«Κοάζει». Κοτζάμ λέξη στην αποκλειστική υπηρεσία ενός τόσο δα ενοχλητικού αμφίβιου...
Κολυμπώντας στα γαλάζια νερά του μελλοντικού μου χρόνου / Αναβάτης δελφινιών σε παλιά καλοκαίρια...
Γι’ αυτό σου μιλώ για λήθη ανάμεσα απ΄τις ληκύθους της απουσίας / γι’ αυτό σου περνάω στα δάχτυλα τα βαθιά ζαφείρια της νύχτας
Έστρωσες το κόκκινο χαλί για τον εαυτό σου κι ύστερα κλείδωσες την εξώπορτα πίσω από τις γεωμετρικά τέλειες πατημασιές σου
Συνεχίζει να κοιτάζει τις βεντούζες που σαλεύουν πάνω στα πόδια του και κρατάει αθόρυβα τον ρυθμό ανοιγοκλείνοντας τα χείλη του
Στα απόκρυφα μέρη που σμίγουν τα πεύκα του δάσους με τη θάλασσα, ένα σούρουπο, είδε, μέσα στο σύθαμπο, την Ελπίδα με έναν άγνωστο
Δοκιμάζει συνέχεια το κλειδί. Φωνάζει πως δε θα με ανεχτεί άλλο, πως φταίω για όλα και πως αυτή τη φορά δε θα δείξει κανένα έλεος
Ανάμεσα σ' εκείνα που πέρασαν και σ' εκείνα που ακόμα δεν ήρθαν, μια απατηλή ριπή ενεστώτα. Ήταν ωραία ως εδώ. Ύστερα, τίποτα.
Η λέξη μου είναι μια ανοξείδωτη σιδηροκατασκευή / ένα μαντεμένιο τηγάνι έτοιμο να υποδεχτεί κρέας για θωράκιση
Σκόνη να κάνουν το θηλυκό να το αλέσουν, να κουκίσει καθενός τους την πληγή κι αν τύχαινε να μυριστούν φιλότιμο;
Δεν ήταν πράγμα δύσκολο να μπουν όλες αυτές οι ιστορίες στη σειρά και να αρχίσουν να τρέχουν σαν ποταμός στα σοκάκια του γκέτο
Εγώ έβλεπα όνειρα: τον εαυτό μου διάσημη σοπράνο / αλλά άηχη / να ισορροπεί στην άκρη του μεσαιωνικού κάστρου