Πειραιάς (1969-1978)

Πειραιάς 2005.
Πειραιάς 2005. / φωτ. Μαίρη Χριστοφίδη


Κατέβαζε το ρέμα της ασφάλτου
σαμπρέλες και βρομόδεντρα, σίδερα σκουριασμένα,
                    επιγραφές σε τοίχους ερειπίων,
κι όλη αυτή η φτωχολογιά των άψυχων πραγμάτων
ήταν ευλογημένη
στην κάψα του Ιούλη
καθώς μες στην ομίχλη του γαλάζιου διέκρινες στον ουρανό
πάνω απ’ της ώχρας παλιούς σοβάδες
και φοινικιές ζωγραφισμένες με νερομπογιά,
να διαγράφεται
ψηλός, μισόγυμνος, γεροδεμένος με ρόδινο χιτώνα
τη θάλασσα για ν’ αναγγείλει
σαν από μηχανής θεός
ο ήλιος

Κι όταν πια φύσαγε απ’ τα κενά σπασμένων ακροκέραμων
η αύρα του Αιγαίου, του ταξιδιού προθάλαμος
και κάτι αχαλίνωτο σε προσκαλούσε
στο ευτυχισμένο δράμα των κυμάτων

το νήμα τέλειωνε της Αριάδνης
κι ο δρόμος, ανοιχτός για τη φυγή —

Τι φως και χάος, ηδονικό λεφούσι ανθρώπων
τα σκονισμένα απ’ το μελτέμι της τζιτζιφιάς φυλλώματα
παρατημένα εργοστάσια, έρημες ράγες
κατάντια κι ομορφιά μιας φτώχιας που δε σέβεται
το επίσημο στερέωμα του αττικού ουρανού —

η μόνη μνήμη αρχαίας δόξας
η μόνη ανάμνηση αίγλης αρχαϊκής
που τώρα θα την άφηνες –κάθε φορά– για πάντα!

Αχ, η αλμύρα, μοίρα αναπόδραστη — κι όλα μαζί τα πλοία
εμπορικά, τριήρεις, μαούνες, φέρι μποτ και υπερωκεάνεια
ξεκίναγαν σαν θρίαμβοι
να σκίσουν τα νερά

Αγέλες ζωντανών ονείρων απ’ την πηγή τους να ξεχύνονται
κι αυτή αμέτρητα καράβια ν’ αναβλύζει …

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: