Αλκυονίδες μέρες

Αλκυονίδες μέρες


Δεύτερη μέρα του Ιανουαρίου. Αραιές και λεπτές σταγόνες βροχής έπεφταν αναποφάσιστα. Το κρύο άγριο. Ο χειμώνας έδειχνε να οδηγείται σε κορύφωση. Ο μουντός καιρός και τα μολυβί σύννεφα προμήνυαν χιόνι. Αλλά αυτό δεν ενοχλούσε το Φάνη. Χαιρόταν με τη βαρυχειμωνιά, τις βροχές, τα χιόνια και με το αφιλόξενο του σκοτεινού ουρανού. Επιτέλους μπορούσε να κοιτάζει ελεύθερα ψηλά. Κι όχι μόνο κοιτώντας ψηλά δεν έβλεπε να πετάνε πουλιά, αλλά με το ψιλόβροχο περιορίζονταν και τα δαιμονισμένα τιτιβίσματά τους, σχεδόν εξαφανίζονταν. Πού και πού όμως, κάποιο πούπουλο παρασυρμένο από τον αέρα, έφτανε από τα δέντρα που κούρνιαζαν κάποια πουλιά, μέχρι τα πόδια του. Και τότε αναρριγούσε. Ένας τρόμος άρχιζε να τον κυριεύει κι αυτός μετατρεπόταν σε πανικό και υστερία. Οι παλμοί της καρδιάς του αυξάνονταν υπερβολικά. Τα κάτω άκρα του μούδιαζαν και παρέλυαν. Το χρώμα στο πρόσωπο γινόταν κίτρινο. Πούπουλα, κουτσουλιές, νύχια, αλλά κυρίως τα ράμφη των πτηνών τού προκαλούσαν εφιάλτες.

Ο ουρανός είναι απέραντος. Και τα πουλιά άπειρα σε αριθμό και είδη. Μπορεί μερικά να είναι μικρά κι ανίσχυρα να βλάψουν. Τα περισσότερα όμως είναι επικίνδυνα και απρόβλεπτα. Γι' αυτό κι ο Φάνης λάτρεψε το σκοτάδι. Με το που πέφτει ο ήλιος τα πτηνά εξαφανίζονται. Βέβαια υπάρχουν νυχτοπούλια όπως κουκουβάγιες, μπούφοι, νυχτερίδες και μερικά άλλα νυκτόβια ακόμη, που με τα πελώρια μάτια τους και τις τρομακτικές τους στριγκλιές κυκλοφορούν τα βράδια. Πετάνε άτακτα στον νυκτερινό ουρανό τσιρίζουν και κρώζουν σαν κολασμένες ψυχές που ξέφυγαν από μια δίοδο του Άδη. Όμως αυτά είναι οι εξαιρέσεις. Με το ηλιοβασίλεμα κατά κανόνα τα πουλιά πάνε για ύπνο. Ο ήλιος τα καθοδηγεί, τα θρέφει και τα προστατεύει. Το φεγγάρι και η βροχή τα εξαφανίζουν.

Όλα άρχισαν ένα καλοκαίρι πριν από πολλά χρόνια. Η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Αλίαρτο. Είχε χωρίσει πρόωρα από τον πατέρα του. Αυτός έφυγε για την Αγγλία, ξαναπαντρεύτηκε κι ούτε που ενδιαφέρθηκε για τον μικροκαμωμένο και φιλάσθενο Φάνη. Τα καλοκαίρια η μάνα του τον έπαιρνε και πήγαιναν στο πατρικό της σπίτι. Ο παππούς κι η γιαγιά πρόσεχαν ιδιαίτερα τον μικρό Φάνη. Ήταν κι ο μοναδικός τους εγγονός. Τον θεωρούσαν κάτι σαν ορφανό κι έτσι μικρόσωμο που τον έβλεπαν φρόντιζαν πάντα να τον ταΐζουν ξεχωριστά. Ειδικά, για να δυναμώσει, του έδιναν κάθε μέρα κι ένα ολόφρεσκο αυγό από το μεγάλο κοτέτσι που διατηρούσαν. Ο Φάνης είχε μάθει να το τρυπά με μια καρφίτσα, να μεγαλώνει μετά την τρύπα και να το ρουφά ωμό. Μάζευε ακρίδες και τάιζε τις αδηφάγες κότες. Αλλά εκτός από αυτούς, και ο μικρότερος αδερφός της μάνας του, ο θείος Βαγγέλης, τον αγαπούσε και τον έπαιρνε μαζί στις αγροτικές δουλειές.

Ο θείος Βαγγέλης είχε ξανθά μαλλιά και μάτια πρασινογάλαζα. Αυτά τα μάτια του θείου ήταν το καμάρι όλης της οικογένειας, της γειτονιάς και της Αλιάρτου. Λες και το πανέμορφο πρόσωπό του να φτιάχτηκε για να έχει αυτά τα περίεργα και όμορφα μάτια που ήταν όμοια με πετράδια. Ίδιος με άγγελο ήταν ο θείος Βαγγέλης! Στις αγροτικές δουλειές με το θείο ο Φάνης παρατηρούσε με περιέργεια τα πάντα, βοηθούσε και περίμενε μετά να του πει ο θείος του κάποια ιστορία. Κι ήταν καλός και παραστατικός στις αφηγήσεις του. Πότιζαν με τις ώρες τις καλαμποκιές και το μποστάνι, περιποιούνταν τα πολλά οπωροφόρα, τάιζαν τις κότες και μετά ξάπλωναν στο χώμα και ξεκουράζονταν.

Ένα απόγευμα του Ιουλίου, αφού είχαν τελειώσει τις δουλειές, μπαϊλντισμένοι κάθισαν στη σκιά ενός δέντρου να ξαποστάσουν. Δίπλα ήταν το κοτέτσι. Ο ήλιος έκαιγε αλύπητα, ο Φάνης σκεφτόταν με αδημονία πως όπου να ‘ναι ο θείος θα συνεχίσει να του λέει για τον Ηρακλή και τους άθλους του. Αυτός ξάπλωσε στο χώμα, έβαλε τα χέρια του προσκέφαλο και κοιτώντας τον ουρανό προσπαθούσε να αποφασίσει ποιον άθλο θα εξιστορούσε σήμερα στο Φάνη. Και τότε έγινε το κακό. Ένας από τους δύο κόκορες του κοτετσιού ξέκοψε από την παρέα των άλλων πτηνών, που με τα ράμφη τους τρυπούσαν τη γη για να βρουν σπόρους και σκουλήκια κι ήρθε βοσκώντας δίπλα στο θείο που δεν τον είχε προσέξει. Με μια μηχανική και λαίμαργη κίνηση του σκληρού ράμφους του τού έβγαλε το μισό αριστερό μάτι και με μια αστραπιαία κίνηση του λαιμού το κατάπιε.

Ο θείος ουρλιάζοντας παραπατούσε. Ο Φάνης έντρομος πετάχτηκε πάνω. Ο κόκορας φοβήθηκε λίγο, κούνησε τα φτερά του απότομα κι άναρχα και μετακινήθηκε ένα μέτρο. Μετά ακολουθούσε τους δυο τους που πήγαιναν γρήγορα στο σπίτι. Μάλλον του άρεσε ο μεζές και θέλει και το άλλο μάτι για συμπλήρωμα, σκεφτόταν ο μικρός Φάνης, καθώς με την άκρη του ματιού του τρομοκρατημένος κοιτούσε το λαίμαργο πτηνό που κακάριζε κι ακολουθούσε νευρικό. Το ατύχημα συγκλόνισε την οικογένεια αλλά και όλη την Αλίαρτο. Από φθόνο το έκανε ο βρομοκόκορας, διέδιδε ο ένας στον άλλον. Ζήλεψε τα όμορφα μάτια του Βαγγέλη.

Την άλλη μέρα πιάνει ο παππούς το Φάνη και τον ρωτάει αν είδε καλά ποιος κόκορας έκανε το κακό. Ο Φάνης είχε δει και θυμόταν. Ήταν ο πιο ογκώδης, ο άσπρος με τα λίγα κόκκινα, καφέ και μαύρα πούπουλα στο σώμα του. Πώς όμως να τον δείξει στον παππού; Ο φόβος πως θα πλησίαζε τις κότες τον είχε παραλύσει. Ο παππούς πρώτα έβαλε τις κότες στο κοτέτσι κι ύστερα κρατώντας στο ένα χέρι το κακοακονισμένο μαχαίρι του, έπιασε με το άλλο το Φάνη και του είπε με την καλοσυνάτη του φωνή:

«Μη φοβάσαι παιδί μου. Τις έχω φυλακίσει. Θα είμαι εγώ δίπλα σου. Πάμε μόνο να μου τον δείξεις. Έστω κι από μακριά».

Ο παππούς χρειάστηκε μόνο πέντε λεπτά να συλλάβει το φθονερό κόκορα και να τον αποκεφαλίσει. Ο Φάνης είχε γυρίσει το πρόσωπό του. Δεν ήθελε να βλέπει αυτό που καταλάβαινε πως θα συμβεί. Ακούστηκαν οι κραυγές τρόμου από πολλές κότες ταυτόχρονα κι ένιωθε πως όλες μαζί με προτεταμένα τα ράμφη τους ορμούσαν πάνω του. Έβαλε τα χέρια να προστατέψει τα μάτια του. Την ώρα που ο παππούς γεμάτος αίματα πήρε τον κόκορα και τον πέταξε στα σκουπίδια, φύσηξε ένας δυνατός λίβας. Παντού απλώθηκαν ματωμένα φτερά και πούπουλα κι οι μυρουδιές από τις κουτσουλιές ήρθαν στη μύτη του και του προκάλεσαν βήχα. Ο παππούς πέταξε το πτώμα του κόκορα στα σκουπίδια μιας και σκέφτηκε —και καλά έκανε— πως κανένας δεν θα ήθελε να τον φάει. Γιατί τρώγοντας τον επιθετικό κόκορα, θα έτρωγε κι ένα τμήμα από το αφομοιωμένο στο στομάχι του μάτι τού θείου Βαγγέλη.

Αυτή την πρώτη βδομάδα του Ιανουαρίου, με τον άσχημο καιρό, το άγριο κρύο και το χιονόνερο ο Φάνης την απολάμβανε. Είχε βγάλει μια πολυθρόνα στο μπαλκόνι, κουκουλώθηκε με βαριά ρούχα, έριξε και μια κουβέρτα στα πόδια κι από εκεί ατένιζε ελεύθερα τον ουρανό.

Όπου να ‘ναι, σκεφτόταν μελαγχολικά, με εκνευριστική συνέπεια θα έρθουν οι Αλκυονίδες μέρες.

Ευτυχώς όμως δεν διαρκούν πολύ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: