Μοιραία συνάντηση

Μοιραία συνάντηση



Συναντήθηκαν έξω από το ασανσέρ παλιάς πολυκατοικίας κάπου στην Μητροπόλεως. Φορούσε μαύρη ζιβάγκο, μαύρο παντελόνι και μπεζ καμπαρντίνα. Η ματιά της γραπώθηκε από το θλιμμένο του χαμόγελο. Τα χέρια του στήριζαν τον τοίχο να μην πέσει. Έστρωσε τα μαλλιά της, τον κοίταξε στα μάτια και μόλις οι ματιές τους συναντήθηκαν έστρεψε το βλέμμα στο μάρμαρο κι αναστέναξε τόσο δυνατά που ο ήχος συγκρούστηκε με τους τοίχους της εισόδου και γύρισε πίσω δυο τρεις φορές.

Στο ασανσέρ μπήκε πρώτη, έχωσε το χέρι στην τσάντα, ψάχνοντας μια σανίδα να πιαστεί, βρήκε ένα κραγιόν και γύρισε προς τον καθρέφτη να βάψει τα χείλη της. Δεν τον κοιτούσε.

— Θα πατήσετε το κουμπί; τον ρώτησε.
— Όροφος; της απάντησε γρήγορα.
— 6ος»…εσύ;. Δεν το περίμενε από τον εαυτό της τέτοιο θάρρος.
— Τελευταίος…, είπε.

«Μα δεν υπάρχει πιο πάνω. Νομίζω στον έκτο τελειώνει» ψιθύρισε και κάπου εκεί το ασανσέρ ξεκίνησε απότομα την άνοδο κι ακούστηκε ένας θόρυβος σα να γρατζουνάει κάποιος τον τοίχο. Τον είδε να αλλάζει έκφραση, τον αισθάνθηκε να ιδρώνει, να χάνει την ισορροπία του, να ακουμπά αδύναμος την πλάτη του στον καθρέφτη.

Στον τρίτο το ασανσέρ βόγγηξε.
Στον τέταρτο αρνήθηκε να συνεχίσει.
Το φως χαμήλωσε. Ύστερα έσβησε. Για λίγο κανείς τους δεν έβγαλε άχνα.

Αυτός έβρισε. Άρχισε να πατάει τα κουμπιά, είπε πως δεν είχε μπαταρία το κινητό του κι ύστερα σώπασε και κάθισε κάτω. Αυτή πάτησε το κουδούνι για ώρα ανάγκης αλλά δεν λειτουργούσε ούτε αυτό. Φώναξε. Δεν πήρε απάντηση. Χτύπησε με τις παλάμες της την πόρτα πολλές φορές. Κι ύστερα κάθισε κι αυτή κάτω και άρχισε να μιλά χωρίς ανάσα για την ζωή της που πάει καλά, που είναι σε φάση να τα φτιάξει με τον μεγάλο της έρωτα, που τα πίνει κάθε βράδυ, που επιτέλους θα πάρει πτυχίο, γιατί αυτός ο ανόητος καθηγητής που δεν την πήγαινε με τίποτε και συνέχεια την έκοβε επιτέλους την πέρασε, που έχει χάσει πέντε κιλά και ….

Το ασανσέρ άρχισε ξαφνικά να κινείται αργά. Το φως άναψε. Αυτή απομακρύνθηκε από πάνω του. Αυτός δεν είπε κουβέντα. Το ασανσέρ ανέβηκε. Σταμάτησε στον έκτο και αυτή άνοιξε με φόρα την πόρτα, πήδηξε έξω και άρχισε να γελά.

— Έλα, του είπε, σωθήκαμε, και τον τράβηξε προς τα έξω.

Αυτός δεν μετακινήθηκε.

— Δεν έχει πιο πάνω. Η ταράτσα είναι μετά…, επέμενε.

— Εκεί πάω, της είπε, και τράβηξε το χέρι του. Ύστερα ανέβηκε με αποφασιστικότητα τέσσερα σκαλοπάτια, βγήκε έξω και κατευθύνθηκε στα κάγκελα, ενώ αυτή έτρεξε πίσω του και του φώναζε να σταματήσει.

— Γιατί να σταματήσω; της είπε ειρωνικά, εμένα με μούτζωσε η ζωή, ξέρεις τι μου ‘χει κάνει;

Αυτή προχώρησε, τον προσπέρασε, με μια επιδέξια κίνηση σκαρφάλωσε τα κάγκελα και τον κοίταξε, γελώντας ειρωνικά «το καλύτερο δεν σου είπα τόσην ώρα... ξέρεις έχω λίγους μήνες ζωής ακόμη». Πέταξε την περούκα στα πόδια του και έπεσε.

Αυτός έκανε δυο βήματα πίσω.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: