Ενετικό κάστρο / θωρακισμένος ο κόσμος σου / σε μεσογειακά παράλια / στο ανελέητο φως / είναι αδύνατο να μείνεις αόρατος.
Πώς προσμετράται ο χρόνος στην αντίπερα όχθη; / Κι οι υφάντρες των ονείρων πότε θα βρούν αναπαμό;
Γεννήθηκα από νερό σε νερό, ανάμεσα στα κύματα της Μεσογείου
Τόσο σπάταλα/πότιζα τις επιθυμίες σου/κι άφηνα πεινασμένες τις δικές μου/Αποφάσισα: θα γίνουμε άγνωστοι μεταξύ μας/και σε διέγραψα
Αυτήν τη φορά, τον καινούργιο θάνατο μπορείς να τον κοιτάς στα μάτια, δεν είναι ο πατέρας. Είναι ο Σχοινοβάτης
Προβάρει τον εαυτό της σ’ έναν καθρέφτη / που καθρεφτίζει κάθε μέρα την προηγούμενη / Έτσι η αντίληψή της δραπετεύει στα περασμένα
Καίγομαι να σας αποκαλύψω κάτι ανυπόφορο που με σπρώχνει στην τρέλα και μου συνέβη όταν κρυβόμουν από τους Ρώσους...
Τα αυτοκίνητα πήγαιναν αργά, σχεδόν ακίνητα, και τα κορναρίσματα δεν ακούγονταν, παρά τις επίμονες προσπάθειες των οδηγών
Φορούσε κράνος; με ρώτησαν στην αστυνομία. Ναι, πάντα τού φορούσα σκούφο, μπέρδεψα τα λόγια μου.
Από τους κροτάφους, το φως ταξίδεψε αστραπιαία στο έντερο, στην αφετηρία όλων των ασθενειών
Οι χάρτινες τσάντες έμειναν ένα μήνα δίπλα στην εξώπορτα του διαμερίσματος περιμένοντας τις φίλες της
Μια κλωστή φάνηκε να σπάει στο μυαλό της και είπε στη μαμή πως γέννησε τον Άνεμο του Χιονιά και να της τον φέρει να τον θηλάσει