Το σπίτι του Οδυσσέα



«Ιθά­κης και Κυ­κλά­δων. Το σπί­τι που γεν­νή­θη­κε ο πα­τέ­ρας σου και ο παπ­πούς σου. Αυ­τό το σπί­τι κλη­ρο­νο­μείς αλ­λά υπό έναν όρο. Να μην δο­θεί πο­τέ αντι­πα­ρο­χή και να μην γκρε­μι­στεί. Να ανα­και­νι­στεί και να κα­τοι­κη­θεί από εσέ­να και την οι­κο­γέ­νειά σου. Άλ­λως θα μεί­νει ως έχει και θα δο­θεί δω­ρεά στην ενο­ρία του Αγί­ου Γε­ωρ­γί­ου».

«Μα… δεν έχω οι­κο­γέ­νεια».

«Θα απο­κτή­σεις αγα­πη­τέ Οδυσ­σέα, εί­σαι νέ­ος, μό­λις τριά­ντα επτά. Άλ­λω­στε δεν υπάρ­χει χρο­νι­κός πε­ριο­ρι­σμός. Μπο­ρείς κάλ­λι­στα να εγκα­τα­στα­θείς εκεί μό­νος μό­λις το επι­σκευά­σεις».

«Με υπο­χρε­ώ­νει, δη­λα­δή, να μεί­νω σε ένα σπί­τι που δεν έχω επι­λέ­ξει».

«Κα­τά έναν τρό­πο….»

Κά­θι­σα πά­νω από τρεις ώρες στο συμ­βο­λαιο­γρα­φείο του επι­στή­θιου φί­λου τού πα­τέ­ρα μου. Ήξε­ρα πως μοι­ρά­ζο­νταν τα προ­σω­πι­κά τους και προ­σπα­θού­σα να συ­μπλη­ρώ­σω από τις υπαι­νι­κτι­κές ανα­φο­ρές του κυ­ρί­ου Κώ­στα την ει­κό­να του πα­τέ­ρα μου αλ­λά και να κα­τα­νο­ή­σω την εμ­μο­νή του με αυ­τό το σπί­τι. Έλει­πα πολ­λά χρό­νια και η επα­φή μου με την οι­κο­γέ­νειά μου εί­χε κά­πως ξε­θω­ριά­σει. Εί­χα­με σχε­δόν απο­ξε­νω­θεί. Εκεί­νοι εί­χαν φα­γω­θεί να φύ­γω. Για το κα­λό μου.

Έμα­θα ότι ο πα­τέ­ρας μου, αφό­του πέ­θα­νε η μη­τέ­ρα μου, περ­νού­σε πο­λύ χρό­νο στο σπί­τι αυ­τό. Κα­θό­ταν με τις ώρες και διά­βα­ζε ή φρό­ντι­ζε τον κή­πο. Δεν κοι­μό­ταν πο­τέ εκεί. Επέ­στρε­φε στο σπί­τι μας όπου μάλ­λον ένιω­θε λι­γό­τε­ρο μό­νος έχο­ντας συ­ντρο­φιά τις ανα­μνή­σεις που πι­θα­νόν να ζω­ντά­νευαν οι οι­κο­γε­νεια­κές μας φω­το­γρα­φί­ες. Μά­ταια οι τρεις με­γα­λύ­τε­ρες αδερ­φές του, που κα­τοι­κού­σαν εκεί, τον πα­ρα­κα­λού­σαν να μεί­νει μα­ζί τους. Και όμως, τις λά­τρευε τις αδελ­φές του.

Κι εγώ τις αγα­πού­σα πο­λύ. Δεν εί­χαν πο­τέ πα­ντρευ­τεί. Με­γά­λω­σαν με τη μη­τέ­ρα τους και τον πα­τέ­ρα μου, τον μι­κρό τους αδελ­φό, στο σπί­τι αυ­τό και δεν το εγκα­τέ­λει­ψαν πο­τέ. Πη­γαί­να­με με τον πα­τέ­ρα μου κά­θε Κυ­ρια­κή να τις επι­σκε­φτού­με. «Σή­με­ρα Οδυσ­σέα θα δο­κι­μά­σεις το κοκ­κι­νι­στό μου, την αγα­πη­μέ­νη συ­ντα­γή της για­γιάς σου που δεν γνώ­ρι­σες». «Κοί­τα αυ­τό το βι­βλίο, το εί­χα κά­νει δώ­ρο στον πα­τέ­ρα σου όταν ήταν στην ηλι­κία σου». «Τώ­ρα, Οδυσ­σέα, θα σου παί­ξω στο πιά­νο το αγα­πη­μέ­νο μου κομ­μά­τι που το εί­χα πα­ρου­σιά­σει όταν έδι­να εξε­τά­σεις για το δί­πλω­μά μου».

Η Όλ­γα, Η Μά­σα και η Ιρί­να. Έτσι τις φώ­να­ζα από τό­τε που με πή­γε ο πα­τέ­ρας μου και εί­δα τις τρεις αδελ­φές του Τσέ­χοφ. Θα 'μουν δεν θα 'μουν δώ­δε­κα χρό­νων. Επέ­λε­ξα, και πο­λύ σω­στά όπως μου εκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ο πα­τέ­ρας μου, το όνο­μα της κά­θε ηρω­ί­δας και το έδω­σα σε κα­θε­μιά από τις θεί­ες μου. Αυ­τό βο­ή­θη­σε τις Κυ­ρια­κές μας να περ­νούν πιο παι­χνι­διά­ρι­κα. Οι θεί­ες μου, πα­ρό­λο που ενο­χλή­θη­καν λί­γο στην αρ­χή, σι­γά σι­γά αντι­δρού­σαν θε­τι­κά. Κι εγώ συ­νέ­χι­ζα να τις τσι­γκλάω. «Έτσι θα έλε­γε και η Μά­σα». «Αλ­λά και με την Ιρί­να ίδιες επι­θυ­μί­ες έχε­τε». «Ο συ­νταγ­μα­τάρ­χης σου πού εί­ναι;» Κι εκεί­νες λες και έμπαι­ναν στους ρό­λους τους, συ­νέ­χι­ζαν να ξε­δι­πλώ­νουν το πα­ρελ­θόν που πε­ρι­λάμ­βα­νε τη ζωή που δεν έζη­σαν. Δεν ήξε­ραν, όμως, ότι όλη αυ­τή την ώρα –της κυ­ρια­κά­τι­κης εθι­μο­τυ­πί­ας– το μυα­λό μου ήταν στη μι­σή τυ­ρό­πι­τα που δεν μου εί­χε επι­τρέ­ψει ο πα­τέ­ρας μου να φάω, κα­τά τη διάρ­κεια της βόλ­τας που πά­ντο­τε κά­να­με στο ιστο­ρι­κό κέ­ντρο της πό­λης πριν να πά­με στις θεί­ες.

«Τη μι­σή να φας. Μη φας άλ­λο. Τη μι­σή να τρως. Να απο­λαμ­βά­νεις, αλ­λά με μέ­τρο. Άκου τον πα­τέ­ρα σου. Δεν εί­ναι κα­λό και για την υγεία σου». Έτσι τε­λεί­ω­νε κά­θε εξα­ντλη­τι­κή επί­σκε­ψη, ευ­λα­βι­κό προ­σκύ­νη­μα στα μνη­μεία της δι­κής μας Αθή­νας. Ακρό­πο­λη, Πλά­κα, Κε­ρα­μει­κός, Αρ­χαία Αγο­ρά με τη σει­ρά και με πρό­γραμ­μα, κά­θε Κυ­ρια­κή να εξα­ντλού­με –με γλα­φυ­ρό κι ανά­λα­φρο τρό­πο– και από μια εκ­κρε­μό­τη­τα με το πα­ρελ­θόν.

Μι­σή η τυ­ρό­πι­τα. Μι­σή και η χα­ρά από την από­κτη­ση του πα­τρι­κού σπι­τιού. Αυ­τό που με ενο­χλού­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ήταν το τε­τε­λε­σμέ­νο. Δεν με ενο­χλού­σε απλώς. Με διέ­λυε. Με την τε­λευ­ταία επι­θυ­μία του ο πα­τέ­ρας μου μού επέ­βα­λε την από­λυ­τη δέ­σμευ­ση. Εντέλ­λε­στε… σαν να μου εί­πε ο κύ­ριος Κώ­στας. Και αν αρ­νη­θώ; Το αγα­πού­σα το σπί­τι αυ­τό.

Έπρε­πε να το δω πρώ­τα. Πά­νε δέ­κα χρό­νια που δεν το έχω επι­σκε­φτεί. Πή­ρα τα κλει­διά από τον κύ­ριο Κώ­στα και ξε­κί­νη­σα για το πα­τρι­κό σπί­τι αρ­κε­τά δύ­σθυ­μος. Το πα­ρελ­θόν μου ξα­να­ζω­ντά­νευε αρ­κε­τά ζο­φε­ρό και η κλη­ρο­νο­μιά μού έδι­νε την ευ­και­ρία να ξε­μπερ­δέ­ψω με αμ­φί­θυ­μα, προ­σω­πι­κά στοι­χή­μα­τα.

Πεί­να­σα. Ήταν δύο η ώρα με­ση­μέ­ρι και εί­χα φτά­σει στη γνώ­ρι­μη γει­το­νιά. Ο πα­ρα­δο­σια­κός φούρ­νος της πλα­τεί­ας ήταν στη θέ­ση του. Ζή­τη­σα μια στρογ­γυ­λή, χω­ριά­τι­κη τυ­ρό­πι­τα και εί­πα να μου την κό­ψουν στη μέ­ση. Πα­ρα­τη­ρού­σα τα δύο ημι­κύ­κλια, τα επί­χει­ρα της ενο­χής. Δά­γκω­να αρ­γά, απο­λαυ­στι­κά φρο­ντί­ζο­ντας να μην μου ξε­φύ­γει ού­τε ένα τρίμ­μα.

Την ώρα που έφτα­να στο σπί­τι έτρω­γα την τε­λευ­ταία μπου­κιά μιας ολό­κλη­ρης τυ­ρό­πι­τας. Η εί­σο­δός του πά­ντα με γο­ή­τευε. Πά­νω στο μι­κρό αέ­τω­μα που στέ­γα­ζε τις δυο κο­λό­νες υπήρ­χε μια μαρ­μά­ρι­νη, εντοι­χι­σμέ­νη πα­ρά­στα­ση με θα­λασ­σι­νό θέ­μα. Η βαρ­κού­λα στην κά­τω δε­ξιά άκρη της, κά­θε φο­ρά που περ­νού­σα το κα­τώ­φλι, μου έδι­νε την εντύ­πω­ση πως ξε­κι­νού­σε ένα ακό­μη τα­ξί­δι.

Χω­ρίς να ασχο­λη­θώ με τον με­γά­λο κή­πο και τους εξω­τε­ρι­κούς χώ­ρους, μπή­κα κα­τευ­θεί­αν στο σπί­τι. Η αμη­χα­νία που ένιω­σα μου υπεν­θύ­μι­σε τη σχέ­ση μου με το σπί­τι αυ­τό. Ήταν επι­δερ­μι­κή, δεν εί­χα παί­ξει εκεί –με ποιον άλ­λω­στε;– δεν εί­χα κά­νει σκα­ντα­λιές, δεν εί­χα κοι­μη­θεί πο­τέ αν και εκλι­πα­ρού­σα τον πα­τέ­ρα μου γι' αυ­τό. «Έχεις διά­βα­σμα… ώρα να φεύ­γου­με… μην κα­θυ­στε­ρείς». Μό­νι­μη επω­δός το διά­βα­σμα.

Τρι­γύ­ρι­σα σα­στι­σμέ­νος στα δω­μά­τια. Άνοι­ξα όλα τα πα­ρά­θυ­ρα για να μπει κα­θα­ρός αέ­ρας και κυ­ρί­ως το φως του με­ση­με­ριού. Κα­τέ­βη­κα στο υπό­γειο. Από το πα­λιό μα­γει­ρείο εί­χαν μεί­νει μό­νο οι νε­ρο­χύ­τες και οι βρύ­σες. Δί­πλα ήταν το λε­βη­το­στά­σιο. Πα­ρα­δί­πλα ήταν ο χώ­ρος της μπου­γά­δας. Δυο με­γά­λες μαρ­μά­ρι­νες σκά­φες για το πλύ­σι­μο. Το βα­σί­λειο της Όλ­γας. Και στην άλ­λη άκρη η απο­θή­κη, ντου­λά­πες και άλ­λοι βοη­θη­τι­κοί χώ­ροι. Και μια κα­τα­πα­κτή της οποί­ας την ύπαρ­ξη αγνο­ού­σα.

Ήμουν, λοι­πόν, ο ιδιο­κτή­της αυ­τού του σπι­τιού. Υπό αί­ρε­ση. Εί­χα κι αντα­γω­νι­στή, την ενο­ρία του Αγί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Όχι, τον εαυ­τό μου θα αντα­γω­νι­ζό­μουν, τη μι­σή του πλευ­ρά που ανέ­στελ­λε, υπό όρους, την κά­θε χα­ρά. Σαν την ελ­λι­πή χα­ρά της δια­θή­κης. Το σκη­νι­κό ήταν στη­μέ­νο.

Κά­θη­σα στο πιά­νο, στη με­γά­λη σά­λα με τα πα­ρά­θυ­ρα ορ­θά­νοι­χτα. Άγ­γι­ξα τα πλή­κτρα του πιά­νου των προ­γό­νων μου. Ακού­μπη­σα πά­νω τους με στορ­γή. Μα­ρα­μέ­να τα γιού­λια κι οι βιό­λες... τρα­γού­δη­σα. Ας ερ­χό­σουν για λί­γο, μο­να­χά για ένα βρά­δυ… «Εί­σαι φάλ­τσος, σω­στές οι νό­τες αλ­λά μην τρα­γου­δάς, δεν έχεις μου­σι­κό αυ­τί». Έτσι μου εί­χε πει όταν με άκου­σε στα πρώ­τα τρα­γού­δια που τρα­γού­δη­σα πο­λύ μι­κρός, μι­μού­με­νος εκεί­νον που τα τρα­γου­δού­σε, αυ­τά και τό­σα άλ­λα, μα­ζί με τις αδελ­φές του. Μα ήμουν φάλ­τσος;

Θα φαλ­τσά­ρω και θα τρα­γου­δάω. Φάλ­τσα ήταν και η ζωή τού Πα­πα­δια­μά­ντη. «Ο κα­λύ­τε­ρος, ο πιο τα­πει­νός, ο πιο βα­θυ­στό­χα­στος» έλε­γε ο πα­τέ­ρας μου για το ίν­δαλ­μά του. Ατε­λεί­ω­τες ώρες μου διά­βα­ζε δι­η­γή­μα­τά του χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα και πα­σχα­λι­νά και μα­τω­μέ­να και αδιέ­ξο­δα. Τον θαύ­μα­ζα και τον θαυ­μά­ζω τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Αλ­λά μι­σός κι αυ­τός. Κα­λό­γε­ρος μέ­σα στον κό­σμο γί­νε­ται; Δεν γί­νε­ται.

Το φως του ήλιου τώ­ρα έπε­φτε πά­νω στη με­γά­λη βι­βλιο­θή­κη. «Ο κα­λύ­τε­ρος σύ­ντρο­φος του αν­θρώ­που εί­ναι το βι­βλίο». Κά­θε φο­ρά που η επι­θυ­μία μου ξε­μά­κραι­νε από τη δι­κή του βε­βαιό­τη­τα, το βι­βλίο γι­νό­ταν το πρό­σχη­μα. Έπαιρ­νε ένα βι­βλίο με με­γά­λη προ­σο­χή, το χάι­δευε και ξε­κι­νού­σε το τα­ξί­δι… Και η πιο απλή ιστο­ρία γι­νό­ταν έπος. Με ζω­η­ρό τρό­πο, αβί­α­στα και φυ­σι­κά με τα­ξί­δευε σε κό­σμους απί­θα­νους. Και ξε­χνιό­μουν. Τον ακο­λου­θού­σα σε δρό­μους άγνω­στους που το φα­νέ­ρω­μά τους εί­χε γοη­τεία. Άρα­γε τι έμει­νε από όλα αυ­τά; Μπο­ρεί να με­τρη­θεί ο καλ­πα­σμός της φα­ντα­σί­ας; Μπο­ρεί να ζυ­γι­στεί η μέ­θη του ονεί­ρου; Μπο­ρούν να συ­νο­ψι­στούν οι ει­κό­νες και να αξιο­λο­γη­θεί το απο­τύ­πω­μά τους στη ζωή;

«θέ­λω να πάω στα ξα­δέλ­φια μου να παί­ξω». Τα παι­διά της πρώ­της του εξα­δέλ­φης, με­γα­λύ­τε­ρα από μέ­να δυο-τρία χρό­νια, φά­ντα­ζαν θε­οί επει­δή η ζωή τους ήταν δια­φο­ρε­τι­κή από τη δι­κή μου, πιο ελεύ­θε­ρη, με λι­γό­τε­ρα πρέ­πει. Ονει­ρευό­μουν βόλ­τες μα­ζί τους στη Φω­κί­ω­νος και στα Εξάρ­χεια και στο Λυ­κα­βητ­τό και στο λό­φο του Στρέ­φη, χω­ρίς πρό­γραμ­μα, χω­ρίς στο­χο­θε­σί­ες, χω­ρίς το κυ­νή­γι του χρή­σι­μου. Ήμουν δώ­δε­κα χρό­νων.

«Σή­με­ρα θα πά­με στο πρώ­το Νε­κρο­τα­φείο». Μι­κρά κτί­σμα­τα που έμοια­ζαν με αρ­χαί­ους να­ούς με κί­ο­νες. Γλυ­πτά πε­ρί­τε­χνα, δια­κο­σμη­μέ­νοι τά­φοι από διά­ση­μους γλύ­πτες. Αυ­τό δεν έμοια­ζε με νε­κρο­τα­φείο. Τό­ση ομορ­φιά συ­ντρο­φιά με το θά­να­το δεν το φα­ντα­ζό­μουν. Περ­νώ­ντας μπρο­στά από την κοι­μω­μέ­νη, στα­μά­τη­σα και ψέλ­λι­σα, φο­βού­με­νος μην έχω κά­νει λά­θος, «Χα­λε­πάς». Ακό­μα θυ­μά­μαι το βλέμ­μα και το χά­δι του πα­τέ­ρα μου. Ήμουν, πράγ­μα­τι, κα­λός μα­θη­τής.

«Αυ­τός εί­ναι ο τά­φος του πα­τέ­ρα μου», εί­πε με σπα­σμέ­νη φω­νή και ταυ­τό­χρο­να τρε­μό­παι­ξαν τα μά­τια του όπως κά­νουν οι άν­θρω­ποι που πρό­κει­ται να κλά­ψουν. Δεν έκλα­ψε. Ο οι­κο­γε­νεια­κός μας τά­φος ήταν μνη­μεια­κός αλ­λά με λι­τή δια­κό­σμη­ση. «Δεν τον γνώ­ρι­σα. Πέ­θα­νε δυο μή­νες αφό­του γεν­νή­θη­κα». Πα­ρα­τη­ρού­σα τη φω­το­γρα­φία του παπ­πού μου στο μνή­μα. Ήταν η ίδια που εί­χα­με στο σπί­τι μας. Δεν εί­χε προ­λά­βει να βγει πολ­λές φω­το­γρα­φί­ες σκέ­φτη­κα, ήταν πο­λύ νέ­ος. Πώς εί­ναι, αλή­θεια, να μην έχεις γνω­ρί­σει τον πα­τέ­ρα σου;

Κό­ντευε από­γευ­μα. Το φως λι­γό­στευε στη με­γά­λη σά­λα, τα αντι­κεί­με­να έχα­ναν τον όγκο τους, η σιω­πή διεύ­ρυ­νε τη μο­να­ξιά, γα­λή­νη. Κά­θι­σα στην πο­λυ­θρό­να που κα­θό­ταν πά­ντο­τε ο πα­τέ­ρας μου και διά­βα­ζε. Τον θυ­μό­μουν σκε­πτι­κό και αδιό­ρα­τα με­λαγ­χο­λι­κό. Τα παι­διά δεν κά­νουν λά­θη σ' αυ­τά. Δί­πλα ήταν το τρα­πέ­ζι, κυ­κλι­κό, που ακου­μπού­σε τα προς ανά­γνω­ση βι­βλία. Άνα­ψα το πορ­τα­τίφ που βρι­σκό­ταν πά­νω στο τρα­πέ­ζι. Τα τε­λευ­ταία βι­βλία που μάλ­λον διά­βα­σε πριν πε­θά­νει ήταν το Έγκλη­μα και τι­μω­ρία σε με­τά­φρα­ση Πα­πα­δια­μά­ντη και οι Δο­κι­μές του Σε­φέ­ρη. Πό­σα εί­χα να μά­θω ακό­μα γι’ αυ­τόν;

Δί­πλα στα βι­βλία βρι­σκό­ταν ένα χει­ρο­ποί­η­το χάρ­τι­νο κου­τί, συ­σκευα­σία ενός δώ­ρου που εί­χα προ­σφέ­ρει πριν πολ­λά χρό­νια στη μη­τέ­ρα μου για τη γιορ­τή της. Βρή­κα μέ­σα δύο όστρα­κα. Άρ­πα­ξα το κου­τί με τα όστρα­κα, ση­κώ­θη­κα κι άνα­ψα τα φώ­τα. Πή­γαι­να πά­νω κά­τω σα­στι­σμέ­νος κι έκ­πλη­κτος, πε­ρι­χα­ρής κι εμ­βρό­ντη­τος από το πο­λύ­τι­μο δώ­ρο. Πε­ριερ­γα­ζό­μουν τα όστρα­κά μου που εί­χα να τα δω εί­κο­σι χρό­νια. Ήξε­ρα και την πα­ρα­μι­κρή τους λε­πτο­μέ­ρεια. Τα ψη­λα­φού­σα για να βε­βαιω­θώ. Τα έσφι­ξα στην αγκα­λιά μου. Τα δι­κά μου όστρα­κα. Το ένα ήταν από ανα­σκα­φή σε ναό της αρ­χαί­ας αγο­ράς και το άλ­λο από ανα­σκα­φή στον Κε­ρα­μει­κό. Θραύ­σμα­τα ήταν ασή­μα­ντης αξί­ας, αλ­λά για μέ­να μο­να­δι­κά. Όταν μου τα δώ­ρι­σε η Ινώ, αρ­χαιο­λό­γος και συμ­μα­θή­τρια της μη­τέ­ρας μου, νό­μι­ζα ότι κα­τεί­χα του­λά­χι­στον τις δέ­κα εντο­λές του Μω­υ­σή.

Μου τα εί­χε φυ­λά­ξει. Τα εί­χε πε­ρι­σώ­σει. Μέ­σα στο σπί­τι που κλη­ρο­νο­μού­σα ήταν τα όστρα­κά μου. Ήταν πια βα­θύ σού­ρου­πο. Ακού­μπη­σα τα όστρα­κα πά­νω στο τρα­πέ­ζι, δί­πλα στα βι­βλία, χα­μή­λω­σα τα φώ­τα και βγή­κα στη με­γά­λη βε­ρά­ντα. Στά­θη­κα στο ση­μείο από όπου μπο­ρού­σα να βλέ­πω τον κή­πο και το σπί­τι. Τί­πο­τα δεν θα αλ­λά­ξω. Θα πε­ρι­φρου­ρή­σω το σπί­τι μου και τα όστρα­κά μου.

Αυ­τά τα όστρα­κα εί­ναι η συ­μπύ­κνω­ση της ζω­ής μου. Το ένα από τα θε­μέ­λια και το άλ­λο από τον τά­φο ορί­ζουν τα άκρα. Στην ευ­ρυ­χω­ρία των δύο αυ­τών άκρων θα κι­νού­νται πά­ντο­τε ο πα­τέ­ρας μου, η Όλ­γα, η Μά­σα και η Ιρί­να. Εγώ θα δί­νω το ρυθ­μό και την έντα­ση. Στο θέ­α­τρο, άλ­λω­στε, ο σκη­νο­θέ­της εί­ναι πα­ντο­δύ­να­μος. Το σκη­νι­κό δεν θα αλ­λά­ξει. Μό­νο ανά­γκες λει­τουρ­γι­κές θα επι­βάλ­λουν ορια­κές με­τα­τρο­πές χω­ρίς να αλ­λοιώ­νε­ται το ύφος και η ατμό­σφαι­ρα.

Νύ­χτω­σε. Ο Οδυσ­σέ­ας άνα­ψε όλα τα φώ­τα για να γιορ­τά­σει την από­φα­σή του. Μό­νος στο σπί­τι της οδού Ιθά­κης θα κι­νεί­ται με την άνε­ση που θα του δί­νει το κύ­ρος της δι­κής του από­φα­σης να ανα­με­τρη­θεί με το σπί­τι και τους επί­δο­ξους συ­γκα­τοί­κους του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: