Ραψωδία σε τόνο ελάσσονα

Φωτ. Γ. &. Γ. Ζαρζώνης
Φωτ. Γ. &. Γ. Ζαρζώνης




ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Τι είναι έλασσον και τι μείζον στην ποίηση; Το μικρό και το μεγάλο είναι έννοιες σχετικές. Κάτι μεγάλο, σαν πελώριο πυροτέχνημα, θαμπώνει, γεμίζει τον ουρανό χάνεται αμέσως. Κάτι μικρό, χαμένο στη φύση, περίμενε για χρόνια μέχρι να το ανακαλύψει κάποιος χρυσοθήρας και να το μετατρέψει σε αντικείμενο θησαυρού. Τα ψήγματα χρυσού είναι απειροελάχιστα. Ο γαιάνθρακας σχηματίζει ένα κοίτασμα ογκώδες και συμπαγές. Μέγα μέρος από το κοίτασμα ίσως να στοιχίζει όσο το άθροισμα των ψηγμάτων.Ακόμα και τα γιγάντια κτίσματα ίσως να μην έχουν την αξία των μικροτέρων, ιδιαίτερα ως προς την αισθητική ποιότητα. Οι Πυραμίδες, ως εντυπωσιακές γεωμετρικές κατασκευές, σβήνουν μπροστά στο σεμνό, αλλά έξοχα κατεργασμένο, Ερέχθειο.
Τη σχετικότητα των όρων μείζον και έλασσον στην ποίηση, άλλωστε, την τονίζει ευθύς εξαρχής, σε σχετική του μελέτη, ο Έλιοτ: «I do not propose to offer you, either at the beginning or at the end, a definition of “minor poetry”. The danger of such a definition would be, that it might lead us to expect that we could settle, once for all, who are the “major” and who are the “minor” poets. Then, if we tried to make our two lists, one of the major and one of the minor poets in English literature, we should find that we agreed which we should differ, and that no two people would produce quite the same list: and what then would be the use of our definition ? ( T.S. Eliot, What is Minor poetry?).
Παρ’ όλα αυτά, οι ισχυρές ιδιοσυγκρασίες δίνουν το στίγμα, σφραγίζουν την ποιητική αισθητική, εκφράζουν τους πολλούς, καταγράφονται με βαθύ αποτύπωμα υστεροφημίας. Η αναφορά του ονόματός τους ανακαλεί αυτόματα έναν κόσμο, μια ματιά πολύ καταλυτική. Οι μείζονες ποιητές γράφουν ιστορία.
Ωστόσο, οι ελάσσονες ποιητές, ενώ φλερτάρουν τη λήθη, κι εν τέλει της παραδίδονται, διατηρούν ένα προνόμιο: ότι κανείς δεν αποκλείει κάποτε να θεωρηθούν μείζονες και να κλέψουν τη φήμη των μεγάλων και τιμημένων. Τι ήταν ο Κάλβος, μέχρι να τον εξερευνήσουν; Κάτι λησμονημένο κι αξιοπερίεργο. Ή ο Ρεμπώ και ο Μαλλαρμέ, μέχρι να εκτιμηθούν σωστά; Ο πρώτος, ακατανόητος παρακμίας, ο δεύτερος, εξεζητημένα φιλολογικός. Ακόμα και ο Καβάφης, ποιο μέγεθος είχε μπροστά στον τεράστιο, τότε, Παλαμά; Το μέγεθος ενός ιδιόρρυθμου κατασκευαστή περίτεχνων «ρεπορτάζ ανά τους αιώνες». Ενώ ο Καρυωτάκης - «απαισιόδοξος» περιθωριακός και νευαρασθενής, άραγε; ή μήπως κριτικός σαρκαστής και αρνητής της μετριότητας και της κοινωνικής υποκρισίας, οξύτατος και πρωτοπόρος μιας αληθινά σύγχρονης (και όχι «μοντέρνας») έκφρασης; Οπότε, η αναμονή σ’ ένα περιθώριο κανείς δεν μπορεί ποτέ να πει πως θα διαρκέσει για πάντα. Μια διαφορετική ανάγνωση μετακινεί ένα έργο από τον αποκλεισμό στην αποδοχή, και μάλιστα την πιο ανθεκτική στον χρόνο. Άρα, πάντα, για τους αγνοημένους και τους μετρίως αναγνωρισμένους, θα υπάρχει η ελπίδα. Ενώ, αντίθετα, οι μείζονες, την ύστατη στιγμή του βιολογικού τέλους, ίσως και να βιώνουνε άξαφνα το άγχος της μετέπειτα λήθης, όταν πια δεν θα υπάρχουνε και θα’ ναι αργά. Αν, βέβαια, είναι ευφυείς και όχι τυφλά ματαιόδοξοι μέχρι τέλους.
Μήπως λοιπόν η ποίηση, όντως, δεν γνωρίζει μείζονες κι ελάσσονες; Άλλωστε, στο τέλος-τέλος, έτσι ή αλλιώς, τους τιμά όλους με τη σκληρή της απάρνηση, εφόσον σε μάκρος χρόνου, όλα σχεδόν αποδεικνύονται, μικρά ή μεγάλα, εφήμερα. Λίγα μένουν. Κι αυτά ως «ανώνυμα». Τα υπόλοιπα, απλώς, αρχειοθετούνται. Ποιος εγγυάται με απόλυτη βεβαιότητα την ύπαρξη του Ομήρου ή του Σαίξπηρ; Κι αν τη βεβαιώνει, πώς την τεκμηριώνει και τη συνδέει με το έργο, έξω από την περιοχή του θρύλου, ή του μύθου;
Επομένως, το ζήτημα στην ποίηση δεν είναι ζήτημα διαστάσεων. Μια μεγάλη διάσταση, απλωμένη πολύ, χάνει τα όριά της και ξεθυμαίνει, αν η ποίηση είναι διάχυτη παντού και σποραδική μέσα στο τεράστιο έργο, που τις περισσότερες φορές υπηρετεί αλλότριους ή εγωπαθείς σκοπούς. Αντίθετα, μια μικρή διάσταση, με συμπυκνωμένη ποιητική ενέργεια, συγκεντρωμένη γύρω από άξονες και πυρήνες ανθεκτικούς, όσο και οι περίπλοκοι τεχνολογικοί μηχανισμοί, μπορεί να θυμίσει αυτοσχέδια βόμβα : εφόσον μάλιστα, κατ’ ουσίαν, Une bombe est une chose au même titre qu’ un fauteil empireun peu plus méchante … (Απόψεις του Σαρτρ για τον Μαλλαρμέ). Βόμβα, που η μεταφορική έκρηξή της, βέβαια, δεν καταστρέφει, αλλά επιδρά στη συνείδηση ανατρεπτικά, καταλυτικά.
Αυτό, αμέσως-αμέσως, φέρνει στη σκέψη, σαν πιο σημαντική από την έννοια του μεγάλου και του μικρού, την έννοια του αναλυμένου και του συμπυκνωμένου. Της ποίησης και του ποιήματος. Της ποίησης, όχι σε συνεργασία με άλλες κατηγορίες της γραφής (αφήγηση, φιλοσοφία, ιδεολογία, παραληρηματική αυτοέκφραση, αυτοβιογραφία, διαλεκτική με άλλα κείμενα, κλπ.) αλλά της ποίησης ως ποίησης και μόνο ποίησης.
Δεν αναφέρομαι, προς Θεού, στενά στην poésie pure. Αν και γιατί όχι, ένας ορισμός κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, θα την περιλάμβανε. Κάτι άλλο με απασχολεί.
Ο Αλαίν Μπαντιού, στη μελέτη του περί εποχής των ποιητών, στην αρχή κιόλας, χρησιμοποιεί τον όρο «καθαροί ποιητές» (purs poètes), αναφερόμενος στους ποιητές που θα τον απασχολήσουν- Ρεμπώ, Μαλλαρμέ, Τρακλ, Μάντελσταμ, Πεσσόα, Τσέλαν - και που τους τοποθετεί στη σκιά του Χαίλντερλιν (ενός ρομαντικού ποιητή «ελάσσονος» φήμης, όταν ήταν κυρίαρχο το έργο του Γκαίτε, του Σίλλερ, του Χάινε).
Παράλληλα, ερευνώντας στο διαδίκτυο τον όρο ελάσσων ποιητής, βρίσκω το εξής απόσπασμα από μελέτη σχετική με τον Αμερικανό ελάσσονα μπητ ποιητή John Wieners:

Where Ginsberg saw value in being a ‘pure poet’ he did not pursue the possibility that such purity could exist only because of and as an integral part of Wieners’s minorness. Poetic purity in this case was not something that could be achieved, awarded, or disseminated. By definition it ran counter to the notions of accolade and recognition. It was not a matter of attainment but sacrifice – a sacrifice and replacement of ambition, of ‘majorness’ with poetry itself. (Jennifer Soong The minor poet: a case of John Wieners. Received 23 May 2022, Accepted 9 Sep 2022, Published online: 7 Dec 2022.)

Παρατηρούμε πως ο μελετητής αναφορικά με τον ελάσσονα ποιητή που εξετάζει, θέτει ένα ζήτημα: πολλές φορές, η αξία ενός ποιητικού έργου οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι το έργο κρατιέται στην ελάσσονα κλίμακα, από ανάγκη πνευματική και αισθητική που το οδηγεί σ’ ένα είδος αυτοθυσίας. Αν ενέδιδε στον φιλόδοξο πειρασμό του μείζονος, θα έχανε ίσως ένα ιδιαίτερο υφολογικό γνώρισμα που το χαρακτηρίζει και το κάνει μοναδικό.
Οι σκέψεις αυτές με συνοδεύουν κάθε φορά που παραδίδομαι στην αναγνωστική μου λίμπιντο να επιστρέφω σε τρεις «ελάσσονες» Έλληνες ποιητές, που από νέος με γοήτευσαν, και συχνά τους προτιμώ από άλλους μείζονες, όπου με σπρώχνει μονάχα ο φιλοπερίεργος αναγνωστικός εξαναγκασμός.

Ραψωδία σε τόνο ελάσσονα

Αναστάσιος Δρίβας (1899-1942)

Εστέτ, καλλιτεχνικός, με έντονη αγάπη για την «καθαρή ποίηση», τον Σολωμό, τη ζωγραφική. Η γενιά του ’30 τον δέχτηκε στους κόλπους της, ως παρείσακτο. Πέθανε στην Κατοχή από τις στερήσεις. Ο Καραντώνης μιλά γι’ αυτόν θετικά, μα συγκαταβατικά.

Βέβαια, ο Δρίβας δεν είναι πλούσια ποιητική φύση. Ούτε είχε την ευρωπαϊκή αγωγή των άλλων. Τον μοντερνισμό τον επήρε από δεύτερο χέρι – κυρίως από τον Σαραντάρη […] Όμως ο Δρίβας είχε κάτι το αγνά καλλιτεχνικό. […] Ποιητής λιγοστός, μικρής πνοής, με έμπνευση που την πιάνει στα δάχτυλά του, όπως πιάνει κανείς τις πεταλούδες. […] Το πάθος του είναι η έκφραση, η διαύγεια, η λιτότητα — αρετές ελληνικές. ( Αντρέα Καραντώνη, Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση, Γύρω από τη σύγχρονη ποίηση, εκδ. Δ. Παπαδήμα 1976, σελ. 245-249)

Αναρωτιέμαι τι σημαίνει μικρής πνοής, όταν η μεγάλη πνοή πια σήμερα τείνει να αρχειοθετηθεί ως μη αναγνώσιμη, καθώς κυριαρχεί το ποιητικό στιγμιότυπο, αν όχι το σλόγκαν, κι όταν ο ελληνικός ποιητικός μοντερνισμός του Μεσοπολέμου, ο μείζων, αρχίζει, σιγά-σιγά, να φαντάζει σαν ένας μοντερνιστικός «παλαμισμός» ( ο όρος αυτός δεν έχει τίποτα το αξιολογικό). Κι όταν ο ποιητικός μινιμαλισμός, κερδίζοντας έδαφος, προτιμά, μετά τον Τσέλαν, την έκθεση παρά την επιβολή της ποιητικής σύλληψης. Άρα, το μικρής πνοής και η έλλειψη «ποιητικού πλούτου» μεταφράζεται ως λιτότητα, παράθεση και όχι διαπλοκή των ποιητικών υλικών, μικρή φόρμα του αποστάγματος όπου το κενό «μιλά» περισσότερο γλαφυρά απ’ ό,τι τα ρητορικά ευρήματα και οι πεζολογικοί συνειρμοί (ο Σεφέρης στο τέλος της σταδιοδρομίας του, στα Τρία κρυφά ποιήματα, το διαισθάνθηκε).
Η εκδίκηση των mineurs; Δεν θα έφτανα στο σημείο να υποστηρίξω κάτι τέτοιο, αν και η σημερινή κατάσταση της ποίησης όπως την περιγράφω πιο πάνω, ίσως να μην το απέκλειε.

Επιστρέφοντας στον Δρίβα, όσα υποστηρίζει ο Καραντώνης περί «πεταλούδων», τα αναιρούν κάποια κομμάτια μιας ποιητικής σειράς, με αξιοσημείωτη συνοχή, δύναμη αλλά και βάθος.
Μια δέσμη αχτίδες στο νερό. Δέσμη αποχρώσεων. Ανάλυση του φωτός. Ιριδισμός και ουράνιο τόξο. Παρά τις επιρροές της καθαρής ποίησης, η δραματικότητα υπάρχει σαν μαγικό σκιόφως. Τόνοι έγχωμοι πλάι σε γκρίζες και σκοτεινές πινελιές. Εξπρεσιονισμός. Λίγο ακόμα και θα μπορούσε ν’ ανιχνεύσει κανείς εδώ την καταγωγή αντιστοίχων, κατοπινών, συνθέσεων μεγαλόπνοων ομοτέχνων του : Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα ( Ελύτης) και Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα ( Σεφέρης).

Πυρακτωμένο μέταλλο ρευστό γαλάζιο
κυμάτισε πάνω από την ύλη, ο ήλιος
στρώνοντας νέα χειμερικά ωκεάνεια στρώματα

το διψασμένο σώμα μύριζε λείψανο ξανθής γυναίκας

Η απαθής σκληρότητα και θλίψη των τοπίων της καθημερινής ζωής, όνειρο σπαρακτικό, θυμίζει τον Τρακλ. Πολύ πριν τον Εγγονόπουλο και τον Σαχτούρη, έμμεσα τον εισηγείται, ως διακείμενο, μάλλον δεν τον γνώριζε, πάντως τον περιείχε ακούσια, μετέχοντας στο συλλογικό λογοτεχνικό ασυνείδητο.
Συναιρούνται εικόνες ασχήμιας, ή ερημιάς, ή σπαραγμού, με κάτι πάντα το αλχημικά μαγικό, όπως και στον Τρακλ. Τα πρόσωπα των ποιημάτων, άσχημες γυναίκες, γριές, πόρνες, ζητιάνοι, δεν είναι παρά φιγούρες χρωματιστές σε πίνακες αντίστοιχους με τη ζωγραφική του Soutine, υπογραμμίζουν παγερά το υπαρξιακό αίνιγμα .

Σκέψου […]
Το ζητιάνο που πέθανε
επειδή δεν είχε ζεστό ρούχο να φορέσει
το ραχητικό παιδί την άσχημη γυναίκα.
Η βροχή ξεπλένει τα μάρμαρα
ο άνεμος που χρωματίζει τη θάλασσα
την αυγή και τη χλόη-
παιανίζουν με κύμβαλα πιο θεϊκά
το μισεμό τους.

….
Η τυφλή ώρα σταματημένη στο καμπαναριό ησυχάζει
κωδονοκρούστης ο άνεμος φυγαδεύει κάθε ολέθρια μνήμη
το παρελθόν ενταφιάζεται
θα πεθάνει το γεροντάκι η ζητιάνα του νεκροταφείου…

Η γριά πόρνη θα μοιράσει το σώμα της με τον αλήτη
οι ζητιάνοι θα κοιμηθούν σε ανίσκιωτα πικρά δέντρα
ενώ η γριά μητέρα της θα πεθάνει
την ώρα που θ’ ανάβει
την αρχαία ερειπωμένη της λάμπα

η άσχημη γυναίκα ντυμένη χειμωνιάτικα
αισθάνεται το ψύχος
τον ανθό της ρήγισσας αγγελοκρουσμένης νύχτας

Η καθημερινότητα και τ’ όνειρο διαπλέκονται, χωρίς ηθελημένο υπερρεαλισμό, σε παράξενα πεζοποιήματα.

Μίλησε με το μαχαίρι : να κτυπήσει να μη κτυπήσει. Σκρόφες ( του δρυμού πικροκιθάρες) βαστάνε το σκληρό δικό του χέρι. Πλησιάζει…
Αφαίρεση και πυκνότητα σε αποτελέσματα μαγικά.
Εγώ που έχασα τον ύπνο μου
δίνω ύπνο :
το μαγικό και την αγάπη …
….
Διήγημα
ο παλιός ο χρόνος
ύστερ’ από τη συνουσία
η φωτογραφία της γριάς μητέρας…

[…]
Η αστροφεγγιά φυτεύει τα διαμαντικά της:
χιόνι
ανεμώνες
ρεζεντά
…..

Ακόμα και ποιήματα-αναφορές, στον Χαλεπά (μανία), τον Περικλή Γιαννόπουλο ( αυτοχειρία), αλλά και τη Γκρέτα Γκάρμπο ( ίνδαλμα μυθικό του μοντέρνου κόσμου). Μια τρίχρωμη παλέτα που δίνει το στίγμα της δικής του προσωπικότητας, ίσως.

Αφιέρωση στην τέχνη με πάθος μανίας μυστικό (Χαλεπάς):

πηλός της κακορεματιάς
η Νεφέλη η Μήδεια ο γονατισμένος Άγγελος

Εξιδανίκευση της Ελλάδας και της Ιδέας μέχρι τον θάνατο (Γιανννόπουλος) :

Θάλασσα! παναγία μητέρα
δέξου τον μονογενή σου

Προσήλωση στο αρχετυπικό, αλλά και σύγχρονο (Γκάρμπο).

Ράγισμα πάγων σε πολική ατέλειωτη μοναξιά
φλόγα του κίτρινου κερένιου ρόδου-

Ποιος άλλος, από τους πρωταγωνιστές της ποιητικής γενιάς του ‘30, ή άλλους ποιητές του Μεσοπολέμου, θα τολμούσε ένα ποίημα για μια μεγάλη κινηματογραφική ντίβα; Πιθανώς, μόνον ο Καρυωτάκης, που ξαφνικά τον ακούς, πίσω από τους στίχους:

Τα καινούργια μου ρούχα
τα καινούργια παπούτσια
το φρέσκο πουκάμισο
το μάλλινο κασκόλ, το ακριβοπληρωμένο-
θα συμμερίζονται την ερήμωσή μου…
[…] θα’ χω καπνίσει το τελευταίο τσιγάρο μου.

Σατιρικός αυτοσαρκασμός. Ακροτελεύτιος.

Ραψωδία σε τόνο ελάσσονα

Αλέξανδρος Μάτσας (1910-1969)

Παρά την μεγαλοαστική καταγωγή και την ανεπίσημη ένταξη στη γενιά του ’30, την σπουδαία «ευρωπαϊκή αγωγή» (σπουδές στην Οξφόρδη) και την υψηλή κοινωνική θέση (διακεκριμένος διπλωμάτης), η ποίησή του, βαθειά ελληνική, συνομιλεί μόνο με τον Κάλβο και τον Καβάφη. Δεν ενδίδει σε μοντερνιστικές σειρήνες. Δεν ενδιαφέρεται, ως εισαγωγέας ξένων προϊόντων, για συγχρονισμούς με την Ευρώπη. Βασισμένος αποκλειστικά στην εμπειρία και με την ιδιότητα του γλύπτη, πλάθει αγάλματα ( ο ποιητής πλάθει αγάλματα. Ο μεγάλος ποιητής είναι ένας κομψός και ρωμαλέος τεχνουργός λέξεων. Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, Βιβλιογονία 1994, σελ. 89).
Ο πραγματισμός, κύριο στοιχείο της ελληνικής αισθητικής ήδη από τους λυρικούς, τους τραγικούς, τον Φειδία και τον Πραξιτέλη, ρεαλισμός εξυψωμένος. Φορμαλιστής, θυμίζει όλες τις εποχές των Ελλήνων όπως συνέλαβαν το ωραίο - είτε υπήρξανε ως μινωίτες, είτε ως αρχαϊκοί, είτε ως κλασικοί, είτε ως βυζαντινοί, είτε ως μεταβυζαντινοί νεοέλληνες. Ο Σολωμός απουσιάζει. Η λόγια αίσθηση κυριαρχεί, βαφτισμένη στην ονειρική διάσταση της ζωής και την εκφραστική αλήθεια της ομιλουμένης, όπως μας δίδαξε ο Παπαδιαμάντης. Αισθητισμός και τελειότητα του θραύσματος, θυμίζει κάποιες στιγμές Έλληνα Μαλλαρμέ, αρχαϊζοντα :

Εσθήτι ποικίλη σ’ εκόσμησα
και στεφάνοις χρυσοίς, και καλών
ονομάτων ευκλεία, τυχαί-
ε πόθε εσπερινέ θε-
ός ταχύπτερος.

Ή με διακοσμητική, ακόμα και κοσμική, διάθεση :

Λάμψις μονόπετρας και κοράλλι νυχιών
στ’ ωραίο χέρι με τα χαρτιά ριπίδιο
Απλό κόσμημα λέξεων που εικονίζουν στολίδι κενό:
Κομψή σοφία ψιμυθίων και στολισμάτων

Εδώ ακούγεται, σαν ηχώ, ο μαλλαρμεϊκός μηδενισμός του ποιητικού νοήματος, όπου κάτω από τον εκλεπτυσμένο μάταιο λυρισμό, καραδοκεί ο εφιάλτης του υπαρξιακού κενού, η ματαιότητα της ποίησης, η αδυναμία της να υποκαταστήσει τον απωλεσθέντα μύθο (Σαρτρ) :

Aboli bibelot d’ inanite sonore

Αλλού, όμως, συναιρείται, η εξεζητημένη, με την απλή, αίσθηση. Το πλαστό με το φυσικό. Το χρυσελεφάντινο, ειδωλολατρικό, γειτνιάζει με το σαρκικό, πρωτογενές και παγανιστικό.

Χρυσελεφάντινη μορφή μεσ’ στη γαλήνη
της ακτής, και τον πυρσό της μεσημβρίας…

[…]
Καθώς εκάθησο στο βράχο, με την κνήμη
στο νερό, και το κεφάλι μεσ’ στον ήλιο
        και το μύθο.

Ο ερωτισμός, περισσότερο αισθητικής τάξεως παρά αισθηματικής, ή αισθησιακής. Η επεξεργασία των εικόνων και των εκφράσεων, μολονότι εδραιωμένη στο συμβάν, συναντά το αφηρημένο :

τις δυνατές στιγμές της αλήθειας σου
τα πρόσωπα που σκότωσες, αυτόχειρ,
τα μάτια σου που είδα φωτισμένα
από το νόημα της προδομένης σου ζωής.

Μνημείωση των αισθήσεων και των αισθημάτων. Εμβλήματα οι εικόνες. Απαθανατίζονται συνήθως μες στο λιοπύρι, ώρα μυστική ακριβοδίκαιης μοιρασιάς του φωτός :

Σκιά δεν μένει στην κολόνα και στο βράχο,
Στον καθαρμό της απολύτου μεσημβρίας
[…]
                λάμψε, στιγμή !
Την σκιάν απέρριψες και συ, ως δας μου, σώμα
ήσυχα καίον, προς τον θάνατον.

Συγγενές διακείμενο ίσως για το ελυτικόν Σώμα του καλοκαιριού;

Κάποιες φορές, ερμητισμός της μεσημβρίας που περιέχει ακούσιες απηχήσεις και από το Θαλασσινό Κοιμητήρι ( Βαλερύ) :

Ευδαιμονία της κολόνας, κυπαρίσσι
των Αριθμών !

Ύπνος και θάνατος σε αγαστή συνεργασία με τον Έρωτα. Έρως ο απρόσκλητος, Έρως, ο διαρκής συγκάτοικος των εραστών, παρατηρεί, παρακολουθεί, αποστασιοποιημένος από τα υπέροχα και τραγικά έργα του, την απογείωση και τη συντριβή των δύο ερωτευμένων. Τις νύχτες σαν ένα τριπρόσωπο πλάσμα ( Ύπνος, Έρως, Θάνατος) με το προσωπείο του Ύπνου, κοιμάται ανάμεσά τους. Μοχθηρός αντίζηλος.

Αντέραστης ανάμεσά μας πλάγιασεν
ο Ύπνος.

Ωστόσο, πρόκειται για μια ποίηση που δεν αποκλείει τη δραματικότητα. Ή την κριτική της ανθρώπινης κωμωδίας. Την ουσία κάτω από κέλυφος της ομορφιάς. Τη φρίκη κάτω από τη γυαλιστερή επιφάνεια της ρητορικής. Την τραγωδία.

Περνά το κάρο των πτωμάτων—
Μεσ’ στα βασανισμένα σκέλη
Και τις ανώνυμες σορούς,
Εκάβη ! ψάξε τα παιδιά σου !


Στο ποίημα «Μάσκα του 1942», όσο πουθενά αλλού, μέχρι τότε, στην ελληνική ποίηση, πιθανώς και στην ξένη, ο δοσιλογισμός συναντά τον ερωτισμό της αμοιβαίας έλξης θύτη και θύματος. Ανάλαφροι απόηχοι από το μέλλον ( Ζενέ, Κολτές).

Ήρθεν η αποκριά σου, φόρεσε το προσωπείο
                Μη σε δουν οι Ερινύες,
και κατέβαινε στο μπλόκο να σε κάνουμε Θεό.
[…]
Ποιον θ’ αφήσεις, ποιον θα δείξεις ;
[…]
Είν’ αφόρητο το βλέμμα που σου ρίχνει σαν περνάς,
                σαν να σ’ έχει αναγνωρίσει,
[…]
πόση φλόγα μες στα μάτια, πόση θέρμη στην αγκάλη !
[…]
                Έλα! σήκωσε το χέρι!

Ο Έλιοτ ως απόμακρη ανάμνηση, στο πρόσωπο του ερμαφρόδιτου μάντη :

Τειρεσία !
καταραμένε μάντι, με φωνή
γυναίκας άσεμνης στα χείλη, και με γένια
στους κρεμαστούς μαστούς, ω αίσχος
περήφανο !

Αλλά και σε τοπία της πόλης ή της κατοχικής «έρημης χώρας» :

στις θύρες των θεάτρων και των κέντρων—
όπου ανήσυχες η πόρνες ενεδρεύουν,
και τριγυρίζουν ντροπιασμένοι θηρευταί
Κ’ η πόλις του λιμού και του θανάτου,
η πόλις που μυρίζει πτώματα

Τέλος, το καλοκαιρινό λιοπύρι ταυτίζεται με το μυστικό φως. Η «ηλιακή μεταφυσική» του Ελύτη αλλά και «ο πρώτος εαυτός» του Σικελιανού ; Η κάθαρσις επέρχεται μόνο στο νησί της Δήλου, τον ομφαλμό του κόσμου, το πιο ηλιόλουστο σημείο της Γης, «σε θάλασσα σγουρή σαν κούρου κόμη».

Την κάθαρσί σου ζήτησε σ’ αυτό
τ’ αυστηρό χώμα, κ’ ίσως κατορθώσης
τον πάλλαμπρο του εαυτού σου τοκετό.

Αριστοκρατικός ποιητής. Άρα ελάσσων, γιατί δεν προορίζεται για τους πολλούς; ( Μα το ίδιο ήτανε και ο Χαίλντερλιν, ή ο Κάλβος, ή ο Ρεμπώ, κάποτε, προτού «ανακαλυφθούνε». ) Σε μια πιο προηγμένη στιγμή της ποίησης θα μπορούσε, άραγε, το υλικό των στίχων του να γίνει κοίτασμα πολύτιμο, που το κάλυψε μεθοδικά, όπως και τόσα άλλα, η μεταπολεμική πεζότητα και λατρεία του καθημερινού ; Γιατί όχι.

Ραψωδία σε τόνο ελάσσονα

Γιώργος Θέμελης (1900-1976)

Πέρασαν απ’ την άγια κρύπτη
Τη μυστική ατέλειωτη κυοφορία
Της πέτρας και του γαλάζιου
Και δεν ένιωσαν το ρίγος
Την τρυφερή παλλόμενη χορδή

Δεν ένιωσαν τη φρίκη
Απ’ τα σιωπηλά μουσκεμένα σπήλαια
Όπου κοιμάται ο θάνατος
Σαν ένα χαμένο κοχύλι

Γράφει ο Πεντζίκης γι’ αυτούς τους στίχους του ποιητή Γιώργου Θέμελη :

«Το κοχύλι, λέει πάλι ο ποιητής, είναι στα μουσκεμένα σπήλαια, θάνατος που κοιμάται. Ωραία η σχέση του θανάτου και της γυναίκας που και οι δύο εξομοιώνονται με κοχύλι, σχήμα που χωρά πολλούς αριθμούς και γεωμετρία..» ( Επίμετρο, Ο Θέμελης και τα Σχήματα, Στεφάν Μαλλαρμέ, Ο Ίγκιτουρ ή Η τρέλα του Ελβενόν, Μετάφραση-ένα δοκίμιο και επίμετρο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Άγρα, Φεβρουάριος 1983, σελ. 56).

Γεωμετρία, λέξη-κλειδί γι’ αυτή την λακωνική και αυστηρή ποίηση, πουμνημειώνει την υπαρξιακή αγωνία και την οδύνη σε σχήματα παγωμένα και ακίνητα, σαν κλαδιά με φόντο χειμωνιάτικο ουρανό. Όπως στους ποιητές της Εποχής των Ποιητών ( Μπαντιού) η εποχή είναι πάντα χειμώνας, ακόμα κι αν εικονογραφεί την άνοιξη.

Κάτι σαν κρίνος σε καρδιά χειμώνα
…..
Ο απέραντος τοίχος με το καρφί και το γκρεμισμένο παράθυρο
…..
Περνάει ο άνεμος φορτωμένος μιλήματα περιστέρια και μάτια
….
Πάνω από κάθε ύψος
Αρχίζει η μοναξιά

Αρχή της ερημιάς. Παγωμένα κλαδιά. Γκρίζος ουρανός. Ατμόσφαιρα ταινίας του Τάκη Κανελλόπουλου.

Εγκαταλειμμένο πορεύεται το λείψανο

Φρόντισα να σταλεί μια πρόστυχη κάσα
(Είναι κάτι ντροπές που δε λέγονται
Κάτι αμαρτίες που φοβάσαι τον ίσκιο σου)
….
Έρμο δυσώνυμο φτωχικό κοιμητήρι
Αναπαύονται όσοι περπάτησαν πεθαμένοι

Ο Κάφκα, ως πιθανότητα, στα δωρικά τοπία του θανάτου, της Κατοχής. Το παράλογο και η φρικτή καθημερινότητα της πείνας. Εικόνες του μαρτυρίου, ανθρώπων που υπαινίσσονται, μέσα στη δοκιμασία τους, ακόμα και τα αποστεωμένα σώματα της αγιότητας. Η Θεσσαλονίκη, πόλη των εκκλησιών, των παραπλήσιων μοναστηριών. Πόλη με νύξεις κεντρικής Ευρώπης, ατμόσφαιρα ονειρικού και σπαρακτικού μυστηρίου (πάλι ο Τρακλ).

Ισχνό λιωμένο σώμα
Σαν ένα γυμνό πεθαμένο πουλί

[…] Μέσα σ’ ένα παράξενο βαθύ όνειρο
Που η καρδιά των παιδιών παγώνει
Τα χαμόγελα ραγίζουν επάνω στα δόντια
Κι οι μητέρες δεν έχουνε μαστούς

[…]
Τα δέντρα εξακολουθούν
Να σηκώνουν τη μοναξιά
Τα σκυλιά να ουρλιάζουν

[…] Φάσμα λιπόσαρκο μέσα στη νύχτα
Φτερού αποτύπωμα στα ξύλα μιας κούνιας
Διψάει μια στάλα δροσιά ψάχνοντας μέσα σ’ όλα τα μάτια
Περιεργάζεται ένα γυμνό κρανίο
Ένα στεγνό πεθαμένο πρόσωπο
[…]

Αν είχε τρόπο να μιλήσει η σιωπή, αλλά και η αγνότητα, τον τρόπο αυτής της ποίησης θα επέλεγε. Πολύ κοντά στη βουβή ενατένιση που μοιάζει με προσευχή. Απάθεια; Όχι. Αξιοπρέπεια; Λίγη, αν τη σκεφτείς. Μάλλον, αποφυγή του εγώ και σχηματοποίηση των μορφών, που γεωμετρεί το ρεαλιστικό και το μετατρέπει σε ιερό, όπως στις βυζαντινές εικόνες. Τα χείλη μιας Παναγίας, με την αδιόρατη πίκρα : μητέρα χωρική, μεγαλοπρεπής. Λεπτότητα, που μεταμορφώνει το αίσθημα σε γεωμετρικό σχήμα και τείνει στην αγγελική εξαϋλωση, στη χώρα του μυστικού.

Πρόσωπο χαραγμένο στον άνεμο
Μορφή αναμμένη στην όραση
Στόμα πικρό σφραγισμένο
Μ’ ένα κομμάτι πάχνη

Τα θαυμαστά σου χέρια βυθίζονται μέσα στη λάσπη
Ξεσκίζοντας τη σκιά κάτω απ’ τα πεθαμένα φύλλα
Και πλάθουν την απλότητα του προσώπου με τα μεγάλα τους δάχτυλα
Χαράζοντας την απαράμιλλη ομορφιά του σύμβολο ζωντανό
Πάνω από τα ζώα
Πάνω απ’ τ’ άστρα

Επάνω απ’ τους Αγγέλους

Εδώ έχει θέση, κλείνοντας, και πάλι μια φράση του Πεντζίκη, με αφορμή τον ποιητή Θέμελη : «Θυμούμαι τη ζωγραφική του Παρθένη, που με τη βοήθεια μεταφυσικών προεκτάσεων, μας έδωκε έναν ακριβή νεοελληνικό προσδιορισμό αυτού του σημείου που, για μένα προσωπικά, είναι η Θεοτόκος Κόρη στο Ναό, απρόσιτη, τρεφομένη από περιστερά.» ( Ν. Γ. Πεντζίκης, ό,π. σελ. 59).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: