Βόλτα στην Πάρνηθα





Μόλις το τε­λε­φε­ρίκ γέ­μι­σε με πε­λά­τες ακο­λού­θη­σε ένα ελα­φρύ τρά­νταγ­μα κι άρ­χι­σε να ανε­βαί­νει. Ασυ­ναί­σθη­τα τσι­τώ­θη­κα. Εγώ κι ο Μπά­μπης, πα­ρό­λο που εί­χα­με μά­θει το κα­ζί­νο του Λου­τρα­κί­ου κα­λύ­τε­ρα από τα σπί­τια μας, προ­χτές, για πρώ­τη φο­ρά, απο­φα­σί­σα­με να ανέ­βου­με στην Πάρ­νη­θα. Εί­χε μια δου­λειά σε έναν πε­λά­τη του στο Με­νί­δι που θα τον κρα­τού­σε απα­σχο­λη­μέ­νο μέ­χρι τις δέ­κα το βρά­δυ. Έτσι κα­τα­λή­ξα­με να τον πε­ρι­μέ­νω έξω από την επι­χεί­ρη­ση αυ­τή και μό­λις τε­λειώ­σει, για να μην χά­νου­με πο­λύ­τι­μο χρό­νο, να πά­με για παι­χνί­δι στο κα­ζί­νο της Πάρ­νη­θας.

Φυ­σού­σε δυ­να­τά και όσο το πε­λώ­ριο κι­βώ­τιο ανε­βαί­νο­ντας κλυ­δω­νι­ζό­ταν από τον ισχυ­ρό άνε­μο τό­σο εγώ σφιγ­γό­μου­να. Εί­μαι πο­λύ γή­ι­νος για να ευ­χα­ρι­στιέ­μαι τις βόλ­τες με τα τε­λε­φε­ρίκ στους αι­θέ­ρες ή τα αε­ρο­πο­ρι­κά τα­ξί­δια στους ου­ρα­νούς. Δεν εί­πα τί­πο­τε όμως, από ντρο­πή, ανε­βαί­να­με προς την κο­ρυ­φή κι εγώ νό­μι­ζα πως κα­τε­βαί­να­με σε ένα άντρο που θα μας οδη­γή­σει στον Κά­τω Κό­σμο. Η αί­σθη­ση πως κρε­μα­σμέ­νος από ένα συρ­μα­τό­σχοι­νο οδη­γού­μαι επά­νω από χα­ρά­δρες και γκρε­μούς, που βρί­θουν στις πλα­γιές του μυ­στή­ριου βου­νού, με έκα­νε να νιώ­θω εντε­λώς ανή­μπο­ρος. Στο νου μου πρό­βα­λε υπερ­με­γέ­θης ο άγνω­στος και φο­βι­κός προ­ο­ρι­σμός. Ο τε­ρά­στιος όγκος του βου­νού έστε­κε πά­νω από το κε­φά­λι μου σιω­πη­λός και απει­λη­τι­κός. Ο νους αιω­ρού­νταν κι αυ­τός μα­ζί με το σώ­μα μου, μό­νο που έκα­νε δι­κό του δρο­μο­λό­γιο, προς τα πί­σω. Θυ­μή­θη­κα όταν πριν από χρό­νια επι­σκέ­φτη­κα το βου­νό για πρώ­τη φο­ρά.

Φα­ντά­ρος εί­χα πά­ει με­γά­λος, λό­γω ανα­βο­λών για σπου­δές, τις οποί­ες πο­τέ δεν ολο­κλή­ρω­σα. Σε μια άδεια που εί­χα πά­ρει, εί­χα βρε­θεί κο­ντά στην οι­κο­γέ­νειά μου, η οποία τό­τε απο­τε­λού­νταν από την γυ­ναί­κα μου Πη­νε­λό­πη και την κό­ρη μας Δή­μη­τρα. Μπαί­νω στο Άου­ντι του αδερ­φού μου, βά­ζω μέ­σα την μι­κρή μα­ζί με τα δυο ανί­ψια μου – τον εξή­μι­ση ετών Γιάν­νη, τον πέ­ντε ετών Σά­σα – και τα πη­γαί­νω βόλ­τα στο Μοντ Παρ­νές. Παρ­κά­ρι­σα στο πλα­τό στους πρό­πο­δες και μπή­κα με τα παι­διά στο τε­λε­φε­ρίκ. Αυ­τή η βόλ­τα στα ου­ρά­νια που θα έκα­ναν τα παι­διά ήταν το κί­νη­τρο της εκ­δρο­μής. ‘Ήθε­λα να εντυ­πω­σια­στούν κά­νο­ντας κά­τι που εί­ναι έξω από την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους. Ανε­βαί­να­με κι η Αθή­να με τον Πει­ραιά κά­τω έδει­χναν τό­ποι εκτε­νείς αλ­λά και δισ­διά­στα­τοι. Κι εύ­κο­λα μέ­ρη για τις φι­λο­δο­ξί­ες που εί­χα τό­τε. Όμορ­φο το θέ­α­μα εκεί­νο το πρωί, πα­ρό­λο που ένα σχε­τι­κό μά­γκω­μα το ένιω­θα.

Φτά­σα­με ψη­λά και μπή­κα­με στη σκε­πα­σμέ­νη στοά που οδη­γεί στο ξε­νο­δο­χείο και στο κα­ζί­νο, αυ­τό που την ημέ­ρα εί­ναι φι­λό­ξε­νο και το βρά­δυ με τις ρου­λέ­τες με­τα­τρέ­πε­ται σε αδη­φά­γο τέ­ρας. Κα­τευ­θυν­θή­κα­με στην κα­φε­τέ­ρια. Λί­γος ο κό­σμος, άσχη­μος ο φω­τι­σμός, η μου­σι­κή χά­λια. Δια­λέ­γω ένα τρα­πέ­ζι με πα­νέ­μορ­φη θέα. Πα­ράγ­γει­λα κα­φέ για μέ­να και πορ­το­κα­λά­δες και τοστ για τα μι­κρά. Αυ­τά ένας στρό­βι­λος απί­θα­νων πρά­ξε­ων και κί­νη­σης. Το κά­θε ένα από τα τρία κι ένας μι­κρός Γα­λα­ξί­ας.

Ξαφ­νι­κά βλέ­πω έναν κύ­ριο κο­ντά στα πε­νή­ντα που τό­σην ώρα κα­θό­ταν σε ένα ακρια­νό τρα­πέ­ζι μό­νος του να έρ­χε­ται στο μέ­ρος μας. Φο­ρού­σε ένα αρ­κε­τά φθαρ­μέ­νο κο­στού­μι με μια ανοι­χτό­χρω­μη γρα­βά­τα. Το λευ­κό του που­κά­μι­σο έδει­χνε τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο.

«Κα­λη­μέ­ρα. Επι­τρέ­πε­ται να κα­θί­σω κο­ντά σας» ρώ­τη­σε ευ­γε­νι­κά κι εγώ αμέ­σως τον κοί­τα­ξα επί­μο­να κα­θώς το μυα­λό μου πή­γε σε πι­θα­νό παι­δό­φι­λο.

«Κα­θί­στε κύ­ριε. Τι το εν­δια­φέ­ρον βρί­σκε­τε στην πα­ρέα μας;»

«Τα παι­διά εί­ναι το εν­δια­φέ­ρον!»

Κι όπως τον πα­ρα­τη­ρού­σα πα­ρα­ξε­νε­μέ­νος κι έτοι­μος να τον αρ­πά­ξω, σα να διά­βα­σε τις σκέ­ψεις μου, μου εί­πε βια­στι­κά:

«Εί­μαι Κύ­πριος και από­στρα­τος Ταγ­μα­τάρ­χης της Ιντέ­λιν­τζες Σέρ­βις. Τώ­ρα δου­λεύω στην ασφά­λεια του κα­ζί­νο. Εί­μαι υπεύ­θυ­νος για ό,τι έμ­ψυ­χο μπαί­νει και βγαί­νει εδώ. Γι’ αυ­τό και κά­θο­μαι στο τρα­πέ­ζι εκεί­νο και πα­ρα­τη­ρώ την εί­σο­δο. Έχω σπου­δά­σει κι­νη­σιο­λο­γία και φυ­σιο­γνω­μι­κή. Μπο­ρώ να κα­τα­λά­βω αμέ­σως από τον τρό­πο που περ­πα­τά κά­ποιος τις προ­θέ­σεις του. Και στο πρό­σω­πο του κα­θε­νός βγαί­νουν αυ­τά, τα πο­λύ μύ­χια, που τον απα­σχο­λούν. Εί­δα τα παι­διά κι αμέ­σως εντυ­πω­σιά­στη­κα».

«Πά­ντως δεν δεί­χνου­με για τρο­μο­κρά­τες» τον κάρ­φω­σα, πε­ρι­μέ­νο­ντας να δω πού το πή­γαι­νε.

Με τα πολ­λά ηρέ­μη­σα, μάλ­λον κι αυ­τός εί­χε κα­τα­λά­βει από το επι­θε­τι­κό και μά­γκι­κο τρό­πο που του εί­χα μι­λή­σει πως ένοιω­θα σαν τσο­πα­νό­σκυ­λο που φυ­λά­ει το κο­πά­δι του. Κι άρ­χι­σε να μι­λά­ει για κά­θε ένα παι­δί ξε­χω­ρι­στά. Πρώ­τα έπια­νε τα χε­ρά­κια τους, κοι­τού­σε προ­σε­κτι­κά τους κό­μπους των δα­χτύ­λων, με­τά τις γραμ­μές στις πα­λά­μες, πα­ρα­τη­ρού­σε εξε­τα­στι­κά τα μέ­τω­πά τους κι εί­πε πολ­λά για τον χα­ρα­κτή­ρα του κα­θε­νός. Εί­πε και λί­γα για το μέλ­λον τους. Σή­με­ρα μπο­ρώ να πω πως τους χα­ρα­κτή­ρες τους διά­βα­σε με επι­τυ­χία. Ολό­σω­στος απο­δεί­χτη­κε ο Κύ­πριος που φύ­λα­γε το κα­ζί­νο από τρο­μο­κρά­τες και τρε­λούς. Για το μέλ­λον των παι­διών δεν θυ­μά­μαι ακρι­βώς τι εί­πε. Ήταν τό­σο μι­κρά που δεν έδω­σα ση­μα­σία. Και βέ­βαια με ερέ­θι­σε το όλο σκη­νι­κό. Και ζή­τη­σα να μου πει και τη δι­κή μου μοί­ρα, τη σκο­τει­νή, απρό­βλε­πτη και κα­κο­μοί­ρα.

«Ό,τι σκέ­φτε­σαι φτιά­χνει και μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» μου εί­χε πει.

Αυ­τό το θυ­μά­μαι κα­λά, πα­ρό­λο που από τό­τε έχουν πε­ρά­σει πολ­λά χρό­νια. Κι ακό­μη πε­ρι­μέ­νω την τε­λι­κή του επι­βε­βαί­ω­ση. Ή μή­πως επι­βε­βαιώ­θη­κε ήδη; Λες;

«Και μέ­χρι τώ­ρα χρειά­στη­καν στο κα­ζί­νο οι ει­δι­κές γνώ­σεις σας, κύ­ριε;»

Με κοί­τα­ξε ανέκ­φρα­στα για λί­γο.

«Κά­ποια πράγ­μα­τα δεν επι­τρέ­πε­ται να τα απο­κα­λύ­ψω, νε­α­ρέ. Πά­ντως αν ξα­να­έρ­θεις χω­ρίς τα παι­διά θα εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κά».

Με προ­βλη­μά­τι­σε με αυ­τά τα δι­φο­ρού­με­να και υπαι­νι­κτι­κά του λό­για.

«Πό­σο δια­φο­ρε­τι­κά δη­λα­δή;»

«Θα σου πω. Το πρό­βλη­μα δεν εί­ναι μό­νο ποιος μπαί­νει και με τι σκο­πό από την κε­ντρι­κή εί­σο­δο εδώ στο χώ­ρο. Εξί­σου ση­μα­ντι­κό εί­ναι να ελέγ­χο­νται και οι μυ­στι­κές δί­ο­δοι».

«Τώ­ρα με εκ­πλή­ξα­τε κύ­ριε. Δεν γνώ­ρι­ζα πως υπάρ­χουν τέ­τοια πράγ­μα­τα εδώ πά­νω».

«Τα βου­νά συ­νή­θως εί­ναι ένα αντι­στάθ­μι­σμα στα ενερ­γεια­κά ρεύ­μα­τα που εί­τε εκ­πέ­μπο­νται από τον πυ­ρή­να της γης, εί­τε έρ­χο­νται από το διά­στη­μα. Εί­ναι πο­μποί που τα συ­γκρα­τούν, τα συ­γκε­ντρώ­νουν, και τα με­τα­τρέ­πουν σε ωφέ­λι­μο θε­τι­κό φορ­τίο. Τα τρι­γω­νι­κά σχή­μα­τα των ορει­νών όγκων κα­τευ­θύ­νουν αυ­τά τα ρεύ­μα­τα συ­νή­θως στην κο­ρυ­φή τους κι από εκεί η ενέρ­γεια με­τα­πλάσ­σε­ται και συσ­σω­ρεύ­ε­ται στις βά­σεις τους. Κι αν μπο­ρού­σα­με να τα ανα­γνω­ρί­σου­με και να τα αξιο­ποι­ή­σου­με, όπως οι Αρ­χαί­οι, η ζωή στον πλα­νή­τη θα ήταν δια­φο­ρε­τι­κή. Για την κί­νη­ση πλοί­ων, αε­ρο­πλά­νων, αυ­το­κι­νή­των, για τις ανά­γκες θέρ­μαν­σης, για ηλε­κτρι­σμό κι ένα σω­ρό άλ­λες χρή­σεις θα εί­χα­με ανέ­ξο­δη κι απε­ριό­ρι­στη ενέρ­γεια. Για­τί οι πλα­νή­τες κι οι Γα­λα­ξί­ες πώς νο­μί­ζεις πως κι­νού­νται;»

«Δη­λα­δή τώ­ρα βρι­σκό­μα­στε ακρι­βώς στο πά­νω ση­μείο που συσ­σω­ρεύ­ο­νται τα ενερ­γεια­κά ρεύ­μα­τα;» ρώ­τη­σα αυ­θόρ­μη­τα κοι­τώ­ντας ανή­συ­χος τα παι­διά.

«Η Πάρ­νη­θα εί­ναι μο­να­δι­κό και μυ­στή­ριο βου­νό. Ενερ­γεια­κά θα το έλε­γα αρ­νη­τι­κό. Δη­λα­δή δεν συσ­σω­ρεύ­ει θε­τι­κό­τη­τα όπως κά­νουν σχε­δόν όλα τα άλ­λα βου­νά κι αυ­τή τη θε­τι­κό­τη­τα να την θά­ψει κά­τω από τους πρό­πο­δες, αλ­λά εκ­πέ­μπει στο πε­ρι­βάλ­λον αρ­νη­τι­σμό. Τυ­χαίο εί­ναι που από όλα τα βου­νά που αντι­κρί­ζουν την Ακρό­πο­λη η Πάρ­νη­θα εί­ναι το μό­νο που δεν εί­χαν φτιά­ξει οι Αρ­χαί­οι έναν Ναό; Ή έστω έναν βω­μό; Κι από την αρ­χαιό­τη­τα ως σή­με­ρα πο­τέ δεν κα­τοι­κή­θη­κε, όπως τα βου­νά της Πίν­δου ή το Πή­λιο! Ού­τε χω­ριά ού­τε πό­λεις φτιά­χτη­καν εδώ πά­νω. Μό­νο ένας οι­κι­σμός Σα­ρα­κα­τσα­ναί­ων, η Μό­λα, υπήρ­ξε. Αλ­λά οι πε­ρι­πλα­νώ­με­νοι βο­σκοί στη Μό­λα έμε­ναν λί­γο και­ρό κά­θε χρό­νο και όχι μό­νι­μα. Όλοι, από τα αρ­χαία χρό­νια μέ­χρι τις μέ­ρες μας, κά­τι φο­βή­θη­καν ή κά­τι τους απέ­τρε­πε».

«Δί­κιο έχε­τε κύ­ριε. Οι πλη­σιέ­στε­ροι οι­κι­σμοί με μό­νι­μους κα­τοί­κους βρί­σκο­νται σε από­στα­ση. Στους πρό­πο­δες ή στα Δερ­βε­νο­χώ­ρια, που αυ­τά μάλ­λον πρέ­πει να θε­ω­ρη­θούν πε­ριο­χή τη Θή­βας».

«Εί­ναι γνω­στό πως οι Αρ­χαί­οι τις αποι­κί­ες τους τις ίδρυαν σε μέ­ρη που πριν εί­χαν ελεγ­χτεί για την ενέρ­γεια που εξέ­πε­μπαν. Γνώ­ρι­ζαν με βε­βαιό­τη­τα ποιος λό­φος θα ήταν ευ­νοϊ­κός για να ανε­γεί­ρουν έναν Ναό ή σε ποιο ση­μείο θα εγκα­θι­στού­σαν τις αρ­χές, το Βου­λευ­τή­ριο ή την Αγο­ρά».

«Ίσως θα πρέ­πει να με­λε­τη­θεί και η χλω­ρί­δα και πα­νί­δα του βου­νού», συ­μπλή­ρω­σα μα­γε­μέ­νος από τον Κύ­πριο Ταγ­μα­τάρ­χη.

«Το κα­ζί­νο συ­νει­δη­τά εγκα­τα­στά­θη­κε εδώ, στο κα­τα­ρα­μέ­νο αυ­τό βου­νό. Δύ­σκο­λα στο μέ­ρος αυ­τό να κερ­δί­σει κά­ποιος. Όλα του φταί­νε και δεν μπο­ρεί να τα προσ­διο­ρί­σει. Αξιο­πρό­σε­κτο εί­ναι πως κά­τω από την Πάρ­νη­θα υπάρ­χουν απέ­ρα­ντες, κα­λο­λα­ξευ­μέ­νες και δαι­δα­λώ­δεις στο­ές. Άλ­λες πη­γαί­νουν Βό­ρεια, άλ­λες Δυ­τι­κά και Νό­τια, κα­νείς δεν μπο­ρεί να τις εξε­ρευ­νή­σει και να κα­τα­λά­βει ποιος, πό­τε, πώς και για­τί τις άνοι­ξε. Και κυ­ρί­ως ποιος τις χρη­σι­μο­ποιεί μέ­χρι και σή­με­ρα!»

«Εν­δια­φέ­ρου­σες από­ψεις. Δεν γνώ­ρι­ζα τί­πο­τε ως τώ­ρα».

«Κά­ποιοι λέ­νε για πε­ρί­ερ­γα όντα που ο ήλιος τους κά­νει κα­κό. Γι αυ­τό αρέ­σκο­νται να ζουν στην Υπο­γαία πε­ριο­χή. Και επί­σης λέ­γε­ται πως έχουν ανα­πτύ­ξει επι­στη­μο­νι­κή μέ­θο­δο προ­στα­σί­ας από τις υπε­ριώ­δεις ακτι­νο­βο­λί­ες και σι­γά σι­γά ανε­βαί­νουν στον επά­νω κό­σμο. Ακό­μη εδώ δί­πλα υπάρ­χει ένα εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο σα­να­τό­ριο. Το κτί­ριο έχει χα­ρα­κτη­ρι­στεί στοι­χειω­μέ­νο και απο­τε­λεί αντι­κεί­με­νο ερευ­νη­τι­κών ομά­δων που ασχο­λού­νται με τέ­τοια ζη­τή­μα­τα και με υπερ­φυ­σι­κά όντα. Αξιο­πε­ρί­ερ­γο εί­ναι πως το πα­λιό κι ερει­πω­μέ­νο σα­να­τό­ριο προ­σελ­κύ­ει πλή­θος αν­θρώ­πων, οι οποί­οι δεν δι­στά­ζουν να το επι­σκε­φτούν και να φω­το­γρα­φή­σουν το εσω­τε­ρι­κό του. Κά­ποιοι από τους επι­σκέ­πτες, κα­τά και­ρούς, έχουν ανα­φέ­ρει ύπαρ­ξη υπερ­φυ­σι­κών οντο­τή­των, που σύμ­φω­να με τα λε­γό­με­νά τους, εμ­φα­νί­ζο­νται κυ­ρί­ως κα­τά τις βρα­δι­νές ώρες. Αυ­τό το γε­γο­νός, προ­σελ­κύ­ει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­σμο και ει­δι­κά αν­θρώ­πους που ασχο­λού­νται με την εξε­ρεύ­νη­ση του υπερ­φυ­σι­κού και των ανε­ξή­γη­των συμ­βά­ντων».

Η φω­νή του Ταγ­μα­τάρ­χη ακου­γό­ταν σί­γου­ρη και υπο­βλη­τι­κή. Τα παι­διά όμως τό­ση ώρα κου­ρά­στη­καν να κά­θο­νται φρό­νι­μα στις κα­ρέ­κλες τους κι άρ­χι­σαν τις βόλ­τες και τα τρε­ξί­μα­τα στην αί­θου­σα. Με κυ­ρί­ε­ψε φό­βος, όλη η κου­βέ­ντα με τον μυ­στή­ριο Κύ­πριο με εί­χε αγ­γί­ξει. Η συ­ζή­τη­σή μας δια­κό­πη­κε από­το­μα για­τί απο­φά­σι­σα να πά­ρω τα παι­διά μα­κριά από κά­θε αό­ρα­το κίν­δυ­νο. Ήθε­λα να τα κα­τε­βά­σω στον κό­σμο που γνώ­ρι­ζα κα­λά, στο Κα­μα­τε­ρό, με τους χω­μα­τό­δρο­μους, τις αλά­νες και τους γνω­στούς γεί­το­νες. Χαι­ρε­τή­θη­κα με τον Κύ­πριο Ταγ­μα­τάρ­χη και κα­θώς μας ξε­προ­βό­δι­ζε μέ­χρι την έξο­δο μου εί­πε:

«Ξέ­ρω πως θα θε­λή­σεις να με ανα­ζη­τή­σεις ξα­νά. Μό­νο που αυ­τό θα γί­νει αρ­γό­τε­ρα κι αφού διεκ­πε­ραιώ­σεις τη θη­τεία σου. Αλ­λά εγώ τό­τε δεν θα εί­μαι εδώ».

«Πού ξέ­ρε­τε; Μπο­ρεί να ξα­να­ντα­μώ­σου­με πιο σύ­ντο­μα».

«Ο εκ­πε­μπό­με­νος αρ­νη­τι­σμός κα­τα­τρώ­ει κι εμάς που ερ­γα­ζό­μα­στε εδώ νε­α­ρέ. Έχω πρό­βλη­μα σο­βα­ρό με την υγεία μου. Σε ένα μή­να θα έρ­θει κά­ποιος άλ­λος να με αντι­κα­τα­στή­σει».

Μια δυο φο­ρές απελ­πι­σμέ­νος από πολ­λές και απα­νω­τές απο­τυ­χί­ες έφε­ρα στο νου μου τον Ταγ­μα­τάρ­χη του κα­ζί­νο και τις χει­ρο­μα­ντι­κές του εκτι­μή­σεις. Σκέ­φτη­κα να πάω να ρω­τή­σω τους υπαλ­λή­λους πού θα τον εύ­ρι­σκα, αλ­λά ήταν ολό­κλη­ρη πε­ρι­πέ­τεια. Άσε που, εί­τε έπρε­πε να οδη­γή­σω το σα­λί­γκα­ρο μέ­χρι την κο­ρυ­φή, εί­τε να πάω με το τε­λε­φε­ρίκ. Νο­ε­ρά πά­ντως τον ανα­ζή­τη­σα, όπως ανα­ζή­τη­σα και αυ­τά που θα μου έλε­γε αν τον ρω­τού­σα.

Χά­σα­με πα­νη­γυ­ρι­κά με τον Μπά­μπη. Όλα μας έφται­γαν. Ο φω­τι­σμός, οι ήχοι, ο χώ­ρος όλα ήταν τό­σο δια­φο­ρε­τι­κά κι εμείς μέ­χρι να προ­σαρ­μο­στού­με, ώσπου να τσε­κά­ρου­με ποιος κρου­πιέ­ρης εί­χε γλυ­κό χέ­ρι κι έφερ­νε ρε­πε­τι­σιόν ή κο­ντι­νά νού­με­ρα κι ανά­λο­γα να πλευ­ρί­σου­με κο­ντά του, ξε­ρα­θή­κα­με. Στο κε­φά­λι μου εντε­λώς ανε­ξή­γη­τα καρ­φώ­θη­καν τα Πάρ­νη­θα, Πάρ­νω­νας, Παρ­νασ­σός. Πώς διά­ο­λο να βρει κα­νείς άκρη με αυ­τό το ομό­η­χο και ομό­ρι­ζο ΠΑΡΝ; Αρ­χί­ζει πε­ρι­πέ­τεια με βι­βλία, συγ­γρα­φείς, ερευ­νη­τές και φι­λο­λό­γους. Τα νεύ­ρα μου τε­ντω­μέ­να.

«Κα­λά τα έλε­γε ο Κύ­πριος» φώ­να­ξα νευ­ρια­σμέ­νος δυ­να­τά κα­θώς εί­χα­με πά­ρει το δρό­μο της επι­στρο­φής».

«Ποιος Κύ­πριος ρε συ; Και τι σου εί­πε;»

«Αρ­νη­τι­κή ενέρ­γεια, φα­ντά­σμα­τα, εξω­γή­ι­νοι και μυ­στι­κά πε­ρά­σμα­τα! Πώς διά­ο­λο να κερ­δί­σου­με; Μπο­ρού­με να τα βά­λου­με με τον αό­ρα­το κό­σμο;»

«Κα­λά. Ήσυ­χα τώ­ρα. Μό­λις πας σπί­τι πέ­σε για ύπνο. Κι αν αύ­ριο σκέ­φτε­σαι τα ίδια πράγ­μα­τα ψά­ξε τον Ηλία, το συμ­μα­θη­τή μας από το Δη­μο­τι­κό. Τον θυ­μά­σαι; Έχει γί­νει με­γά­λος και τρα­νός στα ψυ­χια­τρι­κά».

Ανα­λο­γί­ζο­μαι με­ρι­κές φο­ρές τι μπο­ρεί να θυ­μη­θεί το μυα­λό μας, πό­σα πε­ρι­στα­τι­κά και πό­σα πρό­σω­πα; Και με ποιον τρό­πο και για­τί ανα­κα­λεί κά­ποια πε­ρι­στα­τι­κά και κά­ποια άλ­λα τα κρα­τά κρυμ­μέ­να. Εί­μα­στε εκτε­θει­μέ­νοι στα αό­ρα­τα κο­σμι­κά ρεύ­μα­τα και στην κο­σμι­κή ακτι­νο­βο­λία. Η κο­σμι­κή ακτι­νο­βο­λία εί­ναι σω­μά­τια που έρ­χο­νται από το διά­στη­μα και κυ­ρί­ως από τον ήλιο σε τε­ρά­στιους αριθ­μούς και ενέρ­γειες. Αυ­τά τα σω­μά­τια πέ­φτουν διαρ­κώς πά­νω στη γη και φυ­σι­κά πά­νω στους αν­θρώ­πους, σε με­ρι­κούς εκ των οποί­ων προ­κα­λούν τυ­χαί­ες μι­κρές ή με­γά­λες βλά­βες. Το πώς και πό­τε θα μας βρει κα­τα­κέ­φα­λα ένα σω­μά­τιο άλ­φα, ή ένα νε­τρί­νο που ξε­κί­νη­σε το μα­κρύ του τα­ξί­δι από το διά­στη­μα και θα μας δια­πε­ρά­σει χω­ρίς να το κα­τα­λά­βου­με, ή ένα πο­ζι­τρό­νιο θα εγκα­τα­στα­θεί μό­νι­μα στο αυ­τί ή στο μά­τι μας, εί­ναι εντε­λώς τυ­χαίο και μοιά­ζει με τις άναρ­χες και χα­ο­τι­κές κι­νή­σεις της μπί­λιας μιας ρου­λέ­τας, όπου η μό­νη που τις κα­τα­λα­βαί­νει, τις δια­βά­ζει και τις κα­θυ­πο­τάσ­σει εί­ναι η στα­τι­στι­κή.

Από όσα σας εξι­στό­ρη­σα το πε­ρί­ερ­γο εί­ναι πως μό­νο τον από­η­χό τους θυ­μά­μαι. Οι διά­λο­γοι εί­ναι κα­τά προ­σέγ­γι­ση και προ­σαρ­μο­σμέ­νοι στις αφη­γη­μα­τι­κές ανά­γκες. Όμως, κα­τά πα­ρά­δο­ξο λό­γο, θυ­μά­μαι πο­λύ έντο­να τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που του Κύ­πριου Ταγ­μα­τάρ­χη. Θυ­μά­μαι τα πυ­κνά του φρύ­δια, τη μι­κρή ελιά πά­νω και αρι­στε­ρά στη μύ­τη του, θυ­μά­μαι τα κι­τρι­νι­σμέ­να του δό­ντια και τις τρί­χες στα αυ­τιά του. Μά­λι­στα πρό­σφα­τα ανα­ζη­τού­σα στο Google για μια έρευ­νά μου ει­κό­νες και φω­το­γρα­φί­ες εγκλει­σμού στην πε­ρί­ο­δο του 1980-1990 και κοι­τώ­ντας στον κο­μπιού­τερ σα να εί­δα κά­ποιον που του έμοια­ζε πο­λύ. Μό­νο που εκεί­νος δεν ήταν ευ­θυ­τε­νής και με στα­θε­ρό και δια­πε­ρα­στι­κό βλέμ­μα, όπως ο Κύ­πριος Ταγ­μα­τάρ­χης, αλ­λά σαν τρό­φι­μος του τρε­λά­δι­κου, εί­χε μια θο­λού­ρα στα μά­τια, έδει­χνε κα­τα­βε­βλη­μέ­νος και σα να κα­μπού­ρια­ζε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: