Ενδυνάμωσις

Ενδυνάμωσις



Ξηρός, από ατσάλι, κοφτερός
σαν λαιμητόμος ή το δρεπάνι της αδελφότητος
ηγετών που κίνησαν απ' το κέντρο του σύμπαντος
μετρώντας τα βήματα -τίμια- όπως ο μόχθος
κρατώντας το μέτρο του ανέμου, ο ρόχθος,
δεν ήταν της θάλασσας αυτός,
καταρράκτης θέσφατος
τωόντι, ήταν διάπυρος

            *

Τις μοίρες του όρισαν φυσιοδίφες, αλχημιστές
δίχως ένδεια, ψυχές αθάνατες, οργισμένες
από της ίδιας της λέξεως την άλλη σημασία, παρωχημένες
πεποιθήσεις, -αρχέτυπα-, ψευδαισθήσεις ορκισμένες
παραισθήσεις από το τίποτα ποτέ αμελητέες
στο πλεγμένο στρωσίδι του μηδενός -συνδαιτυμόνες-
δεν ήσαν του ανθρώπου, φωνές ευαίσθητες
τωόντι, ευέξαπτες ήσαν περγαμηνές

                *

Ψυχρός αγέρας συγκατανεύει σφυρίζοντας
την μελωδία τους, το μυστικό εξυμνώντας
που είναι γεμάτο άλογα ξόρκια, γριμόριο της φωτιάς,
του φωτός εβένινο πέπλο ο αιθέρας
στην αγκαλιά του τα δέντρα τυλίγει, τα φύλλα χορεύοντας
και τα κλαδιά τους, μανιασμένος δερβίσης, σαν έρωτας
χαϊδεύει την χοϊκή επιδερμίδα της σφαίρας
τωόντι, να ηδονίζει ευφραίνεται ο φαντομάς


                *

Συμπόνια γεμάτο το σμάρι-ηχόχρωμα πηγής ατέρμονης
στραφταλίζει στους οφθαλμούς κάθε ευφυούς αστερόσκονης,
βομβίζει στα αυτιά μονάχα της αποκαρωμένης ψυχής
των ζοφερών καθωσπρέπει ανθρώπων της άπληστης,
της εκ του πονηρού κοινωνίας μιας στρεβλωμένης νόησης…
Σαγηνευμένοι λυκόκυνες τραγουδούν το κλάμα της
χαροπούλια κικκαβίζουν, ασάλευτα σαν κίονες στέγης,
τωόντι, ήσαν και οι θεοί στο χορό της

                *

Οικία "η κατεχόμενη" από υποτιθέμενους αθώους ανήθικους,
παιδιά των σκλάβων πλάι στους αργυραμοιβούς
πεπαιδευμένα, που με αβρότητα φέρονται μεταξύ τους,
συνειδητά ασυνείδητα με ευπρέπεια φυλακίζουν τους λιμασμένους
υποσχόμενα ζωή χαρισάμενη στους θαλερούς…
Τέτοια ανδρείκελα συμπόνεσε η ορκισμένη στους λόφους,
η οργισμένη ψυχή των ψυχών τους
τωόντι, κατέφθασε με το φως στην οικία του σκότους

                *


«Ος-ες-ας-ης-ους, ος-ες-ας-ης-ους,
οσεσασησους, οσεσασησους,
Ως εσάς Ιησούς, ως εσάς Ιησούς,
"Ουαί εις εσάς" Ιησούς, "Ουαί εις εσάς" Ιησούς,
"Ουαί εις εσάς" ο Ιησούς, "Ουαί εις εσάς" ο Ιησούς»
Γέμισαν την οικία ψιθύρους,
ξόρκια, κατάρες και ενοχικούς ψόγους
τωόντι, τους είχαν μαγέψει τους πονηρούς

                *

Φυλή που δεν έχει πατρίδα, νομάδες ουράνιοι
σαν Καλάς και σαν Μπαζώ, σαν Βεδουίνοι, Σαρακατσάνοι,
και Ούνοι, σαν Ρομά, αιθέρια άβαταρ, φυλή αλλόκοσμη∙
αυτοί το κάλεσμα έψαλλαν -ένα μάντρα για την χαμένη αγάπη-
ώσπου έντρομοι κουκουλωθήκαν οι άλλοι, πέρα για πέρα τρελοί,
οι κόλακες κοινωνικών συμβολαίων, κατουρημένοι,
κατουρημένες ποδιές φιλούσανε φοβισμένοι,
τωόντι, λυτρωθήκανε προς στιγμήν προσευχόμενοι

                *

Ο άνεμος καταλάγιασε, το υψίσυχνο σφύριγμα
έπαψε,
έπαψαν και των λυκόκυνων τα μοιρολόγια, το κίβδηλο φως έσβησε,
δύο φτερουγίσματα και δύο ακόμα: «κουκουβά-κουκουβά!» έκλαιγε∙
η δεύτερη στο παραθύρι τους στάθηκε,
άστραψε ξανά και ξανά, ο ερεβώδης ουρανός φωτίστηκε,
οι ελεημονούντες ένα κουβάρι, αγκαλιαστήκανε,
μες στο σκοτάδι των οφθαλμών της κάποιοι γελούσανε,
τωόντι, επουράνιο το γριμόριο ταξίδευε

                *

«"ιε, ιε,ιε -ιε,ιε,ιε", μία φωνή-η φωνή μας
"ιε, ιε,ιε -ιε,ιε,ιε", ένας ψαλμός-η κραυγή μας
"ιε, ιε,ιε -ιε,ιε,ιε", μία δύναμη-η φωνή μας
"ιε, ιε,ιε -ιε,ιε,ιε", αλαλαγμός-η κραυγή μας»
Κι αναριγούσαν κλαίοντες οι υποκριτές της φυλής μας,
έτρεμαν το δικό τους φάντασμα που αγαπά την ζωή μας∙
τότε το μάντρα έπαψαν να ψάλλουν οι εκστατικοί σύντροφοί μας.
Τωόντι ακούστηκε: «Πρέπει να γκρεμιστεί το μισό σπίτι μας»

                *

Ατσάλινο βέλος καταυγάζει ασημένιο και βιολετί-φωτεινό,
υπόκωφος ήχος, αχός ζοφερός εισβάλλει στο απάγκιο
κατατρύχει τους χαμερπείς καθωσπρέπει, αιδημοσύνη σκορπά η ηχώ
αποκαρωμάρα η επαλληλία: καταυγασμός- ήχος βαθύς και ηχώ∙
τα δάκρυα της ψυχής στα κεραμίδια σταλάζουν, με αίμα γεμάτο,
το φωτεινό παράθυρο πάλλεται, πάλλεται το σπίτι ολάκερο,
παραληρούν οι αγγελοπρόσωποι με τα αντία του τίποτα στον χορό,
τωόντι, μεγαλύνουν τον κεραυνό

                *

Δονήσεις , σιβυλλικές, δημιουργία του Λόγιου,
επουράνιο τράνταγμα - αποδέσμευση εκ του πονηρού,
φυσικό φαινόμενο, συνεσταλμένη ενέργεια του θεού,
καλουπωμένη και τεθλασμένη μαρμαρυγή του επιούσιου
βίου των παραπεταμένων και σμπαραλιασμένων, του δρόμου,
του δωματίου, της παγωνιάς και της κάψας του χρόνου
που δεν τσουλάει, μες στην θλίψη και την απόγνωση ενός νου
τωόντι συλλογικού

                *

Υπό την αιγίδα του Σκοτεινού, καταιγίδα,
κατωφερής ηλεκτρική εκκένωση προς την μήτρα
του Ηφαίστου η ανθρώπινη φλόγα,
είναι η κάθοδος της Εστίας γεμάτη αγάπη θυσία
που σκίζει στα δυο της θεόπλαστης την οικία.
Ασεβής ή ανόητη, περίεργη ή πονηρή η Πανδώρα
ρημάζει τα πάντα μέσα στο ίδιο της το σπίτι ολόθυμα.
Τωόντι, μεγάλα των θεών τα έργα

                *

Στην πυρά, στην πυρά, στην πυρά το μισό το σπίτι
μπρος στην πυρά η φαμίλια των αδίστακτων ευγενών ευδοκεί,
οι ψεκάδες τους με τις ψιχάλες συγκινημένων ψυχών, βροχή λοξή,
η εκπνοή των ενωμένων ψυχών - ένα σμάρι,
ένας γλυκός άνεμος και μία ακόμη φωνή «Δακρύζει,
δακρύζει, δακρύζει»∙
στάχτη απέμεινε φαιός καπνός και αχλή
απ' τις περγαμηνές, κι ο λαβωμένος φωνάζει:
«Τωόντι, η Εστία δακρύζει, δακρύζει!»

                *

Με σώας τας φρένας δεν μένουν τα αδαή τέκνα
από του λευκού θεού τα έργα κι από της φύσης τα χρώματα,
γεννούν, σύμβολα-ψευδαισθήσεις του Ιδίου ως Δαίμονα
και παραισθήσεις, στα τείχη του οίκου ανάμεσα.
Ως Νους ο Άνθρωπος ελεύθερος εκεί τριγυρνά,
ενέργεια η θέληση του, καθ'ομοίωσιν επιθυμίες και πάλι γεννά
ώστε φυλακισμένος να ζει από της βάρβαρης ελευθερίας του τα δεσμά.
Τωόντι, της αλχημείας ο κεραυνός σοφία και γνώση σκορπά



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: