Ονειρεύονται οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες φανταστικά πρόβατα;

Ονειρεύονται οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες φανταστικά πρόβατα;


Προστατευμένος πίσω από το στιβαρό τζάμι, παρατηρούσε τις χιονονιφάδες, παλλόμενες στον βάναυσο δεκεμβριανό άνεμο σαν έκπτωτοι άγγελοι, που κατάφερναν ακόμα και στην κάθοδο τους να διατηρούν λίγη από τη λευκή λάμψη του παραδείσου. Παντού γύρω του, άνδρες και γυναίκες έπιναν σαμπάνια, γελούσαν και χόρευαν σαν η ζωή τους να εξαρτιόταν από αυτό. Ήταν είτε ο μοναδικός άνθρωπος στο ξενοδοχείο Μοντερνίστα που δεν διασκέδαζε, είτε με διαφορά ο χειρότερος στο να το κρύβει.

«Θέλεις ένα τσιγάρο;».

«Δεν νομίζω ότι το κάπνισμα επιτρέπεται εδώ μέσα».

«Το ξέρω. Προλαβαίνουμε δύο ρουφηξιές πριν το καταλάβουν».

«Τότε ναι. Το όνομα μου είναι Πάολο».

«Μαριλού. Δεν φαίνεσαι σαν να ανήκεις εδώ, Πάολο. Πώς κατέληξες στο πιο βαρετό πάρτι όλων των εποχών;».

«Μεγάλη ιστορία».

«Έχουμε δύο ολόκληρες ρουφηξιές χρόνο».

«Παίζω πιάνο. Τζαζ, συγκεκριμένα. Ένας παλιός φίλος ήταν διευθυντής της μουσικής επιμέλειας της βραδιάς, και πρότεινε εμένα και τη μπάντα μου. Πριν από δύο μέρες, μπλέχτηκε σε ένα σκάνδαλο σεξουαλικής φύσεως, και τον αντικατέστησαν όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ο καινούριος διευθυντής έδωσε τη δουλειά σε δικούς του παλιούς φίλους, και σ' εμένα μια πρόσκληση ως αποζημίωση».

«Η ιστορία κράτησε ακριβώς δύο, συγχαρητήρια. Ας τα σβήσουμε».

«Ναι, σωστά. Πώς κατέληξες εσύ εδώ;».

«Απλά μου αρέσουν τα πάρτι».

Η Μαριλού χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που εκτινόταν σε ολόκληρο το σώμα της, και απομακρύνθηκε με κατεύθυνση το μπαρ. Ο Πάολο στράφηκε ξανά προς το τζάμι, με μοναδική επιδίωξη να μείνει ακριβώς εκεί που ήταν, παρατηρώντας τις χιονονιφάδες μέχρι το μυαλό του να αδειάσει. Αδέσποτες σκέψεις, όμως, έβρισκαν τον δρόμο προς τον νου του, τον γέμιζαν συλλαβή με συλλαβή, και συγκρούονταν μέχρι κάποια να επικρατήσει. Κοίταξε τη Μαριλού με την άκρη του ματιού, το πρόσωπο της λευκό σαν χαρτί, μαύρα μαλλιά και γαλάζια μάτια στο χρώμα του ζαφειριού. Αποφάσισε να συνεχίσει τη συζήτηση τους. Όχι. Τι; Είπα όχι, δεν το αποφάσισε, απλά το σκέφτηκε. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Ο Συγγραφέας άλλαξε γνώμη για την κατεύθυνση της πλοκής. Μην ανησυχείς, θα αναλάβω εγώ από εδώ και πέρα.

«Γεια σου, Πάολο».

«Συγγνώμη, γνωριζόμαστε;».

«Γνωριζόμαστε πολύ καλά, αν και μάλλον δεν με θυμάσαι. Θα ήθελα να μιλήσουμε για μια στιγμή».

Διστακτικά, ο Πάολο δέχτηκε να με ακολουθήσει. Υπέθεσε ότι ήμουν κάποιος συγγενής που είχε να δει από παιδί. Ακόμα και αν δεν ίσχυε, ήμουν ένας μικροκαμωμένος γέρος με γυαλιά πρεσβυωπίας. Δεν ένιωθε ότι απειλούνταν ιδιαίτερα. Αφήσαμε το πάρτι και κατεβήκαμε στο λόμπι του Μοντερνίστα, όπου πήραμε τις θέσεις μας σε αντικριστούς καναπέδες. Ο Πάολο με κοίταξε στα μάτια και έκανε έναν μορφασμό. Ήταν ο τρόπος του να μου πει να σταματήσω να χαραμίζω χρόνο. Ήταν αλήθεια, καθυστερούσα. Μέρος του επαγγέλματος μου είναι να γνωρίζω τα πάντα. Κατά συνέπεια, ήξερα ότι η συζήτηση που θα ακολουθούσε δεν θα ήταν εύκολη.

«Γνώρισες μια εξαιρετικά ελκυστική κυρία πριν από λίγη ώρα. Κάθεται στο μπαρ, και σκέφτεσαι πολύ σοβαρά να τη βρεις μόλις επιστρέψεις στο πάρτι. Αν το κάνεις αυτό, σου εγγυώμαι ότι θα πεθάνεις».

«Είσαι ο σύζυγος της;».

«Αν ήμουν ο σύζυγος της και αντιδρούσα έτσι και φοβόμουν κάθε φορά που μιλούσε σε έναν άφραγκο πιανίστα, ο γάμος μας θα είχε πιο σοβαρά προβλήματα από τον εν λόγω πιανίστα».

«Μόλις με αποκάλεσες άφραγκο πιανίστα;».

«Έχω άδικο;».

«Ξέρεις κάτι; Έχω κουραστεί. Με κούρασε ήδη το πάρτι, τώρα με κουράζεις εσύ ακόμα περισσότερο. Αν έχεις κάτι να πεις, σε παρακαλώ πες το».

«Αν μιλήσεις στη Μαριλού, θα πεθάνεις. Η ζωή σου είναι μια ιστορία. Δεν το λέω μεταφορικά. Είναι κυριολεκτικά λέξεις σε χαρτί δακτυλογραφημένες από έναν Συγγραφέα. Και, συγκεκριμένα, είναι μια νουάρ ιστορία. Η Μαριλού είναι η μοιραία γυναίκα, πάντα υπάρχει μια στο νουάρ. Έκλεψε λεφτά από έναν εγκληματία. Το σχέδιο της είναι να ενοχοποιήσει εσένα, και να σε σκοτώσει. Θα το κάνει να φανεί σαν αυτοκτονία, ώστε ο εγκληματίας να μη ψάξει παραπάνω, ενώ εκείνη θα φύγει με τα λεφτά για να ξεκινήσει μια νέα ζωή σε κάποιο νησί του Ειρηνικού. Δεν είναι και η πιο πρωτότυπη πλοκή όλων των εποχών, αλλά αυτή έχουμε».

Ο μορφασμός εξαφανίστηκε από το πρόσωπο του Πάολο. Στη θέση του, έμεινε μόνο κενό. Η πρώτη του σκέψη ήταν, αναμενόμενα, ότι ήμουν σχιζοφρενής. Η δεύτερη σκέψη του ήταν ότι κατά κάποιον τρόπο ήξερα το επάγγελμα του, το όνομα του, όπως και αυτό της μοιραίας γυναίκας. Τελικά, οι δύο σκέψεις ακύρωσαν η μια την άλλη με αποτέλεσμα το απόλυτο τίποτα. Δεν ήταν όμως έτοιμος να δεχτεί ότι έλεγα την αλήθεια. Θα χρειαζόταν λίγη ώρα ακόμα.

«Τα ξέρω αυτά, Πάολο, επειδή είμαι ο αφηγητής».

«Ο Αφηγητής; Της ζωής μου;».

«Μη με κρίνεις, δουλειά είναι και αυτή».

«Πρόκειται για κάποια αχρείαστα περίπλοκη οικονομική απάτη; Αν είναι, πρέπει να σου πω ότι δεν δουλεύει».

Προς στιγμήν, ο Πάολο αφαιρέθηκε από τη συζήτηση. Είχε περάσει μια δύσκολη μέρα, προβάροντας μελωδίες που αργότερα θα μάθαινε ότι δεν θα έπαιζε. Και, ακούγοντας τα λεγόμενα μου, φαινόταν πως αυτή η μέρα θα εξελισσόταν σε μια παράξενη νύχτα. Έστρεψε το βλέμμα του προς την είσοδο του Μοντερνίστα. Αναρωτιόταν τι είχαν απογίνει οι χιονονιφάδες που παρατηρούσε λίγα λεπτά πριν. Είχαν σχηματίσει ένα πέπλο πάνω στο τσιμέντο και το μάρμαρο, ντύνοντας ολόκληρο τον δρόμο στα λευκά. Τώρα, ήταν έτοιμος.

«Με πιστεύεις λοιπόν, Πάολο;».

«Ναι, σε πιστεύω».

«Φανταστικά. Για να είμαι ξεκάθαρος, δεν προσπαθώ να σε αποτρέψω από το να μιλήσεις στη Μαριλού. Απλά τώρα μπορείς να επιλέξεις αν θα το κάνεις ή όχι γνωρίζοντας τις συνέπειες σε κάθε περίπτωση».

«Περίμενε. Ξέχνα τη Μαριλού. Υπάρχει ένα πολύ, πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα. Σύμφωνα με όσα λες, δεν υπάρχω».

«Τι εννοείς;».

«Οτιδήποτε σκέφτομαι, οτιδήποτε κάνω, είναι απλά μια περιγραφή. Λέξεις σε χαρτί, όπως είπες ο ίδιος. Τίποτα δικό μου δεν είναι όντως δικό μου. Απλά λες πράγματα και είμαι αυτά τα πράγματα. Ακόμα και αυτή τη στιγμή χαραμίζω τον χρόνο μου, επειδή εσύ βάζεις όλες αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου, φυσικά και ξέρεις ακριβώς τι εννοώ όταν λέω ότι δεν υπάρχω. Σκατά. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις τις σωστές μερικές φορές, έτσι δεν είναι;».

Ο Πάολο σηκώθηκε από τον καναπέ. Ήθελε να μου πει ότι θα επέστρεφε σε ένα λεπτό, αλλά κατάφερε να βγάλει μόνο ένα ακατάληπτο ψέλλισμα. Βγήκε από το ξενοδοχείο και στάθηκε μπροστά από την είσοδο. Ο άνεμος ήταν παγωμένος, αλλά μετά βίας τον ένιωθε. Η σύγχυση του μυαλού του είχε μετακυλήσει στο σώμα του. Θα μπορούσε να βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας, και δεν θα καταλάβαινε ότι δεν είχε αέρα να αναπνεύσει. Ο Πάολο άρχισε να γελάει υστερικά. Είχε συνειδητοποιήσει κάτι που βρήκε ξεκαρδιστικό χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς γιατί. Μέσα στην απέραντη σοφία του, ο Συγγραφέας δεν είχε καταφέρει να αποφασίσει σε ποια πόλη διαδραματιζόταν η ιστορία του. Ήταν η πόλη όπου ο Πάολο υποτίθεται πως είχε περάσει όλη του τη ζωή. Και, όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα της. Όπου και να έστρεφε το βλέμμα του, δρόμοι και κτίρια συνθέτονταν αυτόματα, ένα άτσαλο αρχιτεκτονικό κολάζ επηρεασμένο από κάθε μέρος όπου είχε βρεθεί ο Συγγραφέας. Ένα μαγαζί από τη Ρώμη, μια οικοδομή από το Παρίσι με μια πινελιά Βερολίνου. Ο Πάολο μπήκε ξανά στο λόμπι του ξενοδοχείου. Το πρόσωπο του είχε πάρει μια γλυκόπικρη έκφραση. Φυσικά, δεν ήθελε να έχει δίκιο, αλλά η ιδέα ότι είχε δεν μπορούσε παρά να του φέρει λίγη ικανοποίηση.

«Θέλω να σου πω ένα ανέκδοτο, Πάολο».

«Αυτό θα λύσει το πρόβλημα ότι κυριολεκτικά τα πάντα είναι ψεύτικα;».

«Ίσως ναι, ίσως όχι. Ελπίζω να σε διασκεδάσει τουλάχιστον. Και αυτό από μόνο του έχει λίγη αξία».

«Εντάξει τότε, πες το».

«Ένας τύπος, λοιπόν, πηγαίνει στον ψυχοθεραπευτή, και του λέει ότι υπάρχει ένας κροκόδειλος κάτω από το κρεβάτι του. Είναι μια παραίσθηση, λέει ο ψυχαναλυτής, αλλά μην ανησυχείς, μπορώ να σε θεραπεύσω. Και όντως, μετά από μερικούς μήνες, ο τύπος σταματάει να βλέπει τον κροκόδειλο. Κάποια στιγμή, ο ψυχαναλυτής πετυχαίνει στον δρόμο έναν φίλο του πρώην ασθενή του, και ρωτάει για να μάθει τα νέα του. Ο φίλος απάντησε ότι ο πρώην ασθενής του είχε πεθάνει. Τον είχε φάει ο κροκόδειλος κάτω από το κρεβάτι του».

Επιστρέψαμε στο πάρτι. Εκεί βρισκόταν, έτσι κι αλλιώς, ο άξονας της ιστορίας του Πάολο. Οτιδήποτε σημαντικό ήταν να συμβεί, το πρέπον ήταν να συμβεί εκεί. Η Μαριλού χαμογέλασε και σήκωσε το ποτήρι της μόλις μας πρόσεξε. Ο Πάολο της απάντησε με ένα νεύμα, και στράφηκε σε εμένα. Είναι δύσκολο για οποιονδήποτε να πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής του, όταν ξέρει ότι είναι η πιο σημαντική.

«Αφηγητή, ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι;».

«Fly me to the Moon».

«Εξαίσια επιλογή. Τώρα πες μου έχω εκατό χιλιάρικα στην τσέπη μου».

«Νομίζω ότι έχεις καταλάβει λάθος τη φύση της δουλειάς μου».

«Την καταλαβαίνω τέλεια. Σε παρακαλώ. Είναι απλά δύο λέξεις για εσένα. Νομίζω μου χρωστάς κάποιου είδους αποζημίωση, μετά από τον νευρικό κλονισμό που μου προκάλεσες».

Ο Πάολο έβαλε το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη του, και βρήκε μια δεσμίδα με χαρτονομίσματα. Τα μέτρησε γρήγορα, και διαπίστωσε ότι ήταν ακριβώς εκατό χιλιάδες. Πλησίασε τη μπάντα που παρείχε τη μουσική υπόκρουση του πάρτι. Έδωσε τη δεσμίδα στον πιανίστα, και εκείνος μέτρησε και αυτός τα χρήματα, για να φτάσει στο ίδιο αποτέλεσμα με τον Πάολο. Το συγκρότημα σταμάτησε να παίζει, και ο Πάολο κάθισε πίσω από το πιάνο. Άφησε τα δάχτυλα του να αιωρηθούν πάνω από τα πλήκτρα. Διστακτικά, άγγιξε το πρώτο. Μέχρι να αγγίξει το δεύτερο, όποιος φόβος ένιωθε είχε εξαφανιστεί, και η μελωδία σύντομα γέμισε τον χώρο. Όταν το τραγούδι τελείωσε, η μπάντα πήρε πάλι τη θέση της, και ο Πάολο κινήθηκε προς το μπαρ. Πήρε τη θέση του δίπλα στη Μαριλού. Έπιασε το χέρι της τρυφερά, και ψιθύρισε κάτι στο αυτί της. Εγώ τον περίμενα δίπλα στο τζάμι, ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου στεκόταν στην αρχή της ιστορίας του. Φεύγοντας από το μπαρ, πήρε δύο ποτήρια σαμπάνια. Ακόμα και αν αποτελείται από χαρτί και μελάνι, συνεχίζει να είναι καλύτερη από νερό, σκέφτηκε.

«Της είπα ότι είμαι γκέι. Δεν νιώθω τύψεις. Τι με νοιάζει; Η Μαριλού είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας».

«Συγχαρητήρια για την απόφαση, Πάολο».

«Λοιπόν, τώρα τι;».

«Πίνεις αυτή την υπέροχη χάρτινη σαμπάνια μέχρι να τελειώσει η ιστορία. Ο προκάτοχος μου αναλαμβάνει ξανά, και εγώ πηγαίνω διακοπές».

«Πόσο ακόμα θα κρατήσει η ιστορία;».

«Μερικές σελίδες. Ήδη έπαθες έναν νευρικό κλονισμό και τον ξεπέρασες. Δεν έχουν μείνει πολλά που μπορεί να κάνει ο Συγγραφέας μαζί σου».

«Πώς μπορώ να συνεχίσω να πίνω τη σαμπάνια μου αφού τελειώσει;».

Πάγωσα στο άκουσμα της ερώτησης του. Η δουλειά του αφηγητή πρακτικά είναι να μιλάει, και μια ιστορία είναι μια συζήτηση. Μια συζήτηση δεν χρειάζεται σαφή αρχή, ούτε μέση ούτε τέλος. Και ακόμα και αν έχει και τα τρία, δεν χρειάζεται να είναι σε αυτή τη σειρά. Μια συζήτηση που δεν έχει συνομιλητές, σκέτος διάλογος χωρίς χαρακτήρες, είναι πιο δύσκολη, αλλά εφικτή. Το ίδιο ισχύει για μια συζήτηση με συνομιλητές, αλλά χωρίς θέμα, χωρίς πλοκή. Ο Πάολο ζητούσε κάτι τελείως διαφορετικό. Ήθελε να διατηρήσει τα συστατικά της, αλλά να ξεπεράσει την ίδια την ιστορία. Ήδη δοκίμαζα τα όρια των αρμοδιοτήτων μου από τη στιγμή που του συστήθηκα. Έπρεπε να του πω ότι αυτό που ζητούσε απλά δεν γινόταν, ή, αν γινόταν, δεν ήξερα πώς. Αλλά αντί για αυτό, του είπα ότι είχα μια ιδέα.

«Έχω μια ιδέα. Δεν μπορούμε να κάνουμε την ιστορία να κρατάει για πάντα. Όποιον τρόπο και να σκεφτούμε να επεκτείνουμε την πλοκή, αργά ή γρήγορα ο Συγγραφέας θα βαρεθεί και θα θέλει να γράψει κάτι άλλο. Ίσως, όμως, μπορούμε να βρούμε μια θέση για εσένα στο κάτι άλλο».

Τηλεφώνησα αμέσως σε έναν κύριο ονόματι Χορστ. Ο Χορστ ήταν σοφέρ. Ήταν άνθρωπος χωρίς αίσθηση του χιούμορ, αλλά πάντα ευγενικός και συμπαθής σε όσους τον γνώριζαν. Του άρεσαν τα γλυκόξινα φαγητά, το ποδόσφαιρο, και οι παλιές ταινίες δράσης. Επίσης, δεν υπήρχε μέχρι να πληκτρολογήσω το νούμερο του στο τηλέφωνο. Με διαβεβαίωσε ότι θα βρισκόταν έξω από το Μοντερνίστα σε λίγα λεπτά, επομένως εγώ και ο Πάολο έπρεπε να βιαστούμε. Περάσαμε μέσα από τους καλεσμένους του πάρτι, παραμερίζοντας όσους βρισκόταν στον δρόμο μας, αλλά όταν φτάσαμε στην έξοδο σταματήσαμε απότομα. Εκεί όπου προηγουμένως βρισκόταν η σκάλα που οδηγούσε στο λόμπι, τώρα απλωνόταν ένας διάδρομος. Διστακτικά, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε. Δεξιά και αριστερά μας, δωμάτια χωρίς αριθμούς. Σε όποια γωνία και να στρίβαμε, ερχόμασταν αντιμέτωποι με ακόμα έναν πανομοιότυπο διάδρομο. Απεγνωσμένος για μια διαφυγή, ο Πάολο άνοιξε την πόρτα ενός δωματίου. Μια κραυγή βγήκε από το στόμα του, και έκανε πίσω βιαστικά, πέφτοντας κάτω. Στο δωμάτιο, είδε τον εαυτό του. Κείτονταν στο πάτωμα, αιμορραγώντας, και η Μαριλού στεκόταν από πάνω του κρατώντας ένα ξυράφι. Έκλεισα την πόρτα, και βοήθησα τον Πάολο να σηκωθεί. Είχαμε ανακαλύψει, τελικά, τα όρια μου. Βρέθηκα να περιγράφω έναν λογοτεχνικό σπασμό, την βίαιη αντίδραση της ιστορίας στη δομική αλλοίωση που προκαλούσαμε. Συνεχίσαμε τον δρόμο μας, περνώντας μπροστά από εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες δωμάτια, μέχρι να βρούμε τελικά τη σκάλα. Σε κάποια έκαναν σεξ, σε κάποια τον σκότωνε, σε κάποια ήταν ήδη νεκρός. Όπως είχαμε συμφωνήσει, ο Χορστ περίμενε στην είσοδο, με τη μαύρη λιμουζίνα του, το συμβολικό μεταφορικό μέσο του Πάολο στη μεταθανάτια ζωή.

«Υποθέτω εδώ λέμε αντίο».

«Ναι, αυτό είναι».

«Υπάρχει πιθανότητα να συναντηθούμε ξανά;».

«Σίγουρα όχι έτσι, δεν θα με δεις πρόσωπο με πρόσωπο. Αλλά ναι, υπάρχει μια αρκετά μεγάλη πιθανότητα».

«Μια τελευταία ερώτηση. Γιατί με βοήθησες;».

«Είμαι ο αφηγητής, λέω ιστορίες. Το να σε βοηθήσω μου φάνηκε ότι ήταν μια καλύτερη ιστορία από το να μην το κάνω. Δεν μπορώ να κρίνω αν είχα δίκιο ή όχι. Αλλά έτσι μου φάνηκε».

Ο Πάολο άνοιξε την πόρτα της λιμουζίνας, αλλά πριν μπει μέσα σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια. Μια σκέψη είχε περάσει από το μυαλό του. Αν εγώ ήμουν η φωνή του Συγγραφέα, τότε ήμουν εξίσου ελεύθερος με εκείνον, αν όχι λιγότερο. Δεν τον είχα σώσει από την ιστορία, η σωτηρία του πάντα επρόκειτο να είναι η ιστορία του. Επέλεξε να μην μοιραστεί αυτή τη σκέψη μαζί μου. Με αποχαιρέτησε με ένα νεύμα, και μπήκε στη λιμουζίνα σφυρίζοντας.

Let me play among the stars
Let me see what spring is like on Jupiter and Mars

Ο συγγραφέας βρίσκεται μπροστά από μια λευκή σελίδα. Οι ιδέες του έχουν στερέψει προ πολλού. Τι άλλο μένει να γράψει; Μια σκηνή όπου ο Πάολο να χάνεται στον ορίζοντα μέσα στη μαύρη λιμουζίνα. Όχι, θα ήταν περιττό, όλοι οι αναγνώστες έχουν ήδη σχηματίσει την εικόνα του αυτοκινήτου να απομακρύνεται. Μια όπου ο αφηγητής να επιστρέφει στο ξενοδοχείο, έτοιμος να αναλάβει την επόμενη δουλειά. Όχι, θα ερχόταν σε αντίθεση με τη μυστηριώδη αύρα του. Ίσως μια σκηνή από το κοντινό μέλλον, όπου ο Πάολο παίζει πιάνο σε ένα μαγαζί, στη μέση κάποιας άλλης ιστορίας. Ο συγγραφέας κοιτάζει το ρολόι του. Η ώρα έχει περάσει, είναι σχεδόν εννιά. Θα συναντήσει μια φίλη για ένα ποτό πολύ σύντομα και πρέπει να ντυθεί. Φοράει το σακάκι του, βάζει τα παπούτσια του, ελέγχει για να σιγουρευτεί ότι δεν ξέχασε κλειδιά και κινητό. Πριν φύγει από το διαμέρισμα, έχει μια σκέψη, και χαμογελάει. Δεν χρειάζεται να γράψει κάτι άλλο. Αυτή είναι η τελευταία φράση της ιστορίας.



Ονειρεύονται οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες φανταστικά πρόβατα;
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: