Τα πιτσούνια & Τα ξερ’κά

Τα πιτσούνια

Για τα πιτσούνια έπρεπε να προσπαθήσεις πολύ. Έπρεπε να πας μέχρι το άλλο χωράφι, την άλλη αποθήκη, να βάλεις την ξύλινη σκάλα και κάποιον να την κρατάει, να ανέβεις στον περιστεριώνα, να κοιτάξεις από πάνω τις μαύρες μαντίλες και από κάτω τον ήλιο, να παλέψεις με τα πουλιά, να πάρεις τα νεογέννητα με τον τεντωμένο λαιμό, να τον πατήσεις μέχρι να νιώσεις στις άκρες των δαχτύλων σου πως δεν κυλάει πια αέρας και φωνή, να τα κάνεις τσαμπί που θα κρεμάσεις στον ώμο σου, να κατέβεις, να δεις το χαμόγελο της γιαγιάς και τους υπολογισμούς στο μάτι της, να γυρίσετε στο σπίτι, να μαδήσετε τα πιτσούνια χωρίς να σας μπουν φτερά στο στόμα, να τα βράσετε με ρύζι και ντομάτα και κρεμμύδι, να προλάβεις να φας τις καρδιές και τα συκώτια πριν να έρθουν οι άλλοι, και μετά να στρώσεις το καθαρό τραπεζομάντιλο και να τους περιμένεις.

Τα ξερ’κά

Περπατώ στα ξερ’κά τον Αύγουστο και σου φέρνω ψωμί και τυρί, και τα πόδια μου είναι γυμνά, και σε κάθε βήμα η γη σκίζεται σε πλάκες απ’ τη στέγνα, και φτύνω για να πιούνε οι ακρίδες που διψάνε για νερό, και τα πόδια μου καίγονται, αλλά εγώ συνεχίζω γιατί βλέπω την άκρη του κόσμου στην καλύβα σου και απέξω ένα κόκκινο φυτό που διώχνει τα φίδια και τους εχθρούς αλλά τραβάει εμένα, που θέλω να το κόψω και να το φάω, πεινασμένη απ’ το μακρύ ταξίδι μου μέσα στη μέρα. Κι αν δεν χορτάσω θα φάω κι εσένα με το μάλλινο κορμί σου, και από μέσα μου θα λες μια ιστορία για έναν τόπο όπου απ’ τις βρύσες τρέχει πράσινο, αλλά εγώ θα ξέρω πως είναι ψέματα, γιατί στ’ αλήθεια υπάρχουν μόνο τα ξερ’κά, που παίρνουν φωτιά και καίγονται.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: