Συχνά ξερίζωνε την καρδιά μου δίχως λύπη και παίζανε μπιλιάρδο με τον Χάιντ αυτός τον άφηνε από φόβο να κερδίζει.
Το σώμα σου είχε αρχίζει να γεμίζει, να στρογγυλεύει σε πλήρη αντίστιξη με την συνήθεια του φθινοπώρου να πετάει, να απορρίπτει...
Μνήμη είναι η εξορία που γίνεται πατρίδα στην άκρη μιας αποβάθρας πιο έρημης από ποτέ
Έχω ένα σκυλί μέσα στο κεφάλι μου / που τις νύχτες κλαίει ή αναπολεί / δεν γνωρίζω / δεμένο γύρω από μια σιδερένια πίκρα
Πώς ξεγελιούνται οι τίγρεις με καθρεφτάκια, με το ίδιο τους το είδωλο κοιτώντας το να ξεχάσουν την αιχμαλωσία που έρχεται...
Αργότερα κατάλαβε / πως η οξυδέρκειά του / δεν τον βοήθησε να εννοήσει τη σημασία / ενός και μόνου ρήματος: / αναπνέω
Γιατί πυροβολήσατε τους ποιητές; Δεν καταλαβαίνατε τα ποιήματά τους ή οι φωνές τους ήταν πολύ αληθινές για τη φιλαρέσκειά σας;
Ενετικό κάστρο / θωρακισμένος ο κόσμος σου / σε μεσογειακά παράλια / στο ανελέητο φως / είναι αδύνατο να μείνεις αόρατος.
Πώς προσμετράται ο χρόνος στην αντίπερα όχθη; / Κι οι υφάντρες των ονείρων πότε θα βρούν αναπαμό;
Γεννήθηκα από νερό σε νερό, ανάμεσα στα κύματα της Μεσογείου
Τόσο σπάταλα/πότιζα τις επιθυμίες σου/κι άφηνα πεινασμένες τις δικές μου/Αποφάσισα: θα γίνουμε άγνωστοι μεταξύ μας/και σε διέγραψα
Αυτήν τη φορά, τον καινούργιο θάνατο μπορείς να τον κοιτάς στα μάτια, δεν είναι ο πατέρας. Είναι ο Σχοινοβάτης