Με βάζουν στην πρώτη πτήση μαζί με τη βαλίτσα μου κι ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τι το ύποπτο μπορεί να κρύβει μια άδεια αποσκευή
Τα πέλματα παραμένουν παράλληλα με τα χέρια τεντωμένα σε πλήρη ανάταση ενώ οι παλάμες είναι παράλληλες μεταξύ τους
Με την βιάση που δίνει η λαχτάρα για πτήσεις, ξεκόλλησε από την λαβή του στέρνου τα ημικύκλια της κλείδας...
Με κυνηγά μια κόκκινη γαλοπούλα, η ίδια νύχτα καλοκαίρι χειμώνα // η ζωή μου κάτω από τη σκιά της χαραγμένη
Μικρές, ενωτικές θηλιές δεν μου φέρνουν το έξω σκοτάδι, αυτό που κάποτε κρατούσα αγκαλιά με τα δυο μου μάτια.
Η γλώσσα της σκαρφάλωνε από φωνήεν σε φωνήεν, γλιστρούσε υγρή πάνω τους και τα ακουμπούσε προσεκτικά στα στεγνά της χείλια
Στο τελευταίο μάθημα ανταλλάξαμε ευχές και χαμόγελα. Η Λεϊλά ούτε τότε δεν έβγαλε τη μάσκα. Χαμογέλασαν μόνο τα μάτια της
Την παρακολούθησα καθώς μάζευε ένα ένα τα μαχαιροπήρουνα, τραβώντας τα, όταν χρειαζόταν, από τα χέρια των ανθρώπων
Ήταν τόσο δυσδιάκριτη που αδυνατούσε να δει / Της συνείδησης της τα σημάδια / Αισθάνεται ένα άγγιγμα δισταγμού
Γύριζα το κεφάλι μου πίσω στην καρότσα και κοίταζα το φέρετρο, φοβόμουνα μήπως λασκάρουν τα σχοινιά και πάθουμε καμιά ζημιά
Και ο μεγάλος ποταμός τίποτα δε θα σώσει. Ούτε το τελευταίο βλέμμα σου λίγο πριν το τέλος. Μόνο τη δυτική απαρασάλευτη πορεία του
Το παιδί καταλαβαίνει πως το κοιτάζει ο πατέρας του από απέναντι, σηκώνεται με την πορτοκαλάδα στο χέρι κι απομακρύνεται...