Τώρα όμως ήταν πίσω / Το κορίτσι που κουβαλούσε πολλά φρούτα

Τώρα όμως ήταν πίσω

Το φετινό καλοκαίρι δεν ήρθε ούτε νωρίς, ούτε αργά, ήρθε στην ώρα του. Τελείωσε όμως νωρίς, χωρίς να είναι έτσι προγραμματισμένο στα σχέδιά του. Έπρεπε να γυρίσει νωρίτερα γιατί μετακόμιζε και, επίσης, λόγω δουλειάς, που όσο κι αν προσπαθούσε να την ελέγξει, τόσο πιο περίπλοκα γίνονταν τα πράγματα. Και παρότι ήταν σαφέστατα καλύτερα από πρόπερσι, ας πούμε, σίγουρα πίστευε ότι υπήρχε χώρος για βελτίωση, που όμως επίμονα δεν ερχόταν.
Εν πάση περιπτώσει, είχε επιστρέψει και θυμόταν ήδη με νοσταλγία τις ήρεμες και ζεστές μέρες στο νησί, τις μάχες με τις σφήκες και τα μελωδικά μεσημέρια με τα τζιτζίκια, όταν προσπαθούσε να κλέψει λίγο ύπνο, ή να διαβάσει το βιβλίο που πηγαινοέφερνε στις παραλίες, μαζί με άμμο και αντιηλιακά, που αργά αλλά σταθερά βρόμιζε μέρα με τη μέρα, τσαλακωνόταν και διαλυόταν με μη γραμμικό, δυναμικό τρόπο. Νοσταλγούσε τους μικροπωλητές με τα CD και τα πειρατικά γυαλιά και τα ρολόγια, τις συζητήσεις με ταλαιπωρημένους μετανάστες από το Καμερούν και τη Σιέρα Λεόνε, το Κουρδιστάν και το Μπαγκλαντές.
Πάντα μιλούσε με τους πωλητές και πάντα άκουγε τις ιστορίες τους, πάντα αγόραζε κάτι και πάντα του άρεσε να ακούει για πρώτη φορά μουσική που παλιότερα δεν θα τον ενδιέφερε ποτέ. Παρατηρούσε πως οι άνθρωποι αυτοί φορούσαν τα ίδια ρούχα σχεδόν κάθε μέρα και φώναζε στον πατέρα του που, από βαρεμάρα και μια καθαρά καλοκαιρινή αίσθηση οικονομίας, φορούσε και αυτός το ίδιο πουκάμισο για μέρες, με ιδρώτα που άφηνε σημάδια και τα λοιπά... Μετά πάντα ένιωθε τύψεις και ήταν υπερβολικά γλυκός μαζί του αλλάζοντας το θέμα και μιλώντας για κάτι που σίγουρα θα συμφωνούσαν με τον πατέρα του – ήταν η στρατηγική του. Είχε γεράσει και τον θυμόταν όταν μικρός τον σήκωνε στα χέρια του και τον πετούσε στο νερό με δύναμη, στη θάλασσα το καλοκαίρι.
Όμως τώρα ήταν πίσω. Ήθελε το καλοκαίρι να τον ακολουθεί για πάντα. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι μετά τον χωρισμό του από τον τελευταίο του έρωτα. Τι ποικιλία και διαφορετικότητα μπορούν να έχουν τα καλοκαίρια, σκεφτόταν. Τι ενδιαφέρον να κάθεσαι κάτω από το ίδιο φεγγάρι με την πρώην σου, που ίσως και αυτή να το κοίταζε την ίδια στιγμή σε ένα άλλο σημείο, σε έναν άλλο τόπο. Καμιά φορά αισθανόταν ηττημένος, άλλοτε πάλι τυχερός, αλλά πάντα τη σκεφτόταν με αγάπη, με ελπίδα, μα ποτέ με επιθυμίες. Τέλος πάντων, αυτά χαρακτήριζαν το καλοκαίρι του, ένα καλοκαίρι που ήταν και το καλοκαίρι των άλλων, των δικών του ανθρώπων, του γιου του που έμαθε να κολυμπάει και της μητέρας του που σιγά-σιγά θα τα ξεχνούσε όλα αυτά και θα χανόταν ανεπιστρεπτί στον κόσμο της. Ίσως τελικά, αναλογιζόταν, να μη χρειάζεται κανείς να θυμάται τα τζιτζίκια και τα καλοκαίρια, τις παραλίες και τις πρώην. Τίποτα δεν μένει, έτσι δεν είναι;
Είχε ξυπνήσει πρωί πάλι και ήταν έτοιμος να πάει στη μεγάλη λαϊκή αγορά της γειτονιάς του, να ψωνίσει λαχανικά, καρπούζι, φρούτα και αραβικά γλυκά. Πάντα ξεκινούσε τη βόλτα του στην αγορά από το ίδιο σημείο που, φυσικά, λόγω της θέσης ήταν «άτυχο»: ποτέ δεν αγόραζε κάτι από τους πρώτους-πρώτους πάγκους, άντε τώρα να το εξηγήσει στους ανθρώπους που είχαν την πραμάτεια τους και που απορούσαν γιατί ποτέ δεν τους πλησίαζε. Μην ανησυχείτε, έλεγε από μέσα του, κάποια μέρα θα ξεκινήσω τα ψώνια μου από εσάς, θα σας προτιμήσω... Ίσως η αγαπημένη του στιγμή να ήταν όταν περνούσε από τους πάγκους με τα δερμάτινα είδη και τα ξυπνητήρια. Του έκανε, φυσικά, τεράστια εντύπωση η επιλογή των ξυπνητηριών ως είδος για πώληση στη λαϊκή. Τα ξυπνητήρια χτυπούσαν ακατάπαυστα, δημιουργώντας μια τρελή μελωδική συμφωνία, την οποία ονόμαζε συμφωνία του άγχους, γιατί ήταν σαν να υπενθύμιζε στους περαστικούς ότι ήρθε η ώρα, ίσως μάλιστα να ήταν ήδη αργά για πολλά πράγματα. Και έβλεπε συχνά ανθρώπους να αγοράζουν ξυπνητήρια στην προσπάθειά τους να δαμάσουν τον χρόνο που περνούσε όμορφα, στη λαϊκή, όπως και αλλού. Από εκείνη την αγορά είχε πάρει πρόπερσι στην πρώην του μαντίλια ανατολίτικα, να καλύπτουν το κεφάλι εκτός από το πρόσωπο. Δεν περίμενε ποτέ να τα φορέσει, αλλά τον διασκέδαζε η ιδέα να απομονώσει το όμορφό της πρόσωπο, να δει επιτέλους γιατί τη λατρεύει, να καταλάβει ίσως κάτι παραπάνω... να δει καθαρά τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν ένα πρόσωπο, κάτι που του ήταν πολύ οικείο, τόσο γνωστό και τόσο φιλικό. Αφαίρεση ή πρόσθεση, ποτέ δεν αποφάσιζε τι από τα δύο.
Στην αγορά συνάντησε τη γειτόνισσα πού ζούσε στο διαμέρισμα επάνω από το δικό του. Ήταν ψηλή και πάντα χαμογελαστή, ευγενέστατη, γλυκομίλητη και, παρότι άσχημη, εκείνος την εύρισκε εξαιρετικά γοητευτική. Του είπε για τις διακοπές τους στην Ιταλία και για το πώς ο μικρός της γιος είχε αρχίσει να μιλάει ιταλικά και να του αρέσει. Ψώνισε αυτά που ήθελε και γύρισε στο διαμέρισμά του, που πια ήταν όλο εκτεθειμένο στον ήλιο και πάρα πολύ φωτεινό. Ήθελε να ξεκουραστεί, αλλά ήταν ακόμα πρωί και είχε σηκωθεί μόνο 3 ώρες νωρίτερα. Πήγε στον μεσαίο καναπέ, που βρισκόταν ανάμεσα στο καθιστικό και την ανοιχτή κουζίνα, και ξάπλωσε για λίγο. Ηρέμησε, αν και δεν είχε ούτε άγχος, ούτε λόγο να είναι κουρασμένος. Έτσι τον πήρε ο ύπνος, που φαίνεται τον χρειαζόταν.
Ονειρεύτηκε πάλι την κ. Καραβία, τηλεπαρουσιάστρια της εκπομπής «Εικόνες» και «Εικαστικά», που έβλεπε ανελλιπώς όταν ήταν στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Ονειρεύτηκε το γυάλινο σκεύος στο οποίο έπεφταν χρώματα και σχημάτιζαν έναν γαλαξία. Σκεφτόταν τότε ότι θα την ερωτευόταν σίγουρα –γιατί ήταν ωραία γυναίκα– αν ήταν στην ηλικία του ή εκείνος στη δική της ηλικία. Η αλήθεια είναι ότι είχε γνωρίσει την κ. Καραβία σε ένα ταξίδι πίσω από την Κέα, όταν μέσα στο καυτό καλοκαίρι μοιράστηκαν ένα ταξί, από το λιμάνι του Πειραιά στο Παγκράτι που έτυχε να μένουν και οι δύο. Η Μαρία Καραβία του είχε στείλει τότε ένα βιβλίο της, σαν ένα μικρό ευχαριστώ – το είχε διαβάσει σε μια βραδιά. Πολλά χρόνια είχαν περάσει από τότε και τώρα την έβλεπε στον ύπνο του, ξαπλωμένος στον μεσαίο καναπέ.

Όταν ξύπνησε, μετά από πολλές ώρες είναι η αλήθεια, ήταν αργά για τις δουλειές που είχε να κάνει. Με βαριά καρδιά σηκώθηκε, έπλυνε το πρόσωπό του και βγήκε πάλι στη ζεστή πόλη, που δεν του είχε λείψει ούτε για ένα λεπτό, μα ούτε για ένα λεπτό.

«Η οπωροπώλις», έργο αποδιδόμενο στον Φλαμανδό ζωγράφο Joachim Beuckelaer (16ος αι.)
«Η οπωροπώλις», έργο αποδιδόμενο στον Φλαμανδό ζωγράφο Joachim Beuckelaer (16ος αι.)

Το κορίτσι που κουβαλούσε πολλά φρούτα

Πολλές ηλιόλουστες Κυριακές, τις ημέρες με τη λαϊκή, έβλεπα ένα κορίτσι που κουβαλούσε πολλά φρούτα – ίσως και κάποια λαχανικά – σε ένα μεγάλο καρότσι με ρόδες. Η ποσότητα ήταν τεράστια και, σίγουρα, η διαδικασία επίπονη για το μικροκαμωμένο λεπτό κορίτσι, που φαινόταν να παλεύει με όλο αυτό το βάρος. Τα βήματά της ήταν προσεκτικά και μετρημένα, περπατούσε τόσο αργά, που αναρωτήθηκα αν γυρνούσε από την αγορά αυτή την Κυριακή, την τελευταία Κυριακή, ή ακόμα και την Κυριακή πριν από ένα μήνα, ή ακόμα και χρόνια πριν.
Το κορίτσι έβλεπε μπροστά, πάντα μπροστά, με χαμένο βλέμμα, σαν φάντασμα σε μυστική αποστολή. Οι άνθρωποι γύρω στα καφενεία, στο δρόμο, στις στάσεις των λεωφορείων, δεν την παρατηρούσαν συνήθως – έμοιαζαν απορροφημένοι αλλού, ίσως δεν μπορούσαν καν τη δουν.
Εγώ, πάλι, την κοιτούσα πολύ έντονα και με ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή σκόνταψε σε μια πέτρα και το καρότσι γλίστρησε από τα χέρια της. Ξέφυγε. Τα φρούτα απλώθηκαν παντού γύρω της, διαγράφοντας διάφορες πορείες που όριζαν η βαρύτητα και το μέγεθός τους, κατηφορίζοντας τον δρόμο ανάλογα με το πού ακριβώς έπεσαν. Κόκκινα μήλα, φρέσκα ​​αβοκάντο, ρόδια και μάνγκο παντού. Η ατυχία της έγινε αντιληπτή από τους περαστικούς και ορισμένοι προσφέρθηκαν να βοηθήσουν μαζεύοντας τα σκορπισμένα φρούτα. Μόλις, όμως, τα άγγιζαν, εκείνα εξαφανίζονταν με έναν μεταλλικό ήχο. Σύντομα, όλα τα φρούτα είχαν εξαφανιστεί στους ήχους μιας υπέροχης μουσικής, η οποία, δυστυχώς, διήρκεσε μόνο λίγα λεπτά.
Το κορίτσι έγινε κόκκινο από την αμηχανία και την ντροπή, γεγονός που φάνηκε να ευχαριστεί το πλήθος που τώρα την κοίταζε έντονα, με έκπληξη και θαυμασμό. Ήταν ένα μικρό θαύμα, μια μαγική στιγμή, μία από αυτές τις στιγμές που δημιουργούν μοναδική χαρά, ευτυχία και ανεξίτηλες αναμνήσεις σε όλους τους εκούσιους μάρτυρες...
Στη συνέχεια, το κορίτσι, χωρίς καν να εξηγήσει τι ακριβώς συνέβη, άρχισε να συλλέγει τις άδειες πια πλαστικές σακούλες στο καλάθι και ξεκίνησε, φαντάζομαι, το ταξίδι της επιστροφής της στην αγορά. Κάποιος από το πλήθος της φώναξε ότι η αγορά είχε ήδη κλείσει. Ένας άλλος της ζήτησε να μείνει για λίγο και να ξεκουραστεί. Κάποιος άλλος τη ρώτησε το όνομά της και προσφέρθηκε να της αγοράσει κάτι να πιει.
Η κοπέλα, όμως, απλώς συνέχισε, αμίλητη και με στοχευμένο βλέμμα. Κι εγώ συνέχισα το δρόμο μου, από την αντίθετη κατεύθυνση, γυρίζοντας πίσω να κοιτάξω μία-δύο φορές, όπως πάντα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: