Σκουριά σινδόνη / Ο χρόνος και τα κόκαλα

Σκουριά σινδόνη


Οι δρόμοι ξεγεννούν τοπία
Τοπία ξένα πέτρες αλλιώτικες
Η ελπίδα σιδερώνεται στις ανηφόρες
Στις κατηφόρες ξινό το γάλα και δεν πίνεται
Οι συκοφαντίες περιέχουν πολύ λίπος
Βρέφη θηλάζουν αλάτι από τα δάκρυα
Των μανάδων τους
Μυρίζει ο ουρανός φτερά που καίγονται

Οι φωνές, οι φωνές...
Άκου!

Η προσφυγιά είναι βαρύ ταμπάκο
Όλοι είναι οι άμαθοι, ξερνούν τα σωθικά τους
Ράβουν τα κλάματα σε σημαία χωμάτινη
Καθώς το μέλλον άβατο
Το παρελθόν δεμένο με σκοινιά στο μαξιλάρι
Και η πυξίδα κολλημένη στο παρόν σαν αμαρτία.
─ Κι αδράχτι στον εφιάλτη πουθενά
να τρυπηθούν, να κοιμηθούν
και να ξυπνήσουν εκατό χρόνια μετά
με οστά ξεκούραστα και μια κοιλάδα φεγγάρι
ν' αχνίζει κάτω από τη δροσερή τους αμασχάλη─

Κι όταν κάποτε ανεπαίσθητα
Ξεσφίγγεται η κλωστή που τους κρατά
Από της μοίρας την σκουριά σινδόνη
Με το βρόντο τού ανθρώπου που λυγίζει
Σπαράζουν για το υπέρμαχο φως.
Για τίποτ’ άλλο.



Ο χρόνος και τα κόκαλα


Στο χρόνο ζούμε δήθεν ασκημένοι
Σημαδεύοντας με σάλιο και καπνό
Τα μέλλοντικά σημεία κοπής μας.
Γλώσσα κρεμάμε στο καρφί
Στον άνεμο τη σκιά μας
Με βιάση αλατίζοντας τα γόνατα
Αφού να συντηρείται πρέπει
Ο μύθος του καθαρού αέρα στις κλειδώσεις
Και των φλεβών ο ουρανός, αστραφτερός.

Έτσι μηχανικά, χωρίς επίγνωση
Επιτηρείται λοιπόν το αναπόφευκτο.

Κάποτε ανάβει αίμα ο θόρυβος
Της τελευταίας ώρας
Με μαύρα ράμματα στενεύουνε
Οι κήποι και τα ξέφωτα.
Απ' τα φαιά φυλλώματα τινάζεται
Κένταυρος ο Αρχάγγελος μ' ένα κερί
Κι απ’ τις μασχάλες μάς αρπάζει – μ’ ένα κρακ
Φιλώντας μας στα μάτια. Αυτό.
Και τίποτ' άλλο.

Mα τι να πει κι ο θάνατος
που από ζωή δεν ξέρει;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: