Δε μετανιώνω ενυπάρχω σε άπειρα κοσμικά δώματα / ποιός ξέρει ίσως η στάχτη μου άνθη του κάμπου / θα ραγίσουν πλακόστρωτα
Πριν το χελάνδιο να προσεγγίσει στην αποβάθρα, στην απέναντι ακτή του κόλπου φάνηκε ένα μεγάλο στρατόπεδο αντίκρυ από τα τείχη
Η Ιστορία του μέλλοντος / θ’ αφηγηθεί / στα ρυτιδωμένα νεογνά της / με μια παρ’ ολίγον / ανομολόγητη ευχή:
Είσαι ποιητής, του απάντησε, / γιατί δεν θέλεις τίποτα να δεις / και όλα προτιμάς να τα μαδάς / και να τ’ αλλάζεις.
Ξαφνιάζομαι απ’ τις λέξεις που βγαίνουν απ’ τα υφάσματα / και ξέχασα εντελώς τα χείλη που γελούν
Μαύρα αγκάθια μιας παλέτας του Μιρό – Φλούδια απ’ το ήπαρ των βυθών Με την τσουγκράνα του ήλιου που γρυλίζει
Η πρώτη φορά ήταν αμήχανη όπως όλες οι πρώτες φορές. Κανείς δεν ανέπνεε, δεν ανοιγόκλεισε τα μάτια του και φυσικά κανείς δε μίλησε
Η εκτόνωση της αγωνίας τους ήλθε πια στην αστροφωτισμένη αυγουστιάτικη νύχτα
Μεγάλωσα μέσα στις λέξεις. Τα πρωινά έρχονται και τρώνε απ' τα χέρια μου σαν τα πουλιά. Όταν κοντεύω να πεθάνω θα σηκώσω ...
«Το ξέρετε ότι δύο πολυκατοικίες πιο κάτω βρέθηκε νεκρός ο Τζιμ Μόρρισον;», εξανίσταται
Δεν είναι απλό πράγμα να κόψεις τους αιματηρούς δεσμούς με τους ανθρώπους χωρίς να χυθεί το κοινό αίμα
Πόσο σου αρέσει να σέρνεις τα πόδια πίσω από το καρότσι μέσα σ’ εκείνους τους απέραντους μα στενούς διαδρόμους...