Από τους κροτάφους, το φως ταξίδεψε αστραπιαία στο έντερο, στην αφετηρία όλων των ασθενειών
Οι χάρτινες τσάντες έμειναν ένα μήνα δίπλα στην εξώπορτα του διαμερίσματος περιμένοντας τις φίλες της
Μια κλωστή φάνηκε να σπάει στο μυαλό της και είπε στη μαμή πως γέννησε τον Άνεμο του Χιονιά και να της τον φέρει να τον θηλάσει
Τα υφάσματά μου σκισμένα και χαλαρά / Το σώμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι
Αν θα λειώσουν οι πάγοι, αν χαθούν τα πουλιά και τα δάση, τι θα γίνει αλήθεια ό,τι έχουμε τόσο αγαπήσει; Τι θα γίνουν οι μύθοι;
Την είδα να κρατά το ποδήλατό μου. Φορούσε το μακρύ πράσινο φουστάνι, τα μαλλιά της κομμένα κοντά. Μου φάνηκε ξεκούραστη...
Άκουσα κάτι σα βοή. Κοίταξα τη βιτρίνα. Σκιάχτηκα απ τη σκιά. Ανάμεσα στην καραμπίνα και τους σάκους πρόλαβα τη ριπή απ' το βλέμμα
Ακούστηκαν οι κραυγές τρόμου από πολλές κότες ταυτόχρονα κι ένιωθε πως όλες μαζί με προτεταμένα τα ράμφη τους ορμούσαν πάνω του
Κάτι ήθελα να σου πω / αλλά, το ξέχασα!
Είμαι η γη κι ο ουρανός το αδιαίρετο Όλο / Είμαι η επινόηση του έρωτα το όνειρο της Σελήνης
Όπου με ένα ρουζ ή ένα κραγιόν —δηλαδή ομιλώντας απλώς— προσπαθείς όχι να φτιάξεις, αλλά να ξαναφτιάξεις ένα όνομα
Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε το σακάκι. Η κηλίδα έμοιαζε κάπως με πουλί. Έβλεπε τα πόδια, το ράμφος, τη ράχη, το κεφάλι, τα φτερά