαζί μου» είπε. Παραμέρισε τα σχίνα που ήταν πίσω από το εικονοστάσι, πήρε το μονοπάτι, πήγαινε μπροστά, την ακολουθούσα. Σε κάποιο σημείο έστριψε αριστερά, σταμάτησε σ’ ένα πλάτωμα, από πάνω το σκέπαζε ο βράχος. Καθίσαμε κάτω, ακουμπήσαμε τις πλάτες μας στις πέτρες.
Έβγαλε από την τσέπη της ένα μικρό μπουκάλι κρασί, ήπιε μια γουλιά. «Θέλεις;» μου είπε
«Δεν ήξερα ότι πίνεις»
«Κρυφά, παλιά συνήθεια, δεν μου αλλάζει τη ζωή αλλά την βλέπω ελαφρύτερα»
Ήπια κι εγώ. Κοιταχτήκαμε. Γελάσαμε.
«Αυτόν τον άντρα στο εικονοστάσι, Αγγελή τον έλεγαν, τον αγαπούσα. Εκείνη την ημέρα είχαμε ραντεβού, ερχόταν με το ποδήλατο, έβρεχε, δεν τον είδε ο οδηγός του αυτοκινήτου, τον παρέσυρε» είπε.
Ίσιωσε με τα χέρια το φουστάνι της. Την κοιτούσα.
«Τον πατέρα τον αγαπούσες;» τη ρώτησα
«Όχι με αυτόν τον τρόπο»
Γύρισε και με κοίταξε
«Είσαι πολλά χρόνια με τον Στρατή. Θέλεις να ζεις μαζί του;»
«Δεν ξέρω»
«Όταν συμβεί θα το ξέρεις» μου είπε και μου έδωσε το μπουκάλι. Ήπια μια γουλιά.
«Εδώ είναι ο τόπος μου. Ηρεμώ, αδειάζει ο νους μου απ’ τα πολλά. Εδώ, σ’ αυτό το σημείο που κάθομαι τώρα, πήρα όλες τις σοβαρές αποφάσεις, να κάνω οικογένεια, να πιάσω δουλειά, μετά τον θάνατο του πατέρα σου να αφιερωθώ στα κορίτσια μου. Δεν μετάνιωσα» είπε
Δεν μιλήσαμε για λίγο.
Κοίταξα μπροστά την πλαγιά με τις ελιές, από τα ριζά της έφτανε στ’ αυτιά μου ο ήχος από τα νερά στο ρέμα. Δυο πουλιά ισορροπούσαν τα φτερά τους στον αέρα. Χαλάρωσα.
«Εγώ δεν έχω βρει ακόμα το δικό μου χώρο. Ίσως έρχομαι εδώ»
Την υπόλοιπη ώρα θυμόμασταν τα παλιά, πίναμε και γελούσαμε. Έπιασε να νυχτώνει. Όταν άδειασε το μπουκάλι, το έβαλε στην τσέπη και σηκώθηκε.
«Εμένα οι γουλιές μου τελείωσαν. Ώρα να γυρίσουμε.»
Επιστρέψαμε στο εικονοστάσι, μου έκανε νόημα με τα μάτια «Πάρε το ποδήλατο και φύγε. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα» είπε
Γύρισα σπίτι, ξάπλωσα, πάλι στην πολυθρόνα, έκλεισα τα μάτια. Δεν ξέρω για πόση ώρα υπήρχε σιωπή. Άκουσα τη φωνή της. «Ξύπνα τώρα». Πετάχτηκα τρομαγμένη. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν απ’ το νοσοκομείο. Δεν το σήκωσα. Ήξερα.
Φόρεσα μια μαύρη μπλούζα, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, έφτιαξα έναν καφέ, τον έβαλα στο φλιτζάνι. Κοίταξα μπροστά μου το τραπέζι. Όλες οι καρέκλες άδειες.
Κάθισα στη θέση μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: