Καλυψώ

Καλυψώ

Άκου τα λόγια που θα σου πω πολύ προσεκτικά, επειδή είναι τα λόγια μιας Θεάς. Φαντάζομαι ότι αυτή η λέξη σημαίνει κάτι για εσένα. Ίσως πάλι όχι. Δεν το διάλεξα εγώ, είναι ένα όνομα που μου δόθηκε από λεξιπλάστες που αλλάζουν συνέχεια γνώμη για τη σημασία του. Πέρα στην Ιαπωνία, λατρεύουν κάθε ποτάμι, άνθος και βουνοκορφή. Οτιδήποτε ο ανθρώπινος νους αντιλαμβάνεται ως όμορφο αξίζει να ονομάζεται θεϊκό, και η φύση εκεί προσφέρει απλόχερα την ομορφιά. Και στην Παλαιστίνη, όπου η γη είναι καλυμμένη με στέρφα άμμο και ο ουρανός γυμνός, λατρεύουν αόρατους θεούς. Δεν το διάλεξα εγώ, και δεν είμαι σίγουρη τι σημαίνει. Αλλά αν κάνει τα λόγια μου πιο βαριά, είμαι διατεθειμένη να το χρησιμοποιήσω. Γεννήθηκα από νερό σε νερό, ανάμεσα στα κύματα της Μεσογείου. Πατέρας μου ήταν ο τιτάνας Άτλαντας, που καταδικάστηκε από τον Δία να κρατάει στις πλάτες του τον Ουρανό, και μητέρα μου η νύμφη Πλειόνη, που μου έδωσε πολλές αδερφές και τίποτα άλλο. Θα μπορούσες να πεις ότι η ετερονομία κυλάει στο αίμα μου. Ακόμα και αυτό το νησί, η Ωγυγία, όπου σε έφερε η τυφλή τύχη, ήταν δώρο. Μου το χάρισε ο Δίας όταν ενηλικιώθηκα. Μπορείς να την εξερευνήσεις από άκρη σε άκρη χίλιες φορές, και πάντα θα βρεις κάτι το οποίο δεν είχες παρατηρήσει, σαν η φύση να προσπαθεί συνειδητά να σε εκπλήξει. Όπως τα περισσότερα δώρα, σκοπός του είναι να αποσπά σταθερά την προσοχή. Είναι μια όμορφη και μοναχική κατοικία. Είχα έναν σύντροφο να τη μοιράζομαι, πριν από αρκετό καιρό, αν και αυτό το γεγονός μάλλον δεν είναι καμία μεγάλη ανατροπή για σένα. Έχεις ακούσει ήδη αυτή την ιστορία, έτσι δεν είναι;

Ο Χορός τραγουδά

Σταματήστε. Οι αδερφές μου, οι Νύμφες της θάλασσας, πάντα θεωρούν ότι αυτή η ιστορία είναι μια τραγωδία. Και όπως κάθε τραγωδία, πρέπει να ντύνεται με μουσική, λες και η μουσική κάνει τον συναισθηματικό πόνο αυτόματα όμορφο. Δεν κάνει τίποτα όμορφο, και αυτή η ιστορία έτσι κι αλλιώς δεν είναι τραγωδία. Είναι μια σειρά από γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε αυτό το νησί ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άνδρα, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Το όνομα του ήταν Οδυσσέας. Όταν σε βρήκα στην ακτή, για μια στιγμή νόμισα ότι ήσουν αυτός, σαν ο χρόνος να πτυχώθηκε και η ιστορία επαναλαμβανόταν. Ήταν ήδη κάτι σαν διασημότητα όταν ναυάγησε στην Ωγυγία, ο άνθρωπος που έριξε την Τροία. Δεν ήταν άνθρωπος που απολάμβανε τη βία. Θα υπέθετες το αντίθετο, αν σου έλεγα ότι εγκατέλειψε τη γυναίκα και το παιδί του για δέκα χρόνια, δέκα ολόκληρα χρόνια, πολιορκώντας μια πόλη στην Μικρά Ασία. Αλλά, πραγματικά, δεν έβρισκε καμία απόλαυση στην μάχη. Δεν νομίζω να τον ενδιέφερε ιδιαίτερα αν θα νικούσαν οι Αχαιοί ή οι Τρώες στο τέλος. Για τον Οδυσσέα, ο πόλεμος ήταν ένα παιχνίδι στρατηγικής, μια διανοητική πρόκληση. Αν είχε γεννηθεί στη δική σου εποχή, ίσως να ήταν φημισμένος σκακιστής, ή ίσως ακόμα και ντετέκτιβ. Οι ιστορίες, τα βιβλία και τα τραγούδια και οι ταινίες, περιγράφουν πώς καρτερούσε τη στιγμή που θα έσμιγε ξανά με τη γυναίκα του. Πάντα χρησιμοποιούν λέξεις όπως νόστος, που ακούγονται πολύ πιο βαρυσήμαντες από το νόημα τους. Δεν είμαι τόσο σίγουρη ότι οι ιστορίες έχουν δίκιο. Αφού έπεσε η Τροία, ο Οδυσσέας πέρασε άλλα δέκα χρόνια προσπαθώντας να βρει τον δρόμο της επιστροφής, και δυσκολεύομαι να φανταστώ τον άνθρωπο που σχεδίασε τον Δούρειο ίππο να μην απολαμβάνει έστω και λίγο τις προκλήσεις της θάλασσας, και όλα τα τεχνάσματα που αναγκάστηκε να επινοήσει για να τις ξεπεράσει. Όσο έμενε στην Ωγυγία, περάσαμε πολλές νύχτες στην ακτή, γυμνοί πέρα από τα λιγοστά σημεία των σωμάτων μας που κάλυπταν μια μικρή φωτιά, και αυτές τις νύχτες περιέγραφε για ώρες τις περιπέτειες του γεμάτος περηφάνια. Δέκα χρόνια χρειάστηκε από το τέλος του πολέμου για να επιστρέψει στην Ιθάκη. Τρία χρόνια τον παρέσερναν τα κύματα. Και άλλα επτά χρόνια πέρασε εδώ. Τον βρήκα ένα πρωινό, ξεβρασμένο πάνω στα βράχια, στα όρια του θανάτου. Ήταν το μόνο σωστό να τον περιθάλψω, να του δώσω λίγο νερό. Του κέντησα ρούχα από ατόφιο χρυσάφι, αν και παραδέχομαι ότι τελικά δεν είχαν μεγάλη χρησιμότητα. Τις πρώτες ημέρες ήταν απόμακρος. Δεν με φοβόταν, είχε συνηθίσει εδώ και πολύ καιρό τις δοσοληψίες με Θεούς, αλλά με μελετούσε. Τα μάτια του, πάντα δραστήρια, ούτε για μια στιγμή αφηρημένα, ζύγιζαν κάθε κίνηση μου. Όσο περνούσαν οι ημέρες, νιώθαμε όλο και πιο οικεία ο ένας με τον άλλο. Πίναμε και γελούσαμε, εξερευνούσαμε το νησί που είναι αδύνατον να εξερευνηθεί ολόκληρο. Όποιο σχέδιο είχε να συνεχίσει το ταξίδι του προς την Ιθάκη, εκείνη την περίοδο το εγκατέλειψε προσωρινά. Στην ακτή, δίπλα σε μια μικρή φωτιά, έκανα σεξ με άνδρα για πρώτη φορά.

Ο Χορός τραγουδά ξανά

Όχι, όχι, όχι. Σταματήστε αμέσως. Σας ικετεύω να σταματήσετε. Απλά αφηγούμαι τα γεγονότα. Δεν πληγώνομαι περισσότερο από όσο ένας ιστορικός όταν περιγράφει έναν αρχαίο πόλεμο. Αφήστε με να ολοκληρώσω την αφήγηση μου με τους δικούς μου όρους. Ήταν η πρώτη φορά που έκανα σεξ με άνδρα. Σεξ, αυτό είναι, και δεν υπάρχει λόγος να το αποκαλούμε με άλλο όνομα επειδή ακούγεται πιο όμορφο. Δεν μου αρέσει η λέξη έρωτας. Είναι άλλη μια από αυτές τις λέξεις, που σημαίνουν πολύ λιγότερα από όσα φαίνεται, και δεν έχει καμία αξία μετά από τη στιγμή που προφέρεται. Θα έλεγα τότε ότι είμαι ερωτευμένη με τον Οδυσσέα; Δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα το έλεγα τώρα. Δεν ξέρω καν αν δικαιούμαι πια να το πω. Τα τελευταία χρόνια του στην Ωγυγία, κάτι άλλαζε μέσα του, τόσο αργά που ακόμα και εγώ απέτυχα να το παρατηρήσω. Πολλά απογεύματα περνούσε ανέκφραστος, κοιτάζοντας τα κύματα. Ίσως ήταν αργοπορημένη τύψη για την γυναίκα και το παιδί που τον περίμεναν στην Ιθάκη. Ίσως η λαγνεία του για τις προκλήσεις ξεπέρασε αυτή για το δικό μου σώμα. Τον έβδομο χρόνο, ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος του Δία, κατέβηκε από τον ουρανό για να μου μιλήσει. Μου είπε ότι ο Οδυσσέας είχε κάνει έκκληση στους Θεούς να τον βοηθήσουν να αρχίσει ξανά το ταξίδι του προς την Ιθάκη, και ο Δίας τον είχε στείλει για να με παρακαλέσει να τον αφήσω. Δεν μου μίλησε ο ίδιος. Πέρασε επτά χρόνια στην αγκαλιά μου, που ίσως για μια Θεά είναι σταγόνες στη βροχή, αλλά για έναν θνητό είναι πολύς καιρός. Και όταν θέλησε να με εγκαταλείψει δεν μου μίλησε ο ίδιος, αλλά έβαλε άλλους να με ενημερώσουν. Τον Δία, ο οποίος έχει περάσει αιώνες σπέρνοντας παιδιά με θνητές γυναίκες, αλλά με διέταζε να αφήσω τον θνητό εραστή μου να φύγει. Ακολούθησα την εντολή του, φυσικά. Όχι επειδή φοβόμουν τον Δία. Ποιον θα ωφελούσε να τον κρατούσα αιχμάλωτο; Αν έφευγε, θα υπέφερα μόνο εγώ, ενώ αν έμενε θα υποφέραμε και οι δύο. Έτσι κι αλλιώς, ήταν ο πιο πολυμήχανος άνδρας της εποχής του. Αργά ή γρήγορα, όλο και κάποιον τρόπο θα έβρισκε να δραπέτευε. Του έδωσα μια σχεδία, προμήθειες, και φρόντισα ο άνεμος να ήταν ευνοϊκός. Κάναμε σεξ μια τελευταία φορά τη νύχτα πριν εγκαταλείψει την Ωγυγία. Κάποιοι λένε ότι ένας γιος που έκανε μια άλλη γυναίκα τον σκότωσε. Άλλοι λένε ότι, λίγο αφού επέστρεψε στην Ιθάκη, έφυγε ξανά και συνέχιζε να ταξιδεύει μέχρι που πέθανε σε ένα πλοίο στον Ανταρκτικό Ωκεανό. Ακόμα, βέβαια, και αν καμία από τις δύο εκδοχές δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, θα έχει αφήσει την τελευταία του πνοή εδώ και πολύ καιρό. Όποιον και να ρωτήσεις, ήμουν η Θεά που τον πλάνεψε, με κάποιον τρόπο που πάντα παραλείπουν να εξηγήσουν τον ανάγκασα να μείνει μαζί μου. Ο έρωτας μου δεν ήταν πάρα άλλο ένα εμπόδιο για τον Τρωικό ήρωα, όχι πολύ διαφορετικό από τον Κύκλωπα και τις Σειρήνες. Τα άστρα, ο Αλντεμπαράν και οι Πλειάδες, με χλευάζουν κάθε φορά που νυχτώνει. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Ωγυγία. Εγώ είμαι ακόμα εδώ, προσπαθώντας να εξηγήσω τον ρόλο μου στις ιστορίες σε έναν άγνωστο. Πρέπει να κουράστηκες. Μην ανησυχείς, δεν σκοπεύω να μιλήσω άλλο. Θα σου δώσω οτιδήποτε χρειάζεσαι, και είσαι ελεύθερος να επιστρέψεις στη δική σου Ιθάκη.

Και ο Χορός ακόμα τραγουδά

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: