Πρωτομαγιά και πάλι. Στο αμπέλι εμείς από το πρωί, με τα σακουλάκια μας και τη μπάλα μας. Τραγούδια, γέλια, χαρά Θεού.
Δε θα με παρεξηγούσε που δεν πήγα. Δεν της κακοφαινόταν καν που δεν την έπαιρνα στη γιορτή της. Η Όλγα ήταν φίλη μου.
Φούστες κύματα / μαγεύουν την Ίριδα / Θρύψαλα σκόρπια
Έχουν μια χάρη / παλαιωμένου πένθους / τα έπιπλά μας
Πόσοι σαν ήρωες, πόσοι σαν Τρώες, τυφλοί τα τ΄ ώτα και τω στόματι, την αιτία τους είδαν κι αισθάνθηκαν νεκροί;
Αυτό το χιόνι ήταν διαφορετικό, αλλιώτικο από εκείνο των βουνών, συλλογιζόταν η Αρετή καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα
Αν ήταν τόσο εύκολο τότε ο κάθε αστυνομικός, ο κάθε ιατροδικαστής ή δημοσιογράφος θα γινόταν και σπουδαίος συγγραφέας.
Το τοπίο αποσύρεται με ταχύτητα / νερό γύρω απ’ τους αστραγάλους μου / εδώ, παίρνω τις αποφάσεις / από χαμηλά
Πορτοκαλί ντοσιέ / Τα δάχτυλα στα πλήκτρα / μακρόσυρτο φιλί στη βιβλιοθήκησε / κίνηση ονειρική / να πέφτουν τα βιβλία από το ράφι
Του φωνάζει να αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά, θέλει αέρα παγωμένο, να βλέπει το τέλος να έρχεται σαν φως, σαν φλας να τη φωτογραφίσει
Λίγα πράγματα κατάφερα να μάθω για σένα –
Οι λέξεις πιάνουν τόπο, μια θύελλα αγριεμένων ήχων υψώνεται γύρω της κυκλωτικά. Όλοι μοιάζουν με κουλουριασμένα φίδια