Εντέλει, έγινες αφήγημα. Υπέροχη βαφή. Πρέζα παχύρρευστου πρωινού. Τρύπα της βελόνης όπου πέρασε η κάμηλος
Ποιος κυνηγάει το φως σ᾿ αυτόν τον κόσμο;
Άγγιξε το δέρμα με το δάχτυλο της, σαν να πιέζει ένα μπαλόνι, αλλά αμέσως το άφησε από φόβο έκρηξης
«Μόλις γυρίσω απ’ το φανταρικό, παντρευόμαστε», υποσχέθηκα. Ακούστηκε να βελάζει η κατσίκα της κι έδεσα το παντελόνι μου
Η Αφροδίτη του είχε εξηγηθεί: «Είμαι τρία πουλάκια κάθονται, του είχε πει, Άλλο να το ακούς κι άλλο να το ζεις μαζί μου».
Την ώρα που επιτέλους έβρισκε τον πρόχειρα κρυμμένο φάκελο με τα μετρητά, άκουσε γέλια και ποδοβολητά στην είσοδο
Βλέπω τα σπίτια του απέναντι χωριού να ξυπνούν, τις λάμπες στα δρομάκια του σε παράταξη αστερισμού να σβήνουν
Ναι! Τα σφάγια πολλαπλών αναμνήσεων της σε κάδους ανακύκλωσης τελικά θα περάσουν στη λήθη ή σ’ αλλότρια χέρια
Είμαι η Ζουλί, 16 χρονών. Τους ακούω που πανικοβάλλονται. Η απόγνωσή τους φτάνει σε κύματα που μυρίζουν αλλιώτικα στον καθένα
Δεν πλαγιάζουμε άλλο με τα υπάρχοντά μας / στις τονισμένες ωμοπλάτες κουβαλάμε λιόσπορους / και ζεστές ανάσες
Τελευταίο βράδυ. / Κρύο, πανσέληνος και τα δυό αστέρια. / Με κατέχω.
Ένα μικροδιήγημα με τίτλο «Ισαβέλλα» (εμπνευσμένο από το διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ «Η κυρία στον καθρέφτη»)