Η λέξη μου είναι μια ανοξείδωτη σιδηροκατασκευή / ένα μαντεμένιο τηγάνι έτοιμο να υποδεχτεί κρέας για θωράκιση
Δοκιμάζει συνέχεια το κλειδί. Φωνάζει πως δε θα με ανεχτεί άλλο, πως φταίω για όλα και πως αυτή τη φορά δε θα δείξει κανένα έλεος
Στα απόκρυφα μέρη που σμίγουν τα πεύκα του δάσους με τη θάλασσα, ένα σούρουπο, είδε, μέσα στο σύθαμπο, την Ελπίδα με έναν άγνωστο
Συνεχίζει να κοιτάζει τις βεντούζες που σαλεύουν πάνω στα πόδια του και κρατάει αθόρυβα τον ρυθμό ανοιγοκλείνοντας τα χείλη του
Έστρωσες το κόκκινο χαλί για τον εαυτό σου κι ύστερα κλείδωσες την εξώπορτα πίσω από τις γεωμετρικά τέλειες πατημασιές σου
Γι’ αυτό σου μιλώ για λήθη ανάμεσα απ΄τις ληκύθους της απουσίας / γι’ αυτό σου περνάω στα δάχτυλα τα βαθιά ζαφείρια της νύχτας
«Κοάζει». Κοτζάμ λέξη στην αποκλειστική υπηρεσία ενός τόσο δα ενοχλητικού αμφίβιου...
Το δωμάτιο εξελίσσεται σε απειρόεδρη πρισματική σβούρα, που κινεί η στροφή του ματιού σου
Εδώ και 77 χρόνια περιμένει στον πάτο του Αιγαίου – μπροστά στο ηλιοβασίλεμα ένα πτερύγιο αναδύεται αργά και δείχνει το σημείο.
Εγώ έβλεπα όνειρα: τον εαυτό μου διάσημη σοπράνο / αλλά άηχη / να ισορροπεί στην άκρη του μεσαιωνικού κάστρου
Σκόνη να κάνουν το θηλυκό να το αλέσουν, να κουκίσει καθενός τους την πληγή κι αν τύχαινε να μυριστούν φιλότιμο;
Ανάμεσα σ' εκείνα που πέρασαν και σ' εκείνα που ακόμα δεν ήρθαν, μια απατηλή ριπή ενεστώτα. Ήταν ωραία ως εδώ. Ύστερα, τίποτα.