Ραψωδία σε τόνο ελάσσονα {2}

Λαπαθιώτης-Δεληγιώργης-Καρύδης-Καπετανάκης
Λαπαθιώτης-Δεληγιώργης-Καρύδης-Καπετανάκης



Υπάρχει ένα θέμα με τους ελάσσονες. Με ποιο μέτρο τους ορίζουμε ως τέτοιους. Με μέτρο την αδύναμη φλόγα του έργου τους, ή με μέτρο την ελάχιστα ή ανεπαρκώς αναγνωρισμένη αξία τους, με αποτέλεσμα, ως περιθωριοποιημένοι, να περνούν εύκολα στη λήθη, αν και το έργο τους είναι σημαντικά μεγάλο και υπολογίσιμο; «Μικρής πνοής», λοιπόν, ή «καταραμένοι»; Μια τέτοια ερώτηση μοιάζει να επιβάλει στην τέχνη της ποίησης τους φυλετικούς νόμους και τις εκκαθαρίσεις, από τους θιασώτες του ανωτέρου και υγιούς ανθρώπου, εις όφελος του πολιτισμού. Αστειεύομαι.
Ωστόσο, δύο μόνο ποιήματα από τις ολιγοσέλιδες Χίμαιρες ( δώδεκα σονέτα όλα κι όλα) του Ζεράρ ντε Νερβάλ, το «El Desdichado» και οι «Χρυσοί Στίχοι», αντιστοιχούν ίσως σε βαρύτητα με ολόκληρο το ποιητικό έργο μεγάλων Γάλλων ρομαντικών, όπως ο Ουγκώ και ο Λαμαρτίνος. Ο ελάσσων, τότε, ρομαντικός συλλαμβάνει την «αλχημεία του λόγου», που αργότερα κωδικοποιεί ο Ρεμπώ, και χαρίζει στον Έλιοτ μία από τις πιο σημαντικές citations της Έρημης Χώρας, που εκφράζουν τη νεωτερική απόγνωση μπροστά στην άλωση του μύθου από το σύγχρονο, τη διατάραξη της ισορροπίας μετά τον «θάνατο» του Θεού. Ο Νερβάλ με τα λίγα του ποιήματα και ποιητικά πεζά μας κληροδοτεί μερικά από τα πιο πολύτιμα αποκτήματα της ευρωπαϊκής ποίησης, με αποκορύφωμα τους «πυθαγόρειους» στίχους :

Un mystère d’amour dans le métal repose :
«Tout est sensible»; – et tout sur ton être est puissant !

Ή τους «αγγελοκρουσμένους» στίχους όπου η Αγία συναντά τη Σειρήνα και τη Νεράιδα :

J'ai rêvé dans la grotte où nage la sirène
Les soupirs de la sainte et les cris de la fée.

Στίχοι που θα κάνουνε τον Αντρέ Μπρετόν να τον θεωρήσει πρωτοπόρο του υπερρεαλισμού, στα Μανιφέστα: « Nerval possède à merveille l'esprit dont nous nous réclamons. »

Ελάσσων ή μείζων; Ελάσσων που σήμερα πια θεωρείται μείζων. Ελάσσων με επιτεύγματα μείζονα, έστω και στη μικρή κλίμακα της κομψότητας του αισθητισμού. Σχεδόν τραγουδοποιός ( χαρακτηρισμός που θα ταίριαζε και στον «στιχουργό» Ρεμπώ ενίοτε, σε κάποια μέρη της «Κόλασης» και κάποια «ελαφρά», όσο και υπέροχα, μικρά στιχουργήματα εν είδει «παιχνιδιών»), αν σκεφτούμε τα λιμπρέτα του Νερβάλ και τις αναφορές του στη μουσική.
Με αφορμή τον Νερβάλ, τον πιο poéte pur ( πάλι ο ίδιος όρος) απ’ όλους τους Ρομαντικούς,….

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Στα όρια της παραλογοτεχνίας, για μεγάλο διάστημα. Έγινε θρύλος, λόγω της προσωπικότητας και της ζωής του. Μετέωρο και Σκιά των Εξαρχείων. Μιμητής του Ουάιλντ, στην όψη και το ήθος. Περισσότερο στιχουργός παρά poetas. Περισσότερο αλλόκοτος, παρά γραφικός.
Ο Λαπαθιώτης, παράξενη φιγούρα. Γλυκερό δηλητήριο στάζουν οι κοινότοποι στίχοι, που αν τους παρατηρήσεις, πίσω απ’ το μελόδραμα καραδοκεί η πεζότητα, πίσω απ’ την αισθηματολογία, ο εγκεφαλισμός. Τι τους μετατρέπει σε ποίηση; Μα ακριβώς η κοινοτοπία ενός μελοδράματος που δεν θέλει να είναι «ποίηση», αλλά μόνο στιχουργία, ψεύτικα συγκινητική, αληθινά κολασμένη.
Έχουν να λένε ότι αυτά τα ποιήματα, ο δανδής αυτός, τα μελοποιούσε και τα έγραφε δοκιμάζοντας νότες στο πιάνο. Τραγουδοποιός ποιητής, χωρίς φιλοδοξίες μιας ιδιοφυίας, καταλήγει πρωτότυπος από το να ξοδεύεται υπηρετώντας τυφλά το ποιητικώς αυτονόητο. Ζει μόνο με ποίηση. Δεν εργάζεται. Συμμετέχει μόνο σ’ ό,τι δεν είναι συνηθισμένο, πεζό.
Απεχθάνεται τη μπουρζουάδικη αγορά. Γι’ αυτό και μισεί τη νεωτερικότητα. Την ανανέωση της παράδοσης με την εισαγωγή νέων μεθόδων. Σε ό,τι διέπρεψε η γενιά του ’30, εξπέρ στη συναίρεση του παλιού με τη «μόδα».
Το περίεργο με τον Λαπαθιώτη — ούτε με τη σκληρότητα του Καρυωτάκη ταιριάζει, ούτε με την πρωτοτυπία του Καβάφη. Κι ας τον τοποθετούν δορυφόρο αυτών των δύο μεγάλων Παρακμιακών ( αλήθεια τι σημαίνει ακμή και παρακμή στην ποίηση ;) Όπως ο Βισκόντι, αν και βέρος αριστοκράτης, συντάσσεται με τους Κόκκινους. Κατά βάθος, αναρχικός, αφού πουθενά δεν τοποθετείται και με τίποτα δεν συμβιβάζεται, παρά μόνο με την τάξη των «ατάλαντων» τραγουδιών του. Πεισματικά δοσμένος στην εφαρμογή όλων των συνηθειών που διέκριναν τους καταραμένους, τους ηδυπαθείς, τους εστέτ. Μέσα στη γραφικότητα των Εξαρχείων, ιερός maudit, με ψαθάκι και χειρόκτια, άνθος στο πέτο, καρφίτσα στη μεταξωτή γραβάτα, μπαστουνάκι πολυτελές ( δική μου φαντασιακή εικόνα για εκείνον). Κομψευόμενος της μπελ επόκ, το πελιδνό του φάντασμα θα χαθεί στη «νύχτα και καταχνιά» του Ναζισμού.
Ο Γιάννης Αποστολάκης, στα κείμενά του (αλλά και ο Δημήτρης Λιαντίνης στα δικά του) εξαιρώντας τον Σολωμό, αποκλείει κάθε άλλον Έλληνα ποιητή από το προνόμιο της ποιητικής αλήθειας. Αυτή την αποκλειστικότητα του Σολωμού, να’ ναι το έργο του «ιστορία ψυχής»,γέννημα της ίδιας της ελληνικής γλώσσας, το ονομάζει «τιμητικό ξεχώρισμα». Λες και σε κανέναν άλλον δεν αναγνωρίζει το προνόμιο της γνήσια ελληνικής φωνής, της γνήσια ποιητικής φωνής, ούτε στον Παλαμά, ούτε καν στον Κάλβο. Πόσο μάλλον στους υπόλοιπους.
Αυτή η αυστηρότητα —υπερβολική, αλλά με βάση αλήθειας— γεννά τη σκέψη πως άνθρωποι σαν τον Λαπαθιώτη ( θα προσέθετα και τον Νίκο Γκάτσο), από ένστικτο, από ροπή της καρδιάς, από ασύνειδη ανάγκη, πιθανώς να έμειναν στη θέση του ελάσσονος στιχουργού και του απλού τραγουδοποιού, σεβόμενοι ακριβώς αυτή τη —διατυμπανιζόμενη από τον Αποστολάκη και τον Λιαντίνη- μοναδικότητα του Σολωμού (και του Καβάφη θα προσέθετα— η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος), μια κι ένιωσαν μέσα τους βαθιά ότι κανείς δεν μπορεί ν’ αναμετρηθεί με αυτό το συντριμμένο μεγαλείο της αχειροποίητης ποιητικής γλώσσας και να βγει νικητής. Θα μείνει απλώς ένας ψευδο-ανανεωτής με ημερομηνία λήξης, εωσότου έρθει ο επόμενος, σε μια σειρά ποιητικής παραγωγής καταδικασμένης να’ ναι ετερόφωτη και φτιαχτή. Αφού η αληθινή ελληνική φωνή ακούγεται μόνο σ’ αυτούς τους δύο Μάγους, παρά τις θύραθεν επιρροές. Που βάση τους είναι η ελληνική παράδοση, ανοιχτή στο αλλότριο, που το αφομοιώνει και το μεταμορφώνει. Όλα τα άλλα είναι, κατά καιρούς, κούφιες ρητορείες και πρόσκαιρες κατασκευές. (Η Ελλάδα είναι ένας ιδιαίτερος μηχανισμός συμμετοχής και αποχής από την ιστορία, περισσότερο ιδέα παρά ρεαλιστική παραγματικότητα, όπου η δυναμική ιστορική της παρουσία, πάντα σχεδόν, αντισταθμίζεται από μια καταστροφή, που μετατρέπει αυτή τη δυναμική παρουσία σε μια σειρά από ερείπια κι αποσπάσματα λαμπρών ναυαγίων. Παράδοξη μοίρα, ωστόσο βαθιά υψηλή και τραγική, διδάσκοντας το απόσπασμα ως μέτρο για την ανθρώπινη κατάσταση ώστε να είναι ανθρώπινη. Άρα κάθε προκοπή κι επίδοση, ως λαμπρό συντρίμμι και μόνο πρέπει να θεωρείται ελληνική. Από την άλλη, όταν μιλούμε για την Ελλάδα, ξεχνάμε πως υπήρξε μια διεθνοποιημένη κουλτούρα από τον Αλέξανδρο, άρα, μια ποιότητα που ξεπέρασε σύνορα και όρια. Αυτή την Ελλάδα εκπροσωπεί ο Καβάφης. Την Ελλάδα ως παγκοσμιότητα. )

Ανεχόμαστε ν’ ανεβαίνουν το πορφυρό θρονί χίλια παράσιτα και χίλια μαλάκια, στενοκέφαλοι κι αντιπαθητικοί και μακάριοι φχαριστούμε διαβάζοντας πως «ο κ. Α ή Β εποιήσατο ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου διάλεξιν περί, κτλ. Ο σοφός ομιλητής κατεχειροκροτήθη.» Κι εμείς ξέρουμε πως ο κ. Α ή Β είναι μια μετριότητα αξιοπεριφρόνητη και κωμική, και στη ζωή και στην Τέχνη…
(ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ)

Ο Λαπαθιώτης, καταγγέλοντας τον ποιητικό, ή τον εν γένει αρριβισμό, επέμεινε στη δική του αλήθεια. Στη σχεδόν παιδική στιχουργία με υλικό τα κλισέ, τόσο πεζολογικά εφαρμοσμένα στην προσωδία. Επέμεινε στα πάθη του, τα πολύ πιο νεωτερικά σε σύγκριση με την απλοϊκότητα των στιχουργικών δοχείων που τα περιείχαν- αλχημικό μάγμα. Επέμεινε στην πιο αρχέγονη μορφή του ποιητή, του ποιητή τραγουδιστή και σπάνιου όντος.
Τον άφησαν εκτός. Τον ξεπέρασαν οι εποχές. Τον ξέβρασε ο χρόνος. Τον επισκίασαν επιμελώς οι καπάτσοι. Κι όμως έμεινε. Αγαπημένος των νέων, τραγουδημένος πολύ, στοιχειωμένος μέσα στο σύγχρονο σαν μορφή, ζωή και αύρα. Αποδεικνύοντας πως η ποίηση, όχι, δεν είναι μόνο η τυπωμένη μορφή των στίχων, αλλά μια άπιαστη ενέργεια που αφήνει ανεξίτηλο αποτύπωμα, με οποιονδήποτε τρόπο. Ακόμα και με την απουσία, όπως στην περίπτωση του Αρίωνα από τη Λέσβο.
Ο Λαπαθιώτης άγγιξε τη λαϊκότητα. Δεν καταδέχτηκε τη θέση του βαλκάνιου εκπροσώπου της ευρωπαϊκής «ρευματολογίας», για να κερδίζει προνόμια (συμβολισμός, παρνασσισμός, σουρρεαλισμός, ελιοτισμός, κ.λπ.). Κι ας ήταν καλλιεργημένος κι ενήμερος. Προτίμησε τη θέση του απόμακρου άρχοντα παρά του τετραπέρατου αστού. Προτίμησε τη θέση του στιχοπλόκου, που γράφει απλά και άμεσα για υποθέσεις καρδιάς και διαθέσεις ψυχής, όπως οι περιθωριακοί ρεμπέτες.

Στη φυλακή με κλείσανε
οι δυνατοί του κόσμου,
κι έσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
να ’ρθω σε σένα, φως μου !

Τα σίδερα λυγίσανε
από το βογκητό μου,
και στέρεψαν, για να διαβώ
κι οι ποταμοί του δρόμου…

Αντίστοιχο παράδειγμα του Παπαδιαμάντη, χωρίς πίστη. Αλλά με αφοσίωση στο αληθινά ταιριαστό με τη «λιγοσύνη» ( Ελύτης) που χαρακτήριζε άλλοτε την Ελλάδα. Σεβαστικός, χωρίς να το συνειδητοποιεί, απέναντι στο παράδειγμα του Σολωμού, που θυμίζει παιδικό τραγούδι τόσο αχειροποίητα μετατοπισμένο στην αγγελική χώρα, θέλησε την ελάσσονα κλίμακα και την υπερασπίστηκε μέχρι θανάτου. Κι είτε το θέλουμε είτε όχι, κατέληξε μείζων.
Προτίμησε τον θάνατο παρά το ξεπούλημα στα νεωτεριστικά εμπορεία. Θα πούνε πολλοί: από αδυναμία και άμυνα. Θ’ απαντήσουμε: και γιατί όχι; αν το αποτέλεσμα είναι αυτό που παρέδωσε. Ο θρύλος. Το μόνο μέτρο για την αντοχή της ποίησης στο χρόνο, ανέκαθεν.
Προτιμότερο ένα απλό τραγουδάκι, στο στόμα των πολλών, για χρόνια, παρά ένα βαρύτιμο έργο, τιμημένο, που το τορπιλίζει η ζωή και χάνεται σ’ αβυσσαλέους βυθούς, μονομιάς.

Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1883-1908) - Δημήτριος Καπετανάκης (1912-1944)

Αν οι μεγαλύτεροι ποιητές μας δεν ήξεραν καλά ελληνικά (Σεφέρης), υπάρχουν κι αυτοί οι δύο που έγραψαν με ξένη φωνή. Δηλαδή σε άλλη γλώσσα. Ο πρώτος, στα γαλλικά, ο δεύτερος, στα αγγλικά. (Δεν είναι οι μόνοι, αν σκεφτούμε, τα γαλλικά ποιήματα του Εγγονόπουλου, ή αντίστοιχα του Σεφέρη, κάποια νεανικά και κάποια ένθετα στα Ημερολόγια.)

Α. Ο Δεληγιώργης πέθανε αφάνταστα νέος, στα εικοσιπέντε του. Ευπατρίδης, διπλωμάτης, οπαδός και φίλος του Παπαδιαμάντη. Λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτόν. Μία μοναδική ποιητική ενότητα δική του: οι « Ρυθμοί του θανάτου και του ονείρου», γραμμένη στα γαλλικά και δημοσιευμένη στο Παρίσι. (Έχει αναφερθεί διεξοδικά σε αυτό η κυρία Άννα Κατσιγιάννη σε σχετική μελέτη: Λογοτεχνικές Διαδρομές, Εκδόσεις Καστανιώτη.)

Γράφει ο Ζαν Μωρεάς, σ’ επικήδειο σημείωμα :

…. Ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, γόνος επιφανούς οικογενείας Πολιτικών, πέθανε πριν λίγο καιρό στην Αθήνα στο άνθος της ηλικίας του.
Ήταν ένα πνεύμα καλλιεργημένο και φλογερό. Αφιερωμένο στις Μούσες.
[…]
Στην αθηναϊκή επιθεώρηση Τα Παναθήναια, ο κύριος Μιλτιάδης Μαλακάσης, ποιητής της μουσικότητας, αφιερώνει σε αυτόν τον θάνατο σελίδες συγκινητικές, σε αυτόν τον πρόωρο θάνατο που θυμίζει κρίνα σπασμένα από τη ριπή της βροχής, ή μαραμένα από την αφόρητη ζέστη.
[…]
Ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης γεννήθηκε στο Παρίσι, αλλά συνέθετε γαλλικούς στίχους στην Αθήνα.
Η απόσταση, όπως φαίνεται, τον κράτησε προσηλωμένο σε αυτή την τόσο εύηχη και ζωηρή έμπνευση που άρεσε στους πρώτους συμβολιστές. Η ψυχή του, όμως, αργότερα κατόρθωσε να συνδυάσει την τελειότητα του Σηκουάνα με εκείνη του αττικού ορίζοντα.

Νοσηρότητα. Αισθητισμός. Παρακμή. Μετουσίωση όλων αυτών σε μαγεία. Λόγου χάρη, στο ακόλουθο σονέτο, που ανακαλεί τις Χίμαιρες του Νερβάλ :

Η όψη σου ισχνή, θερμή, ανάδυση αστραπής
Από μαλλιά σκούρα, κυανά, της κόλασης ξανθά,
Κάρβουνα μάτια, η όψη σου, σίδερο και φωτιά !
Η όψη σου, εφιάλτης Μαγείας Σκοτεινής,

Καρκίνου δάχτυλα γαμψά, που εγίναν ερυθρά
Σ’ αιθάλη μαύρης τελετής, δάχτυλα μαγισσών,
Μακρόστενα, σκορπίζοντας σκόνες δαιμονικών,
Για τ’ άντρο λεν των έργων σου, τη βλαβερή σπηλιά.

Μα οι σκληροί σου οι καρποί, ο γύψος των ποδιών,
Κραυγές θανάτου μάταιες, μες σε καταληψία,
Φρίκη κάποιων εκλάμψεων αποκαλυπτικών.

Φρίκη τα χέρια, σε δαγκώνει η τύψη, μια ερινύα,
Ενώ το στόμα σου ξερνάει μόνο βλαστήμια αισχρή.
Σε αγαπάω, Γοργόνα μου, ψυχή μου, κι αδελφή !

(μτφρ. Στρατής Πασχάλης)

Κι αλλού, το σύγχρονο τοπίο, τα Παράθυρα του triste hôpital στον Μαλλαρμέ, ένα βαθιά μελαγχολικό adagio, σαν βγαλμένο από τον Μάλερ :

Adagio.

Βρέχει. Απ’ το παράθυρο νοσοκομείου τεφρού,
Οι τοίχοι πιο τεφροί, εργοστασίου σωλήνες.
Το πάθος σου, που Εκείνη δεν θα το μάθει, αυτού
Σ’ οσμές αιθέρα θα πνιγεί και σε ψιχάλας δίνες.
Βάλε φωνές, κανείς δεν θα’ ρθει, η νύχτα να,
Προθάλαμος θανάτου όπου ο λυγμός μονάζει.
Των μεθυσμένων βήματα απέξω, και μετά
Κάποια τρελή που ξάφνου πένθιμα ουρλιάζει.

(μετ. Στρατής Πασχάλης)

Ναρκισισμός του θανάτου. Παράδοξη ματαιοδοξία ονείρου μνημειακού. Επιτύμβιο ηδυπαθές.

Ενθάδε κείμαι όπως οι βασιλείς οι Αιγύπτιοι,
Κι ακούω βελούδινα φτερά κάτω απ’ την κρύπτη.

(μτφρ. Στρατής Πασχάλης)

Πινελιές γεωμετρικού λυρισμού που απεικονίζουν περίτεχνη κηπευτική.

Μέσα από κλώνους πράσινους άνθη της αζαλέας
Γύρω από λίμνη ονειρική μαίανδροι της αλέας.

(μτφρ. Στρατής Πασχάλης)

Οι Δελφοί, αντίθετα με την ακαδημαϊκή μυστική σκέψη του Σικελιανού, σε μια μυθική εκδοχή συλλογικού ασυνειδήτου, μπροστά από την εποχή του :

Μες στο γκρεμό που πνίγουνε βράχια της σιωπής,
Στον τρόμο του αινίγματος που κρύβει όλη η σκιά τους,
Πόλη απ’ τον κάμπο αθέατη, άντρο, στην αγκαλιά τους,
Δελφοί, χρυσόμαυρε ομφαλέ ουράνιε της Γης !

Είν’ ο καιρός που οι λαοί χλωμοί κι αγριεμένοι,
Σκαιοί ! μέσα στη νύχτα κατρακυλούν αργά
Για να προσφέρουν, στο άγνωστο, μυστήριο που πονά,
Λυγμό που πρώτη τους φορά μεσ’ απ’ τα χείλη βγαίνει.

Θλίψη λανθάνουσα απ’ των αιώνων τα δεινά
Μες στην ασύνειδη ψυχή τους τραγικά φουντώνει,
Των μυστικών ακόρεστο κακό που εκεί στοιχειώνει —
Παντοτινά τα κυνηγούν κι ανεύρετα είναι αυτά.

(μτφρ. Στρατής Πασχάλης)

Μάταιη ποίηση. Σαν κούφιο εκμαγείο. Από έναν ελληνολάτρη σε γλώσσα ξένη. Τοπία καταραμένα. Μακάβριες εικόνες λαγνείας. Τάφοι λαξεμένοι που κρύβουν αραχνιασμένες μούμιες. Ενώ έξω μαίνεται το κολασμένο λιοπύρι.

Υπάρχουν τόποι απέραντοι εκεί
Απ’ άγονο ασβεστόλιθο πλασμένοι,
Και λάκκοι από σαπίλα βαλτωμένη
Σ’ ορμίσκους σαν κατάμαυρη αλυκή,
Απόκρημνη ακτή υβριδική.

Με σίδερο στικτή ουράνια μέρα,
Σπαρμένες ψαροκόκαλα ερημιές,
Απόγνωσης τραχύτητα οι κορφές
Εγείρουν απ’ τη γύμνια πέρα ως πέρα
Αδιάκριτες του απείρου απλωσιές.

Και το τοπίο αυτό κοκαλωμένο
Σε σκοτεινιά, που παραχώνει, συμπαγής,
Την κάθε ενέργεια απόρροιας κακής
Σ’ αυτό το άντρο των οστών το ησυχασμένο
Για πάντα μοιάζει απομονωμένο.

Μα όταν με φώτα χλομιασμένα και τρελά
Λιώνει η σελήνη, από ψευδάργυρο, κυλάει,
Πετρώνει εκεί στις λιμνοθάλασσες βαθιά,
Από την κάθε τρύπα η σκιά τότε ξερνάει
Του σκοταδιού τις σιλουέτες μια προς μια.

(μτφρ. Στρατής Πασχάλης)

Γιατί; Δεν υπάρχει απάντηση. Ο Δεληγιώργης είναι ένα αίνιγμα. Χωρίς παρελθόν και χωρίς συνέχεια. Αυτόνομος και μοιρασμένος στα δυο, θα μένει πάντα χωρίς αποδέκτη. Όπως οι χαμένοι θησαυροί που περιμένουν τον τολμηρό τυχοδιώκτη να τους ανακαλύψει. Κι όταν τους βρει και τους φέρει στο φως, αλίμονο, αν κρύβουν κάποιο εκδικητικό φάντασμα.
Αν η ποίηση δεν μπορεί ν’ αποτολμήσει αυτό το ανεπίδοτο εγχείρημα, τότε δεν πιστεύει στη μυστηριακή της λειτουργία: να μην ακολουθεί αλλά να προηγείται της πράξης (Ρεμπώ). Ο Δεληγιώργης είναι ένα τέτοιο εγχείρημα. Μια μποτίλια, με το κρυμμένο Σημείο μέσα της, που θαλασσοδέρνεται άσκοπα χρόνια τώρα.
Έργο λοιπόν, αιωνίως θαλασσοδαρμένο χωρίς Ιθάκη, κι ο άνθρωπος που το’ γραψε φώναξε όταν τελείωσε τον παράδοξο σκοπό του, όπως ο Μπωντλαίρ και ο Μαλλαρμέ :

Να ξαναφύγω ! Ν’ αφεθώ σε κάθε ανεμοζάλη,
Απ’ άλλους δρόμους να χαθώ, και γι’ άλλες ήττες πάλι,
Κάθε φαρμάκι να το πιω, σάβανο να ντυθώ,
Μόνος μου, μόνος, μόνος μου …. μόνος μου να’ μαι εγώ !
Χωρίς πια δάκρυα, μορφασμούς. Να βρω τη σωφροσύνη,
Μακριά από πόθους, ερημιές, κάθε πολύβουη δίνη,
Πλάι σε λίμνες πράσινες, σε μέγαρα ανθισμένα,
Τη γρίλια της μισάνοιχτη να βλέπω αφηρημένα,
Μνηστήρας της να γίνω, σε πανσελήνου φως,
Να γίνω απλός, κοινότοπος άνθρωπος, πιθανώς….
Κι αφού απ’ το σάλο απηύδησα, πόνο μετάνοιας πνίγω —
Να βρω έναν όρμο ιδανικό, κι εν τέλει πια ! … Να φύγω !

(μτφρ. Στρατής Πασχάλης)

Έφυγε, σπαρακτικά νέος και παντοτεινα άγνωστος. Η πιο μεγάλη γοητεία. Μόνο γι’ αυτό αξίζει να ’ναι κανείς ποιητής. Για τίποτ’ άλλο.

Β. Ο Δημήτριος Καπετανάκης, πιο γνωστός, διανοητής και φιλόσοφος, μας άφησε τα ελάχιστα ποιήματά του γραμμένα στα αγγλικά. Κάποτε κάποιος τον συνέκρινε, χαριτωμένα, με το νεογοτθικό κωδωνοστάσιο της Μητροπόλεως Μυτιλήνης. Φραγκολεβαντίνικη εκδοχή τευτονικής πνευματικότητας σ’ εδάφη της Ανατολής. Άρα, προτιμότερη η παρατήρηση της Αττικής με τα μάτια του Ματίς, όταν παρατηρούσε τη Νίκαια της Γαλλίας από την ανοιγμένη, λευκή, μπαλκονόπορτα; και η περιγραφή της Λέσβου, με τον τρόπο που ο Καμύ περιέγραψε την Τιπαζά; Ωστόσο, η εφαρμογή μιας ξένης ματιάς σ’ έναν άλλο τόπο, όσο κι αν αυτή η ματιά εξυπηρετεί μια ανανεωτική θεώρηση αυτού του τόπου, μεταφέρει μοιραία κι ένα πνεύμα ξένο, που αδιόρατα ενσωματώνεται και θεωρείται γνήσια τοπικό, ενώ ουσιαστικά είναι αλλότριο. Τουλάχιστον, το κωδωνοστάσιο της Μυτιλήνης, με την αξιοπερίεργη όψη του, εκφράζει πιο ειλικρινά τον διαχρονικό κοσμοπολίτικο ελληνισμό. Έστω κι αν φαντάζει παράταιρο. Ή και γραφικό. Κάθε τι ιδιαίτερο είναι παράταιρο. Όπως και τα κάλβεια μέτρα, δημοσιευμένα στη Γενεύη, από έναν λοξό και περίεργο Έλληνα. Όπως και για τη βαλκανική ευρωπαϊζουσα Ελλάδα, η ποίηση του Καβάφη, με τις χωμενένες μπωνλταιρικές και ουαλδικές επιρροές, σε μια τόσο χαρακτηριστικά αιρετική ποιητική αισθητική, αλεξανδρινού και πολίτικου ιδιώματος. Το ελληνικό καλοκαίρι ως μόνος άξονας για την ελληνικότητα (δηλαδή μόνο οι Κυκλάδες και η Αττική ουσιαστικά, όπου μήτε οι κύκνοι των χορικών του Ευριπίδη έχουνε θέση, μήτε τα νούφαρα των Πρεσπών), καταλήγει τελικά σήμερα να προτείνει ως θέαμα ιδανικό, από το αεροπλάνο, στη Μύκονο και την Πάρο, ένα ατέλειωτο μωσαϊκό από πισίνες.
Ο Καπετανάκης, όμως, πρότεινε το ελληνικό καλοκαίρι, συνομιλώντας διακειμενικά με τα νησιά του Μπάυρον, where burning Sappho loved and sang, μ’ έναν τρόπο ρεαλιστικό μα και υπερβατικό: ζώντας το ελληνικό καλοκαίρι στα νησιά ( όπως ήταν) έρχεσαι αντιμέτωπος με μια γη άσκησης, μόνωσης και σκληρότητας. Μύθου και φόβου.
Ο ήλιος δεν είναι ερωτευμένος με τον άνθρωπο, ούτε η θάλασσα που κατατρώει τα πάντα. Πύρινα ερπετά σφυρίζοντας απομυθοποιούν τη λύρα του αοιδού. Η συκιά, γεμάτη σκόνη, αγωνιά στο γκρεμό. Ο χωρικός σκοτώνει το φίδι. Άγονος πυρετός. Καύσωνας. Θάλασσα βασανιστικής αρμύρας που εύκολα πνίγει. Ο Φοίβος, ξεπεζεύοντας, μένει μαζί μας για να μας πει πως η ομορφιά δεν μετράει. Δεν είναι τόπος Παραδείσου αυτός, αλλ’ απάνθρωπης ερημιάς χωρίς πανάγαθους θεούς. Πέτρες κομματιασμένες τα μέλη τους, συντροφεύουν το δέος της εγκατάλειψης και της αναμονής, πάνω στο βράχο, για ένα καράβι που ίσως να μην έρθει ποτέ. Κι αν φανεί, τα πανιά του θα’ ναι μαύρα.

The sun is not in love with us,
Nor the corrosive sea;
Yet both will burn our dried-up flesh
In deep intimacy

With stubborn tongues of briny death
And heavy snakes of fire,
Which writhe and hiss and crack the Greek
Myth of the singing lyre.

The dusty fig-tree cries for help,
Two peasants kill one snake,
While in our rocky heart the gods
Of marble hush and break.

After long ages all our love
Became a barren fever,
Which makes us glow in martyrdom
More beautiful than ever.

Yet when the burning horses force
Apollo to dismount
And rest with us at last, he says
That beauty does not count.

Ελληνικό μεταφυσικό ποίημα. Η ομορφιά δεν μετρά. Η γλώσσα δεν μετρά. (Ελληνικό είναι κάθε τι που αποτυπώνει την πνευματική αίσθηση μιας συγκεκριμένης Ιδέας, σε άλλη κάθε φορά εκδοχή. ) Το υψηλό δοσμένο με απλότητα, το μαρτυρικό με σύνεση δωρική. Όπως στο αρχαίο δράμα. Ποίημα «ελληνικής γραμμής» όπως θα έλεγε και ο Περικλής Γιαννόπουλος. Ας είναι γραμμένο σε ξένη μορφή (ομοιοκατάληκτη) και σε ξένη γλώσσα. Αρθρωμένη, μ’ αυτό το ήθος, γίνεται γλώσσα ελληνική.

Νίκος Καρύδης (1917-1984)

Διάσημος εκδότης, αθόρυβος ποιητής. Την πρώτη του ποιητική ενότητα την ονομάζει Λιοπύρι. Εκδόθηκε το 1944. Τη χρονιά που τέλειωσε η Κατοχή και συνέβησαν τα Δεκεμβριανά. Εκεί αρχίζει η αφήγηση μιας ιστορίας σε συνέχειες, σε μικρές ποιητικές ενότητες ως τη δεκαετία του ’80, που φεύγει από τη ζωή. Μιας ιστορίας ανείπωτης, σβησμένης στη σιωπή –όπως κάθε ανθρώπινη ιστορία– αλλά σίγουρα υπαρκτής κάτω από τα λιτά λόγια και τον απλό λυρισμό.

Στίχοι που δεν είναι δικοί μας
έρωτες μεγάλοι φανταστικοί ξένοι

γράμματα που δε γράψαμε ποτέ

όνειρα που δεν είδαμε

λόγια που δεν είπαμε

βασανίζουνε τη ζωή μας.

Ποιος έχει κουράγιο να πει την αλήθεια;

Μετά το πέρασμα ενός καλοκαιριού που έφερε το αιώνιο λιοπύρι. Το Νοέμβριο του ’40, η φυγή με το τρένο της επιστράτευσης. Ο θάλαμος της Αγίας Άννης, με την ικεσία να μην κοπούν τα χέρια που θέλουν να χαρίσουν ένα τριαντάφυλλο, ν’ αγγίξουν τα μαλλιά προσώπου αγαπημένου. Το αγόρι, το κορίτσι. Οι θάλασσες των Κυκλάδων. Έρωτες που ξεπερνούν τους έρωτες. Υφή γιασεμιού. Τράπεζες. Εφορίες. Πράσινα φανάρια. Κόκκινα φανάρια. Το αίμα. Οι Αρχάγγελοι. Μνήμες κατοχικές. Αγγελτήρια θανάτων. Ντοκουμέντα. Φωτογραφίες στεγνής καταγραφής που δακρύζει. Που γίνεται εικόνα ποιήματος χωρίς λόγια.

Στην οδό Φερών μεσημέρι το πολυβόλο θέρισε ένα αγόρι.
[…]
Ήτανε πρωί
όταν το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά
άνοιξε το παράθυρο.
Ήτανε αυτό το ίδιο πρωί όταν
η σφαίρα το βρήκε στο στόμα.
Πώς βρέθηκαν τόσα κόκκινα τριαντάφυλλα
στο στόμα της και στα μάτια της;
Τώρα θέλω να σου μιλήσω για έναν τάφο.

Το μεταπολεμικό κλίμα με ήπιες πινελιές ακουαρέλας. Η εξιστόρηση ενός μελοδράματος, ασπρόμαυρου με χρυσαφένιες ανταύγειες, σε μια κινηματογραφική Αθήνα, σε μια Ελλάδα μετέωρη, αμήχανη, βυθισμένη στο καυτό, φτωχό, απέραντο καλοκαίρι. Πανταχού στοιχειωμένος ο θάνατος. Πανταχού στοιχειωμένος ο έρωτας. Χαμένες γενιές. Μελαγχολικό μεσημέρι. Πικρία και μοναξιά.

Περνούσαν σκιές ολόγυμων κοριτσιών ολόγυμνων αγοριών
άπλωνα τα χέρια μου και η μουσική που ακουγόταν
τα γύριζε πίσω.
Οι σκιές περνούσαν
χωρίς τελειωμό μπροστά στα μάτια μου
κι εγώ
για μια φορά ακόμα ήμουν μονάχος.

Τα Παντζούρια. Σημειώσεις για ένα θεατρικό έργο. Ράγες. Ξεβαμμένα απ’ τον ήλιο τοπία της Αθήνας του ’50 και του ’60. Ημίφως και ψίθυροι στο υπόγειο του Κουν. Ο Ένας, ο Άλλος. Κρεβάτι θανάτου. Κλίνη ερωτική.

Ο ΕΝΑΣ
Το δωμάτιο ήταν μικρό και είχε ένα μικρό άσπρο
Κρεβάτι στη μέση.
Ήταν απόγεμα. Ξαφνικά ήρθε στο παράθυρο ο ήλιος
και το κρεβάτι έγινε χρυσό.
Έπειτα τέλειωσαν όλα κι εγώ έκλαιγα.
Μπήκαν δυο νοσοκόμες και ήθελαν να με πάρουν.
Άφησα τον ήλιο πάνω στο κρεβάτι και βγήκα.
Ο θάνατος…

Ο ΑΛΛΟΣ
Όταν βγήκαμε στο δρόμο είχε αρχίσει να φέγγει.
Ήταν ο έρωτας δεν ήταν ο θάνατος.
Χωρίσαμε
δίνοντας τα χέρια και λέγοντας τα ονόματά μας.
Με λένε…
Και μένα με λένε…
Δεν ξαναϊδωθήκαμε ποτέ.

Ενθύμιον. Καπνός αι ημέραι μου. Κορίτσια της έκτης Γυμνασίου ή του πρώτου χρόνου της Φιλοσοφικής. Αγόρια της εποχής που πήγατε στρατιώτες ή πιάσατε δουλειά σε κάποιο μαγαζί. Φύση και άστυ. Διαχρονικό και σύγχρονο. Σε ειρωνική αντίθεση και συναίρεση.

Περπατήσαμε μέσα στον ήλιο
στα ερείπια με τις σαύρες και τα κρυμμένα φίδια
[…] σπασμένες κερκίδες θεάτρων

(Μέσα στο γραφείο αυτή την ώρα
τοποθετούν το μηχάνημα για τη δροσιά, για τη ζέστη
το ηλεκτρικό τρυπάνι στα χέρια του τεχνίτη
τραγουδά και ουρλιάζει.)

[..]

Πώς ζει κανείς αιωνίως συμβιβάζοντας τα ασυμβίβαστα; Στο μεταίχμιο μιας βαθιάς αντι-ηρωικής μεταλλαγής, μετά την ηρωική εμπειρία του πολέμου;
Ο Νίκος Καρύδης, ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, σεμνά λυρικός, καλόγουστα βιωματικός, διακριτικά επικριτικός για τα κακώς κείμενα. Μια περιδιάβαση στις περιοχές της μνήμης και του ονείρου, της απελπισίας και της σκληρότητας, στην εσωτερική ζωή της καθημερινότητας που κρύβει φαντάσματα και πνιγμένες κραυγές. Σαράντα χρόνια (1944-1984) απόμερης παρουσίας, ευαίσθητης καταγραφής. Ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε την εκδοτική και κοινωνική του δύναμη. Επέμεινε στωικά να επεξεργάζεται ένα χαμηλόφωνο ελεγείο λακωνικής αναζήτησης του χαμένου χρόνου σε διαφορετικές εκδοχές, αποτραβηγμένος στη γωνιά του, σαν ένας ποιητής πάντα νέος και πρωτόβγαλτος. Από την Απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά ως τη στροφή προς τον μονόδρομο της κατανάλωσης. Όταν…

Ο ουρανός πήρε το χρώμα του χαλκού
ήρθαν οι κύκνοι σέρνοντας στο άρμα τους τον ήλιο
άλλαξε ο καιρός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: