Τέσσερα διηγήματα χωρίς αναγνώστες

Τέσσερα διηγήματα χωρίς αναγνώστες

Αυτό το διήγημα δεν έχει αναγνώστη

Συναντήθηκαν σε ένα σινεμά κοντά στην αποβάθρα που έπαιζε την «Καζαμπλάνκα» κάθε νύχτα. Αν κάθε ζευγάρι έχει την ταινία του, αυτή ήταν η δική τους, η ταινία που είχαν συνδέσει με τις πιο τρυφερές στιγμές τους. Ό,τι κι αν συνέβαινε, θα είχαν πάντα την «Καζαμπλάνκα». Αλλά την είχε προδώσει.

Στα ερείπια ενός κάποτε γεμάτου με ενοίκους κτηρίου, μια ογκώδης, τετράγωνη συσκευή είναι το μόνο πράγμα που στέκεται ακόμα όρθιο. Οι εναπομείναντες τείχη είναι καλυμμένοι με εκατοντάδες καλώδια, τυλιγμένα μεταξύ τους σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς, και πάντα καταλήγοντας στη συσκευή.

Είπε ότι πήγαινε να αγοράσει ποπ κορν. Χρωμάτισε την φωνή προσεκτικά ώστε να μην προκαλέσει την παραμικρή υποψία. Σηκώθηκε από την θέση της, αλλά δεν πήγε για ποπ κορν. Στάθηκε πίσω από την γυναίκα που ήταν κάποτε ο έρωτας της ζωής της. Αυτή ήταν η ευκαιρία της.

Πνιγμένη κάπου ανάμεσα στα καλώδια, μια φωτοτυπία οδηγιών χρήσης, μεγεθυμένη προς τη διευκόλυνση ματιών που πάσχουν από μυωπία. Η μεγαλύτερη καινοτομία στην ιστορία της προσωπικής ψυχαγωγίας. Κανείς δεν βρίσκεται εκεί για να το διαβάσει, αλλά αν βρισκόταν θα θεωρούσε τις οδηγίες εξαιρετικά απλές. Το μόνο που έχει να κάνει ο χρήστης είναι να φτιάξει μια λίστα που περιέχει πράγματα που του αρέσουν. Ταινίες με τον Μπόγκαρτ, μυθιστορήματα του Τζιμ Τόμσον, ποπ μουσική, οτιδήποτε προτιμάει ο καθένας. Δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα πιο πρόσφατα από τα τέλη του εικοστού πρώτου αιώνα. Η συσκευή θα διαβάσει τη λίστα, και θα κατασκευάσει μια ιστορία με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά, τόσο πειστικά σαν το είχε κάνει ο ίδιος. Η ντελούξ έκδοση μπορούσε και να κατασκευάσει μουσική ή ταινίες.

Την έπνιξε με μια λωρίδα σελιλόιντ. Δεν ήταν φόνος, είπε στους αστυνομικούς όταν την ανέκριναν λίγες ώρες αργότερα. Ήταν εκδίκηση.

Η συσκευή βγάζει έναν κοφτό θόρυβο, και τα καλώδια στους τείχους κινούνται σαν μεταλλικά φίδια. Μια σελίδα βγαίνει από μια σχισμή και πέφτει ανάμεσα στα καλώδια. Όπως τις οδηγίες, όμως, δεν υπάρχει κανείς να τη διαβάσει. Μια δεύτερη σελίδα βγαίνει από τη σχισμή και έχει την ίδια μοίρα. Και άλλη μια, και άλλη μια, και άλλη μια.

Η αναμονή

Ζούσα σε ένα μικρό διαμέρισμα, ένα κρεβάτι, ένα παράθυρο, μια τουαλέτα, ένας υπολογιστής μετά βίας λειτουργικός. Η οικοδομή βρισκόταν στην άκρη της πόλης, δίπλα στον αυτοκινητόδρομο. Έπρεπε να πάρω λεωφορείο για να πάω στο κοντινότερο σούπερ μάρκετ, αλλά δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό. Λόγω της απόστασης το ενοίκιο του διαμερίσματος ήταν φτηνό, ενώ έτσι κι αλλιώς δεν έβγαινα συχνά έξω. Τις περισσότερες μέρες τις περνούσα μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, δουλεύοντας μέχρι αργά. Μια από αυτές τις νύχτες, τα μάτια μου ήταν υπερβολικά κουρασμένα, και αποφάσισα να κάνω ένα δεκάλεπτο διάλειμμα από φόβο ότι θα τα κατέστρεφα τελείως αν συνέχιζα. Στάθηκα μπροστά από το παράθυρο, παρατηρώντας τον έρημο αυτοκινητόδρομο. Τρεμάμενα φώτα, άσφαλτος, σιωπή τόσο έντονη που μοιάζει στερεή. Λίγο πριν τελειώσει το δεκάλεπτο, ένα αυτοκίνητο εμφανίστηκε στον ορίζοντα διαταράζοντας ευχάριστα την μονοτονία του θεάματος. Το ακολούθησα με το βλέμμα μου, πριν μου αποσπάσει την προσοχή μια δεύτερη διαταραχή. Ένας περαστικός, που εμφανίστηκε μέσα από το σκοτάδι. Άρχισε να περπατάει μέχρι που σταμάτησε στη μέση του αυτοκινητοδρόμου. Το αυτοκίνητο τον χτύπησε. Ρόδες, μέταλλο, το περίγραμμα του σώματος αλλοιωμένο από τα σπασμένα κόκαλα. Το αυτοκίνητο συνέχισε για λίγα μέτρα, πριν κάνει όπισθεν, χτυπώντας τον ξανά. Μετά τη δεύτερη σύγκρουση, σταμάτησε. Ο άνθρωπος σηκώθηκε από την άσφαλτο, φαινομενικά σώος και αβλαβής, και μπήκε στο αυτοκίνητο, στη θέση του οδηγού. Πάτησε το γκάζι, και σύντομα είχε χαθεί από το οπτικό μου πεδίο. Την επόμενη νύχτα, ακριβώς την ίδια ώρα, πέρασα δέκα λεπτά μπροστά από το παράθυρο. Δεν είδα τίποτα εξίσου ενδιαφέρον, αλλά αποφάσισα να επαναλάβω τη συνήθεια για άλλη μια νύχτα, και μια νύχτα μετά από εκείνη, μέχρι που το έκανα ασυναίσθητα κάθε νύχτα. Είδα ένα ζευγάρι να σταματάει στην άκρη του αυτοκινητοδρόμου για να κάνει σεξ, είδα έναν μεθυσμένο να κλωτσάει ένα από τα τρεμάμενα φώτα μέχρι που σταμάτησε τελείως, είδα έναν άνδρα ντυμένο Βούδα και μια άλλη φορά έναν άνδρα ντυμένο Ιησού, ποτέ ξανά όμως κάτι αντίστοιχο με αυτό που είδα εκείνη την πρώτη νύχτα. Ακόμα ζω στο ίδιο διαμέρισμα. Ακόμα βρίσκω δέκα λεπτά κάθε νύχτα για να συνεχίσω την συνήθεια μου. Ακόμα περιμένω να συμβεί κάτι.

Ο μυστικός κήπος

Τα πιο όμορφα άνθη γεννιούνται σε έναν μυστικό κήπο, πίσω από τους τοίχους μιας παλιάς μαρμάρινης έπαυλης, τα χρώματα τους το μόνο στοιχείο που διαταράσσει το τέλειο λευκό της. Ανήκει σε μια γυναίκα που είναι καταραμένη να μην αγγίζει ποτέ ο χρόνος το κορμί της. Κάθε άνθος έχει το όνομα κάποιου από τους θνητούς της εραστές. Ένας Υάκινθος αφιερωμένος σε έναν ναυτικό που πνίγηκε σε μια καταιγίδα, μια Πικροδάφνη σε μια φωτογράφο που πήρε τη ζωή της, ένα σε έναν φυσικό που πέθανε σε βαθιά γεράματα, και πολλά ακόμα, κάποια που δεν θυμάται ούτε η ίδια σε ποιον είναι αφιερωμένα. Το χρώμα τους ρέει και ποτίζει τον άνεμο όταν περνάει ανάμεσα τους, μεταμορφώνοντας τον σε μουσική. Κανείς δεν τα βλέπει, εκτός από περαστικούς που μια στο τόσο παρασέρνονται από τη μουσική, και καταλήγουν στην έπαυλη αναζητώντας την πηγή της. Αν ρωτήσεις, δίνουν πάντα την ίδια απάντηση. Είναι κρίμα που τα πιο όμορφα άνθη γεννιούνται σε έναν μυστικό κήπο.

Οι Εραστές του Σπαθιού

«Το επόμενο έργο είναι ουσιαστικά μια οφθαλμαπάτη. Δεν έχει τίτλο, αλλά οι ιστορικοί το ονομάζουν Εραστές του Σπαθιού. Απαθανατίζει τη στιγμή που ένας άνδρας και μια γυναίκα ασπάζονται, ενώ ταυτόχρονα ένα σπαθί διαπερνά τα σώματα και των δύο. Η οφθαλμαπάτη βρίσκεται στο ότι ο παρατηρητής δεν είναι σίγουρος ποιος κρατάει το σπαθί, διαφέρει ανάλογα με την οπτική γωνία».

Σχεδόν σε κάθε δημοπρασία έργων του αναγεννησιακού ζωγράφου Βιτόριο ντι Περούτζια, παραβρίσκεται ένας ηλικιωμένος άνδρας. Κάθεται σιωπηλά στις τελευταίες θέσεις, χωρίς να κάνει προσφορές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλει να γίνει αντιληπτή η παρουσία του. Συχνά, τα βλέμματα κάποιων των επίδοξων αγοραστών πέφτουν πάνω του. Τότε, ο ηλικιωμένος διασκεδάζει παρατηρώντας τις εκφράσεις των προσώπων τους καθώς συνειδητοποιούν ότι είναι τέλειος σωσίας του ζωγράφου. Μερικές φορές, κάποιος από αυτούς του πιάνει την κουβέντα μετά το τέλος της δημοπρασίας. Τον ρωτάνε περιπαικτικά αν νιώθει περήφανος για το πόσο ακριβά πωλούνται τα έργα του, και εκείνος απαντάει πάντα καταφατικά, με υποκριτική δεινότητα που θα ντρόπιαζε τα μεγαλύτερα ονόματα του θεάτρου. Επιστρέφουν στις ζωές τους, χωρίς όμως να τον ξεχνάνε, μιλάνε για αυτόν στους φίλους τους και αναπτύσσουν θεωρίες. Ήταν τρελός και νόμιζε ότι ήταν ένας ζωγράφος νεκρός εδώ και αιώνες; Ήταν όντως ο Βιτόριο ντι Περούτζια, που με κάποιον υπερφυσικό τρόπο είχε απαγκιστρωθεί από τον χρόνο; Και τα δύο; Αυτές οι θεωρίες του προσφέρουν ακόμα μεγαλύτερη διασκέδαση από τις εκφράσεις των προσώπων τους, του δίνουν κίνητρο να συνεχίζει το παιχνίδι του.

«Θα αρχίσουμε με πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ καθαρά για το τυπικό. Τα ποσά θα εκτιναχθούν γρήγορα».

Τις περισσότερες φορές, βέβαια, κανείς δεν έχει το θάρρος να του μιλήσει, όλοι απλά κρατάνε τις θεωρίες για τους εαυτούς τους. Κάθεται σιωπηλά στις τελευταίες θέσεις, χωρίς να κάνει προσφορές, και μια στο τόσο μεταμορφώνεται και ο ίδιος σε θύμα του παιχνιδιού του, ακούει τις τιμές και νιώθει περηφάνια.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: