Βόλτα στην Πάρνηθα





Μόλις το τελεφερίκ γέμισε με πελάτες ακολούθησε ένα ελαφρύ τράνταγμα κι άρχισε να ανεβαίνει. Ασυναίσθητα τσιτώθηκα. Εγώ κι ο Μπάμπης, παρόλο που είχαμε μάθει το καζίνο του Λουτρακίου καλύτερα από τα σπίτια μας, προχτές, για πρώτη φορά, αποφασίσαμε να ανέβουμε στην Πάρνηθα. Είχε μια δουλειά σε έναν πελάτη του στο Μενίδι που θα τον κρατούσε απασχολημένο μέχρι τις δέκα το βράδυ. Έτσι καταλήξαμε να τον περιμένω έξω από την επιχείρηση αυτή και μόλις τελειώσει, για να μην χάνουμε πολύτιμο χρόνο, να πάμε για παιχνίδι στο καζίνο της Πάρνηθας.

Φυσούσε δυνατά και όσο το πελώριο κιβώτιο ανεβαίνοντας κλυδωνιζόταν από τον ισχυρό άνεμο τόσο εγώ σφιγγόμουνα. Είμαι πολύ γήινος για να ευχαριστιέμαι τις βόλτες με τα τελεφερίκ στους αιθέρες ή τα αεροπορικά ταξίδια στους ουρανούς. Δεν είπα τίποτε όμως, από ντροπή, ανεβαίναμε προς την κορυφή κι εγώ νόμιζα πως κατεβαίναμε σε ένα άντρο που θα μας οδηγήσει στον Κάτω Κόσμο. Η αίσθηση πως κρεμασμένος από ένα συρματόσχοινο οδηγούμαι επάνω από χαράδρες και γκρεμούς, που βρίθουν στις πλαγιές του μυστήριου βουνού, με έκανε να νιώθω εντελώς ανήμπορος. Στο νου μου πρόβαλε υπερμεγέθης ο άγνωστος και φοβικός προορισμός. Ο τεράστιος όγκος του βουνού έστεκε πάνω από το κεφάλι μου σιωπηλός και απειλητικός. Ο νους αιωρούνταν κι αυτός μαζί με το σώμα μου, μόνο που έκανε δικό του δρομολόγιο, προς τα πίσω. Θυμήθηκα όταν πριν από χρόνια επισκέφτηκα το βουνό για πρώτη φορά.

Φαντάρος είχα πάει μεγάλος, λόγω αναβολών για σπουδές, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσα. Σε μια άδεια που είχα πάρει, είχα βρεθεί κοντά στην οικογένειά μου, η οποία τότε αποτελούνταν από την γυναίκα μου Πηνελόπη και την κόρη μας Δήμητρα. Μπαίνω στο Άουντι του αδερφού μου, βάζω μέσα την μικρή μαζί με τα δυο ανίψια μου – τον εξήμιση ετών Γιάννη, τον πέντε ετών Σάσα – και τα πηγαίνω βόλτα στο Μοντ Παρνές. Παρκάρισα στο πλατό στους πρόποδες και μπήκα με τα παιδιά στο τελεφερίκ. Αυτή η βόλτα στα ουράνια που θα έκαναν τα παιδιά ήταν το κίνητρο της εκδρομής. ‘Ήθελα να εντυπωσιαστούν κάνοντας κάτι που είναι έξω από την καθημερινότητά τους. Ανεβαίναμε κι η Αθήνα με τον Πειραιά κάτω έδειχναν τόποι εκτενείς αλλά και δισδιάστατοι. Κι εύκολα μέρη για τις φιλοδοξίες που είχα τότε. Όμορφο το θέαμα εκείνο το πρωί, παρόλο που ένα σχετικό μάγκωμα το ένιωθα.

Φτάσαμε ψηλά και μπήκαμε στη σκεπασμένη στοά που οδηγεί στο ξενοδοχείο και στο καζίνο, αυτό που την ημέρα είναι φιλόξενο και το βράδυ με τις ρουλέτες μετατρέπεται σε αδηφάγο τέρας. Κατευθυνθήκαμε στην καφετέρια. Λίγος ο κόσμος, άσχημος ο φωτισμός, η μουσική χάλια. Διαλέγω ένα τραπέζι με πανέμορφη θέα. Παράγγειλα καφέ για μένα και πορτοκαλάδες και τοστ για τα μικρά. Αυτά ένας στρόβιλος απίθανων πράξεων και κίνησης. Το κάθε ένα από τα τρία κι ένας μικρός Γαλαξίας.

Ξαφνικά βλέπω έναν κύριο κοντά στα πενήντα που τόσην ώρα καθόταν σε ένα ακριανό τραπέζι μόνος του να έρχεται στο μέρος μας. Φορούσε ένα αρκετά φθαρμένο κοστούμι με μια ανοιχτόχρωμη γραβάτα. Το λευκό του πουκάμισο έδειχνε ταλαιπωρημένο.

«Καλημέρα. Επιτρέπεται να καθίσω κοντά σας» ρώτησε ευγενικά κι εγώ αμέσως τον κοίταξα επίμονα καθώς το μυαλό μου πήγε σε πιθανό παιδόφιλο.

«Καθίστε κύριε. Τι το ενδιαφέρον βρίσκετε στην παρέα μας;»

«Τα παιδιά είναι το ενδιαφέρον!»

Κι όπως τον παρατηρούσα παραξενεμένος κι έτοιμος να τον αρπάξω, σα να διάβασε τις σκέψεις μου, μου είπε βιαστικά:

«Είμαι Κύπριος και απόστρατος Ταγματάρχης της Ιντέλιντζες Σέρβις. Τώρα δουλεύω στην ασφάλεια του καζίνο. Είμαι υπεύθυνος για ό,τι έμψυχο μπαίνει και βγαίνει εδώ. Γι’ αυτό και κάθομαι στο τραπέζι εκείνο και παρατηρώ την είσοδο. Έχω σπουδάσει κινησιολογία και φυσιογνωμική. Μπορώ να καταλάβω αμέσως από τον τρόπο που περπατά κάποιος τις προθέσεις του. Και στο πρόσωπο του καθενός βγαίνουν αυτά, τα πολύ μύχια, που τον απασχολούν. Είδα τα παιδιά κι αμέσως εντυπωσιάστηκα».

«Πάντως δεν δείχνουμε για τρομοκράτες» τον κάρφωσα, περιμένοντας να δω πού το πήγαινε.

Με τα πολλά ηρέμησα, μάλλον κι αυτός είχε καταλάβει από το επιθετικό και μάγκικο τρόπο που του είχα μιλήσει πως ένοιωθα σαν τσοπανόσκυλο που φυλάει το κοπάδι του. Κι άρχισε να μιλάει για κάθε ένα παιδί ξεχωριστά. Πρώτα έπιανε τα χεράκια τους, κοιτούσε προσεκτικά τους κόμπους των δαχτύλων, μετά τις γραμμές στις παλάμες, παρατηρούσε εξεταστικά τα μέτωπά τους κι είπε πολλά για τον χαρακτήρα του καθενός. Είπε και λίγα για το μέλλον τους. Σήμερα μπορώ να πω πως τους χαρακτήρες τους διάβασε με επιτυχία. Ολόσωστος αποδείχτηκε ο Κύπριος που φύλαγε το καζίνο από τρομοκράτες και τρελούς. Για το μέλλον των παιδιών δεν θυμάμαι ακριβώς τι είπε. Ήταν τόσο μικρά που δεν έδωσα σημασία. Και βέβαια με ερέθισε το όλο σκηνικό. Και ζήτησα να μου πει και τη δική μου μοίρα, τη σκοτεινή, απρόβλεπτη και κακομοίρα.

«Ό,τι σκέφτεσαι φτιάχνει και μια πραγματικότητα» μου είχε πει.

Αυτό το θυμάμαι καλά, παρόλο που από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια. Κι ακόμη περιμένω την τελική του επιβεβαίωση. Ή μήπως επιβεβαιώθηκε ήδη; Λες;

«Και μέχρι τώρα χρειάστηκαν στο καζίνο οι ειδικές γνώσεις σας, κύριε;»

Με κοίταξε ανέκφραστα για λίγο.

«Κάποια πράγματα δεν επιτρέπεται να τα αποκαλύψω, νεαρέ. Πάντως αν ξαναέρθεις χωρίς τα παιδιά θα είναι διαφορετικά».

Με προβλημάτισε με αυτά τα διφορούμενα και υπαινικτικά του λόγια.

«Πόσο διαφορετικά δηλαδή;»

«Θα σου πω. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποιος μπαίνει και με τι σκοπό από την κεντρική είσοδο εδώ στο χώρο. Εξίσου σημαντικό είναι να ελέγχονται και οι μυστικές δίοδοι».

«Τώρα με εκπλήξατε κύριε. Δεν γνώριζα πως υπάρχουν τέτοια πράγματα εδώ πάνω».

«Τα βουνά συνήθως είναι ένα αντιστάθμισμα στα ενεργειακά ρεύματα που είτε εκπέμπονται από τον πυρήνα της γης, είτε έρχονται από το διάστημα. Είναι πομποί που τα συγκρατούν, τα συγκεντρώνουν, και τα μετατρέπουν σε ωφέλιμο θετικό φορτίο. Τα τριγωνικά σχήματα των ορεινών όγκων κατευθύνουν αυτά τα ρεύματα συνήθως στην κορυφή τους κι από εκεί η ενέργεια μεταπλάσσεται και συσσωρεύεται στις βάσεις τους. Κι αν μπορούσαμε να τα αναγνωρίσουμε και να τα αξιοποιήσουμε, όπως οι Αρχαίοι, η ζωή στον πλανήτη θα ήταν διαφορετική. Για την κίνηση πλοίων, αεροπλάνων, αυτοκινήτων, για τις ανάγκες θέρμανσης, για ηλεκτρισμό κι ένα σωρό άλλες χρήσεις θα είχαμε ανέξοδη κι απεριόριστη ενέργεια. Γιατί οι πλανήτες κι οι Γαλαξίες πώς νομίζεις πως κινούνται;»

«Δηλαδή τώρα βρισκόμαστε ακριβώς στο πάνω σημείο που συσσωρεύονται τα ενεργειακά ρεύματα;» ρώτησα αυθόρμητα κοιτώντας ανήσυχος τα παιδιά.

«Η Πάρνηθα είναι μοναδικό και μυστήριο βουνό. Ενεργειακά θα το έλεγα αρνητικό. Δηλαδή δεν συσσωρεύει θετικότητα όπως κάνουν σχεδόν όλα τα άλλα βουνά κι αυτή τη θετικότητα να την θάψει κάτω από τους πρόποδες, αλλά εκπέμπει στο περιβάλλον αρνητισμό. Τυχαίο είναι που από όλα τα βουνά που αντικρίζουν την Ακρόπολη η Πάρνηθα είναι το μόνο που δεν είχαν φτιάξει οι Αρχαίοι έναν Ναό; Ή έστω έναν βωμό; Κι από την αρχαιότητα ως σήμερα ποτέ δεν κατοικήθηκε, όπως τα βουνά της Πίνδου ή το Πήλιο! Ούτε χωριά ούτε πόλεις φτιάχτηκαν εδώ πάνω. Μόνο ένας οικισμός Σαρακατσαναίων, η Μόλα, υπήρξε. Αλλά οι περιπλανώμενοι βοσκοί στη Μόλα έμεναν λίγο καιρό κάθε χρόνο και όχι μόνιμα. Όλοι, από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις μέρες μας, κάτι φοβήθηκαν ή κάτι τους απέτρεπε».

«Δίκιο έχετε κύριε. Οι πλησιέστεροι οικισμοί με μόνιμους κατοίκους βρίσκονται σε απόσταση. Στους πρόποδες ή στα Δερβενοχώρια, που αυτά μάλλον πρέπει να θεωρηθούν περιοχή τη Θήβας».

«Είναι γνωστό πως οι Αρχαίοι τις αποικίες τους τις ίδρυαν σε μέρη που πριν είχαν ελεγχτεί για την ενέργεια που εξέπεμπαν. Γνώριζαν με βεβαιότητα ποιος λόφος θα ήταν ευνοϊκός για να ανεγείρουν έναν Ναό ή σε ποιο σημείο θα εγκαθιστούσαν τις αρχές, το Βουλευτήριο ή την Αγορά».

«Ίσως θα πρέπει να μελετηθεί και η χλωρίδα και πανίδα του βουνού», συμπλήρωσα μαγεμένος από τον Κύπριο Ταγματάρχη.

«Το καζίνο συνειδητά εγκαταστάθηκε εδώ, στο καταραμένο αυτό βουνό. Δύσκολα στο μέρος αυτό να κερδίσει κάποιος. Όλα του φταίνε και δεν μπορεί να τα προσδιορίσει. Αξιοπρόσεκτο είναι πως κάτω από την Πάρνηθα υπάρχουν απέραντες, καλολαξευμένες και δαιδαλώδεις στοές. Άλλες πηγαίνουν Βόρεια, άλλες Δυτικά και Νότια, κανείς δεν μπορεί να τις εξερευνήσει και να καταλάβει ποιος, πότε, πώς και γιατί τις άνοιξε. Και κυρίως ποιος τις χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα!»

«Ενδιαφέρουσες απόψεις. Δεν γνώριζα τίποτε ως τώρα».

«Κάποιοι λένε για περίεργα όντα που ο ήλιος τους κάνει κακό. Γι αυτό αρέσκονται να ζουν στην Υπογαία περιοχή. Και επίσης λέγεται πως έχουν αναπτύξει επιστημονική μέθοδο προστασίας από τις υπεριώδεις ακτινοβολίες και σιγά σιγά ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο. Ακόμη εδώ δίπλα υπάρχει ένα εγκαταλελειμμένο σανατόριο. Το κτίριο έχει χαρακτηριστεί στοιχειωμένο και αποτελεί αντικείμενο ερευνητικών ομάδων που ασχολούνται με τέτοια ζητήματα και με υπερφυσικά όντα. Αξιοπερίεργο είναι πως το παλιό κι ερειπωμένο σανατόριο προσελκύει πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι δεν διστάζουν να το επισκεφτούν και να φωτογραφήσουν το εσωτερικό του. Κάποιοι από τους επισκέπτες, κατά καιρούς, έχουν αναφέρει ύπαρξη υπερφυσικών οντοτήτων, που σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, εμφανίζονται κυρίως κατά τις βραδινές ώρες. Αυτό το γεγονός, προσελκύει ακόμη περισσότερο κόσμο και ειδικά ανθρώπους που ασχολούνται με την εξερεύνηση του υπερφυσικού και των ανεξήγητων συμβάντων».

Η φωνή του Ταγματάρχη ακουγόταν σίγουρη και υποβλητική. Τα παιδιά όμως τόση ώρα κουράστηκαν να κάθονται φρόνιμα στις καρέκλες τους κι άρχισαν τις βόλτες και τα τρεξίματα στην αίθουσα. Με κυρίεψε φόβος, όλη η κουβέντα με τον μυστήριο Κύπριο με είχε αγγίξει. Η συζήτησή μας διακόπηκε απότομα γιατί αποφάσισα να πάρω τα παιδιά μακριά από κάθε αόρατο κίνδυνο. Ήθελα να τα κατεβάσω στον κόσμο που γνώριζα καλά, στο Καματερό, με τους χωματόδρομους, τις αλάνες και τους γνωστούς γείτονες. Χαιρετήθηκα με τον Κύπριο Ταγματάρχη και καθώς μας ξεπροβόδιζε μέχρι την έξοδο μου είπε:

«Ξέρω πως θα θελήσεις να με αναζητήσεις ξανά. Μόνο που αυτό θα γίνει αργότερα κι αφού διεκπεραιώσεις τη θητεία σου. Αλλά εγώ τότε δεν θα είμαι εδώ».

«Πού ξέρετε; Μπορεί να ξανανταμώσουμε πιο σύντομα».

«Ο εκπεμπόμενος αρνητισμός κατατρώει κι εμάς που εργαζόμαστε εδώ νεαρέ. Έχω πρόβλημα σοβαρό με την υγεία μου. Σε ένα μήνα θα έρθει κάποιος άλλος να με αντικαταστήσει».

Μια δυο φορές απελπισμένος από πολλές και απανωτές αποτυχίες έφερα στο νου μου τον Ταγματάρχη του καζίνο και τις χειρομαντικές του εκτιμήσεις. Σκέφτηκα να πάω να ρωτήσω τους υπαλλήλους πού θα τον εύρισκα, αλλά ήταν ολόκληρη περιπέτεια. Άσε που, είτε έπρεπε να οδηγήσω το σαλίγκαρο μέχρι την κορυφή, είτε να πάω με το τελεφερίκ. Νοερά πάντως τον αναζήτησα, όπως αναζήτησα και αυτά που θα μου έλεγε αν τον ρωτούσα.

Χάσαμε πανηγυρικά με τον Μπάμπη. Όλα μας έφταιγαν. Ο φωτισμός, οι ήχοι, ο χώρος όλα ήταν τόσο διαφορετικά κι εμείς μέχρι να προσαρμοστούμε, ώσπου να τσεκάρουμε ποιος κρουπιέρης είχε γλυκό χέρι κι έφερνε ρεπετισιόν ή κοντινά νούμερα κι ανάλογα να πλευρίσουμε κοντά του, ξεραθήκαμε. Στο κεφάλι μου εντελώς ανεξήγητα καρφώθηκαν τα Πάρνηθα, Πάρνωνας, Παρνασσός. Πώς διάολο να βρει κανείς άκρη με αυτό το ομόηχο και ομόριζο ΠΑΡΝ; Αρχίζει περιπέτεια με βιβλία, συγγραφείς, ερευνητές και φιλολόγους. Τα νεύρα μου τεντωμένα.

«Καλά τα έλεγε ο Κύπριος» φώναξα νευριασμένος δυνατά καθώς είχαμε πάρει το δρόμο της επιστροφής».

«Ποιος Κύπριος ρε συ; Και τι σου είπε;»

«Αρνητική ενέργεια, φαντάσματα, εξωγήινοι και μυστικά περάσματα! Πώς διάολο να κερδίσουμε; Μπορούμε να τα βάλουμε με τον αόρατο κόσμο;»

«Καλά. Ήσυχα τώρα. Μόλις πας σπίτι πέσε για ύπνο. Κι αν αύριο σκέφτεσαι τα ίδια πράγματα ψάξε τον Ηλία, το συμμαθητή μας από το Δημοτικό. Τον θυμάσαι; Έχει γίνει μεγάλος και τρανός στα ψυχιατρικά».

Αναλογίζομαι μερικές φορές τι μπορεί να θυμηθεί το μυαλό μας, πόσα περιστατικά και πόσα πρόσωπα; Και με ποιον τρόπο και γιατί ανακαλεί κάποια περιστατικά και κάποια άλλα τα κρατά κρυμμένα. Είμαστε εκτεθειμένοι στα αόρατα κοσμικά ρεύματα και στην κοσμική ακτινοβολία. Η κοσμική ακτινοβολία είναι σωμάτια που έρχονται από το διάστημα και κυρίως από τον ήλιο σε τεράστιους αριθμούς και ενέργειες. Αυτά τα σωμάτια πέφτουν διαρκώς πάνω στη γη και φυσικά πάνω στους ανθρώπους, σε μερικούς εκ των οποίων προκαλούν τυχαίες μικρές ή μεγάλες βλάβες. Το πώς και πότε θα μας βρει κατακέφαλα ένα σωμάτιο άλφα, ή ένα νετρίνο που ξεκίνησε το μακρύ του ταξίδι από το διάστημα και θα μας διαπεράσει χωρίς να το καταλάβουμε, ή ένα ποζιτρόνιο θα εγκατασταθεί μόνιμα στο αυτί ή στο μάτι μας, είναι εντελώς τυχαίο και μοιάζει με τις άναρχες και χαοτικές κινήσεις της μπίλιας μιας ρουλέτας, όπου η μόνη που τις καταλαβαίνει, τις διαβάζει και τις καθυποτάσσει είναι η στατιστική.

Από όσα σας εξιστόρησα το περίεργο είναι πως μόνο τον απόηχό τους θυμάμαι. Οι διάλογοι είναι κατά προσέγγιση και προσαρμοσμένοι στις αφηγηματικές ανάγκες. Όμως, κατά παράδοξο λόγο, θυμάμαι πολύ έντονα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Κύπριου Ταγματάρχη. Θυμάμαι τα πυκνά του φρύδια, τη μικρή ελιά πάνω και αριστερά στη μύτη του, θυμάμαι τα κιτρινισμένα του δόντια και τις τρίχες στα αυτιά του. Μάλιστα πρόσφατα αναζητούσα στο Google για μια έρευνά μου εικόνες και φωτογραφίες εγκλεισμού στην περίοδο του 1980-1990 και κοιτώντας στον κομπιούτερ σα να είδα κάποιον που του έμοιαζε πολύ. Μόνο που εκείνος δεν ήταν ευθυτενής και με σταθερό και διαπεραστικό βλέμμα, όπως ο Κύπριος Ταγματάρχης, αλλά σαν τρόφιμος του τρελάδικου, είχε μια θολούρα στα μάτια, έδειχνε καταβεβλημένος και σα να καμπούριαζε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: