Παγάνα

Η ορειχάλκινη λύκαινα του Καπιτωλίου (5ος αι.)
Η ορειχάλκινη λύκαινα του Καπιτωλίου (5ος αι.)


— Καλημέρα Γιάννο. Πως έτσι νωρίς σήμερα;
— Καλημέρα Πατσέλο. Έρχομαι απ' την πλατεία. Πήγα να δω το λύκο που σκότωσαν σήμερα στην παγάνα. Δύο μέτρα ζώο! Τον είδες; Γιατί μαδάς το μουστάκι σου έτσι νευρικά;
— Λύκαινα ήταν. Ερχόταν έξω απ' το μαγαζί δύο μέρες τώρα κι έβλεπε το παιδί της. Το λυκάκι που χω βαλσαμωμένο στη βιτρίνα. Δίπλα στους σάκους τους κυνηγετικούς. Να πάρει! Φαρμακώθηκα που πέθανε το ζώο...
— Τι είπες τώρα; Είχε έρθει εδώ; Στο κέντρο του χωριού;
— Κάτσε. Θα βάλω δύο τσίπουρα. Να στα πω. Μην αστοχήσω! Τήρα μη μου ρίξεις τα φυσίγγια! Πριν λίγο τα φέρανε. Δεν τα χω τακτοποιήσει ακόμη.
— Φέρε απ' το παλιό τσίπουρο Πατσέλο.
— Εκείνο τελείωσε. Το πιήκαμε με τον Τίτσελι την Παρασκευή. ( Σερβίρει τσίπουρο με αγριαγκινάρες) Πιες πρωτευουσιάνε.
— Λοιπόν...πααίναν τα παιδιά στο βουνό κάθε πρωί. Μια βδομάδα τώρα. Βαρούγανε τις μπούγλες[1]. Για να τη στείλουν κατά δω. Οι κυνηγοί καρτέραγαν στα περάσματα. Προχτέ σίμωσε απ' έξω. Σκοτείνιασε το μαγαζί απ' τη σκιά της.
— Λύκος έξω από μαγαζί με κυνηγετικά είδη! Αυτό πρέπει να γραφτεί στην εφημερίδα!
— Την ώρα κείνη ήμουνα μόνος. Άκουσα κάτι σα βοή. Κοίταξα τη βιτρίνα. Σκιάχτηκα απ' τη σκιά. Ανάμεσα στην καραμπίνα και τους σάκους πρόλαβα τη ριπή απ' το βλέμμα. Κοφτερό. Τήραε το λυκάκι. Κάθησε λίγα δευτερόλεπτα όξω. Ύστερα έκανε σάλτο κι έφυγε. Εξαφανίστηκε με δυο πηδήματα.
— Εσύ τι έκανες; Ειδοποίησες το δήμαρχο;
— Είπα τ΄ Αντώνη να το καν. Σήμερα αχάραγα ήτανε εδώ οι κυνηγοί. Ψωνίζανε φυσίγγια. Ο Πάνος ο Πριτς πήρε και καραμπίνα. Πούλησα και τρία δίκανα. Στήσανε την παγάνα στα περάσματα. Δύο δρασκελιές απ' το χωριό.
Ούτε μπούγλες ούτε τίποτα. Το λυκάκι φρόντισε για όλα. Με το που ζύγωσε στα καρτέρια τη χτυπήσαν. Μετά την πήγαν στην πλατεία. Φαρμακώθηκα. Δεν πήγα να τη δω.
Το βλέμμα της θυμάμαι στη βιτρίνα: Δάσος γιομάτο. Δάσος και μάνα.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: