Τριακόσιες νύφες

Τριακόσιες νύφες

Η γιαγιά μου εκτός από παιδιά είχε και δέντρα. Ένα μεγάλο περιβόλι με πορτοκαλιές που τώρα κινδύνευαν να καρατομηθούν. Μαζευτήκαμε στο σπίτι, στο χωριό, η μάνα, ο πατέρας, οι δυο αδελφοί μου κι ανάμεσά τους, εγώ, μοναχοκόρη. Απρίλης ήταν, όπως τότε στην κηδεία τής γιαγιάς. Το κλίμα ήταν βαρύ, όπως και η απόφασή μας. Άλλη λύση δεν βλέπαμε.
Το κτήμα μαράζωνε, ζητούσε χρήματα και χέρια. Της γιαγιάς και του παππού τα χέρια ήταν εδώ και χρόνια παραχωμένα, της μάνας και του πατέρα ήταν πια χέρια αδύναμα και ροζιασμένα. Τα δικά μας μεστωμένα μα απρόθυμα. Το περιβόλι θα τεμαχιζόταν σε οικόπεδα. Αύριο με το χάραμα θα ερχόταν η εταιρεία υλοτόμησης και σε μια βδομάδα θα έπιαναν δουλειά οι τοπογράφοι.
Φτάσαμε νωρίς, δάκρυζαν ακόμη τα φύλλα από την πρωινή δροσιά. Οι πορτοκαλιές μάς υποδέχτηκαν ντυμένες τα λευκά τους άνθη. Η μάνα πρώτη ψέλλισε, «Τι πάμε να κάνουμε; Είστε σίγουροι γι’ αυτό; Εμένα κρατάνε τα κότσια μου, μόνο να με φέρνετε συχνότερα».
«Μάνα, τα είπαμε αυτά, ούτε και για εμάς είναι ευχάριστο», είπε ο πρωτότοκος. Σώπασε, δεν ήθελε να δυσκολεύει τα παιδιά της. Η δική μου καρδιά, όμως σφίχτηκε. Δεν ήταν το παράπονο της μάνας μου, ήταν το άρωμα πορτοκαλιάς που με συντάραζε.
Ανάσανα βαθιά κι ένα ποτάμι αναμνήσεων με πλημμύρισε. Άφησα τους άλλους στο σπίτι και μπήκα στο χωράφι. Δεν ξέρω κι εγώ πόσα χρόνια είχα να το περπατήσω. Τα χορτάρια είχαν θεριέψει, ξερόκλαδα υπήρχαν πεσμένα εδώ κι εκεί, το φύλλωμα είχε χάσει το συμμετρικό του σχήμα και παραφυάδες εξείχαν παντού. Τα δέντρινα παιδιά της γιαγιάς μου έστεκαν παραμελημένα.
Θυμήθηκα πόσο παστρικό ήταν το περιβόλι μας όσο εκείνη ζούσε. Θυμήθηκα τα καλοκαίρια που περνούσαμε μαζί τους. Το πότισμα, τα φαρδιά αυλάκια που χώριζαν τα δέντρα σε σειρές, το δροσερό νερό της στέρνας στα γυμνά μας πόδια. Τον μεγάλο μου αδελφό στο πλευρό του παππού να πρωτοπιάνει ξινάρι. Θυμήθηκα τα νυχτέρια και τις κρυφές εξομολογήσεις για ανομολόγητους καημούς κάτω από τον έναστρο ουρανό, καθώς περιμέναμε να τελειώσει το πότισμα. Θυμήθηκα ακόμα το πανηγύρι που συνόδευε κάθε χειμώνα το μάζεμα της σοδειάς. Τους εργάτες, το μεσημεριανό τους διάλειμμα για φαγητό, το τεράστιο τραπέζι από τελάρα πλαστικά, το αστείρευτο κέφι τους για αστεία και για τραγούδια. Τη δική μου προσπάθεια να γεμίσω τον κουβά μου πορτοκάλια. Τον μικρό μου αδελφό να οδηγεί για πρώτη φορά το τρακτέρ. Όσο εισχωρούσε η ευωδιά τού οπωρώνα στα ρουθούνια μου, τόσο συλλογιζόμουν ότι κάτι δεν είχαμε ζυγίσει καλά. Γύρισα στο σπίτι μ’ ένα πλάκωμα στο στήθος. Βρήκα τη μάνα στην κουζίνα, ως συνήθως. «Τι θα κάνουμε μάνα;».
«Σαν τι μπορούμε να κάνουμε πια; Αφού πήρατε τις αποφάσεις σας».
«Δεν είναι έτσι, μην γίνεσαι άδικη».
«Εγώ άδικη; Αψηφάτε πόσο δεμένη είμαι με τούτο το χώμα. Οχτώ χρονών ήμουν όταν φύτεψα αυτές τις ρίζες με τους γονείς μου. Τριακόσια φιντανάκια που τ’ αναστήσαμε με κόπο κι αγάπη. Τα βλέπαμε να μεγαλώνουν και καμαρώναμε. Οι πορτοκαλιές σας έντυσαν, σας σπούδασαν, σας πάντρεψαν. Κι εσείς τώρα τι; Θα τις ξεπατώσατε, γιατί; Επειδή γέρασαν; Επειδή κοστίζουν παρά κερδίζουν; Μπορούμε να βρούμε έναν καλό επιστάτη».
«Από το κτήμα έρχομαι, μάνα. Στο έλεός του το άφησαν και οι επιστάτες. Αν δεν είσαι παρών να επιβλέπεις δεν γίνεται τίποτα. Τέλος πάντων. Μην νομίζεις ότι εμάς δεν μας πονάει».
«Ας αφήσουμε αυτή την κουβέντα, δεν βγάζει πουθενά. Μπορείς να με πας ως το νεκροταφείο;»
«Ναι, μάνα, το θελα κι εγώ».
Το νεκροταφείο περιστοίχιζαν άλλοι πορτοκαλεώνες. Το άρωμά τους μπερδευόταν με το μυρωδιά του λιβανιού και του καμένου λαδιού. Μια θλίψη είχε θρονιαστεί μέσα μου και δεν μπορούσα να τη διώξω. Η μάνα ξέσπασε κι άφησε τα δάκρυα της να κυλήσουν πάνω στη μαρμάρινη πλάκα που σκέπαζε τους γονείς της. Εγώ προσπαθούσα με χέρια που έτρεμαν ν’ ανάψω το καντήλι. Και κάθε φορά ένα κρυφό αεράκι φυσούσε και το έσβηνε. Κοίταξα το πρόσωπο της γιαγιάς στη φωτογραφία και μου φάνηκε πολύ αυστηρό. Ξαναπροσπάθησα με το καντηλάκι. Τίποτα. Πήρε τον αναπτήρα η μάνα μου. Το καντήλι φώτισε αμέσως.
Στο τραπέζι ειπώθηκαν τα απολύτως απαραίτητα. Κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Όλοι φαίνονταν βυθισμένοι στις σκέψεις τους και κανείς δεν ήθελε να τις φανερώσει.
Το βραδάκι στο σπίτι του περιβολιού απλώθηκε νεκρική σιωπή. Έξω είχε σηκωθεί ένας αέρας δυνατός. Τα δέντρα λύγιζαν τα κλαδιά τους σαν ικέτες και τραγουδούσαν κάτι σαν μοιρολόι που σε ανατρίχιαζε. Μάνα και κόρη κοιταζόμασταν ολοένα στα μάτια κι αυτό που είχαμε στην καρδιά δεν τολμούσε να φτάσει στα χείλη.
Έμεινα ξάγρυπνη. Ο άνεμος σφύριζε. Οι ανάσες μου κοντές. Το βάρος στο στήθος όλο και μεγάλωνε. Με βασάνιζε η απόφασή μας. Σ’ αυτά τα χώματα απλώνονταν και οι δικές μας ρίζες.
Το χάραμα με βρήκε στην αυλή. Ο άνεμος είχε κοπάσει. Τα δέντρα σκόρπιζαν το μεθυστικό άρωμά τους. Εισέπνεα βαθιά και οι σκέψεις μέσα μου ξεκαθάριζαν. Το φορτηγό της εταιρίας υλοτόμησης έφτασε. Τρεις άνθρωποι με αλυσοπρίονα στα χέρια ζύγωσαν. Στο κατώφλι πρόβαλε η μάνα. Δρασκέλισε τα σκαλιά κι αγκάλιασε τον πρώτο κορμό. Οι αδελφοί μου παρακολουθούσαν σαν χαμένοι. Ο πατέρας έκλεισε τα μάτια με τις παλάμες του. Το βλέμμα μου συναντήθηκε μ’ εκείνο της μάνας. Τ’ αλυσοπρίονα πήραν μπροστά. Σκλήριζαν ακονίζοντας τα δόντια τους. Ξάφνου τα φύλλα άρχιζαν να θροΐζουν. Ένας υπόκωφος συριγμός συντάραξε το τοπίο. Οι πορτοκαλιές, η μια μετά την άλλη, τίναξαν τα λευκά τους άνθη. Το λευκό πέπλο τους σκέπασε το χώμα. Οι υλοτόμοι σάστισαν. Τ’ αλυσοπρίονα μεμιάς βουβάθηκαν, μάζεψαν τα δόντια τους και υποκλίθηκαν στις τριακόσιες νύφες.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: