Αντανακλαστικά

«Εγώ είμαι ο αυθεντικός φύλακας στη σίκαλη»
«Εγώ είμαι ο αυθεντικός φύλακας στη σίκαλη»


Από παιδί έχω πολύ γρήγορα αντανακλαστικά όταν είναι να προλάβω ένα ποτήρι πρόθυμο ν’ αυτομολήσει απ’ την άκρη του τραπεζιού ή ν’ αρπάξω έναν αναπτήρα που ίπταται απ’ τη μία άκρη του δωματίου ως την άλλη. Τα μέλη του κορμιού μου ενεργούν αστραπιαία, σε σημείο μάλιστα θαυμασμού απ’ τον περίγυρό μου. Ίσως όλες αυτές οι κεραυνοβόλες κινήσεις των άκρων μου να είναι ριζωμένες σε μια παιδική πεποίθηση, ότι πρέπει διαρκώς να έχω τις κεραίες της παρατηρητικότητας σηκωμένες όπως η μέλισσα και να εποπτεύω τον κόσμο γύρω μου με εμμονική προσοχή στη λεπτομέρεια, σαν να έχουν όλα τα εύθρυπτα αντικείμενα ψυχή και μια κρυφή ζωή από τ’ ανθρώπινα, κι ότι απ’ το αετίσιο μάτι μου εξαρτάται η τύχη τους για να μη συμβεί το ανεπανόρθωτο. Η δέσμευση απέναντι στα άψυχα είναι σίγουρα μεγάλη επειδή ενδόμυχα θεωρώ πως οτιδήποτε βρίσκεται υπ’ ευθύνη μου και σπάσει σε χίλια κομμάτια θα τιμωρηθώ. Κρατώ τη μία και μοναδική ταυτότητα του Χόλντεν Κόλφιλντ, εγώ είμαι ο αυθεντικός φύλακας στη σίκαλη, που πιστεύω, παρότι μεταφυσικά άνευρος, σ’ έναν πρωτόγονο ανιμισμό, όπως τα ανθρωποειδή της Παλαιολιθικής περιόδου, με αποτέλεσμα να έχω ταχύτατα αντανακλαστικά προφυλάσσοντας τα αντικείμενα από τη φθορά και στοχεύοντας ενσυνείδητα στο διαφέντεμά τους. Δύσκολο πολύ δεν είναι –η αλήθεια να λέγεται–, ειδικά μετά από τόσα χρόνια καθημερινής, καταβλητικής εξάσκησης· πρέπει απλώς να ’χεις τις αντένες σου τεντωμένες, και μια βαθιά, άπατη φοβία που πηγάζει απ’ την αρχή της ύπαρξης. Η φοβία αυτή εδράζεται στην αντίληψη πως οτιδήποτε υφίσταται είναι εξαρχής ραγισμένο, γι’ αυτό και παριστάνω τον πατέρα όλων των πραγμάτων δίχως μιλιά. Αποκαλώ αυτή την προστατευτικότητα «αντενακλαστικό», όχι μόνο γιατί αρέσκομαι σε νεολογισμούς και λογοπαίγνια, αλλά και γιατί ως λέξη φανερώνει με απόλυτη σαφήνεια και ορθότητα, τουλάχιστον στον νου μου, αυτό που επιθυμώ να εξηγήσω. Φαντάζομαι πως για τους αναγνώστες, αυτή είναι μια σκέψη σαν την παρηγοριά γλυκόθυμη, αν όχι γελοία ως το λιπαρό της μεδούλι, για μένα ωστόσο είναι κάτι παραπάνω από λογισμός, είναι στόχος, και μάλιστα κινούμενος, αφού τις ώρες εκείνες που προφυλάσσω τα εγκόσμια αγαθά νιώθω σαν να καταδύομαι στα βαθιά με αποφασιστική ορμή για να περισώσω αντικείμενα απ’ το ορθάνοιχτο στόμα ενός μυθικού κήτους. Λέγε με Ιωνά. Περίπου όπως είχε συμβεί και στις 24 Μαρτίου 1997, όταν ο δύτης Ελάιτζα Κάρτερ, μονήρης κι απότομος στους τρόπους, ξεκομμένος απ’ όλες σχεδόν τις κοινωνικές συναναστροφές και κάτοχος τριών παγκόσμιων ρεκόρ στις καταδύσεις, σε κάποιο απ’ τα υποθαλάσσια ταξίδια του ανακάλυψε, με κάποια φρικαλεότητα να λέμε και την αλήθεια, το αποσυντεθειμένο πτώμα μίας νεαρής κοπέλας, κοντά τρία χρόνια νεκρής. Ο μεγαλωμένος σε ορφανοτροφείο Κάρτερ υποσχέθηκε να επιστρέψει το σώμα της άτυχης κορασίδας στην απαρηγόρητη οικογένειά της. Τις επόμενες μέρες οργάνωσε μια θαλάσσια αποστολή που περιλάμβανε τους πιο έμπειρους μαθητές του απ’ το καταδυτικό κέντρο. Το ξημέρωμα της 29ης Μαρτίου, οχτώ άνθρωποι, χοροστατούντος του Ελάιτζα Κάρτερ του ελπιδοδότη, καταδύθηκαν προς ανέλκυση της θαλασσοπνιγμένης. Το σχέδιο, παρότι καλά καταστρωμένο, εμφάνισε μία βασική τεχνική δυσκολία, αφού ο Κάρτερ δεν θυμόταν την ακριβή θέση του πτώματος. Στην τελευταία του, όπως έμελλε να αποδειχτεί, κατάδυση ενημέρωσε με γραπτό μήνυμα τους μαθητές του να επιστρέψουν στο σκάφος. Πέρασαν δύο γεμάτες ώρες κι ο εκπαιδευτής αυτόνομης κατάδυσης δεν ανέβηκε ποτέ στην επιφάνεια. Την ίδια κιόλας μέρα το λιμενικό έφτασε στο σημείο κι απ’ τα είκοσι μέτρα βάθος ανέσυρε δύο πτώματα, αυτό της κοπέλας κι εκείνο του Ελάιτζα Κάρτερ: η κοπέλα βρισκόταν μες στην αγκαλιά του Κάρτερ. Όλοι μπρος σ’ αυτή την ένθεη θέαση στάθηκαν μουγκοί, όπως κάνουν στις συναθροίσεις οι πιστοί. Ο Ελάιτζα Κάρτερ είχε χάσει τη ζωή του από ασφυξία προσπαθώντας να ξεδιαλύνει τα παγιδευμένα άκρα της νεκρής απ’ τα δίχτυα φαντάσματα που κατά καιρούς ξεφόρτωναν τ’ αλιευτικά σκάφη στ’ ανοιχτά της θάλασσας. Κάποιος λιμενοφύλακας ανέφερε πως ο στοργικός, σχεδόν γονεϊκός τρόπος που κρατούσε ο Κάρτερ το σώμα της νεκρής κοπέλας, του θύμισε τις λαξευμένες στη μαρμαρόπετρα Πιετά του Μιχαήλ Αγγέλου, αλλά απ’ την άλλη πλευρά, τη λιγότερο δημοφιλή, την πατρική: αντί για την Παναγία που βαστούσε το κορμί του Χριστού, το υποβρύχιο θέαμα αποκάλυψε έναν άτεκνο πατέρα που κρατούσε το σώμα μίας πραγματικής κόρης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, και χάρη στην παρατήρηση ενός αγνώστου ταυτότητος λιμενοφύλακα, ο Μιχαήλ Άγγελος έγινε ο μακάβριος προφήτης του Ελάιτζα Κάρτερ, σχεδόν πεντακόσια χρόνια πριν απ’ τον πνιγμό του. Σκέφτομαι πως ο Μικελάντζελο Μπουοναρότι είχε «αντενακλαστικά» πολύ καλύτερα απ’ τα δικά μου, επειδή είχε μάτια όχι μόνο για τ’ άψυχα αλλά και για τα επίζηλα ανθρώπινα, και πως ο Ελάιτζα Κάρτερ μπορεί να γεννήθηκε πεντάρφανος και να έζησε μες στη μοναξιά όλη του τη ζωή, αλλά πέθανε ως πατέρας· στα βαθύτερα στρώματα της θάλασσας τ’ ορφανό είχε επιτέλους βρει την οικογένειά του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: