Πώς ξεγελιούνται οι τίγρεις με καθρεφτάκια, με το ίδιο τους το είδωλο κοιτώντας το να ξεχάσουν την αιχμαλωσία που έρχεται...
Αργότερα κατάλαβε / πως η οξυδέρκειά του / δεν τον βοήθησε να εννοήσει τη σημασία / ενός και μόνου ρήματος: / αναπνέω
Γιατί πυροβολήσατε τους ποιητές; Δεν καταλαβαίνατε τα ποιήματά τους ή οι φωνές τους ήταν πολύ αληθινές για τη φιλαρέσκειά σας;
Ενετικό κάστρο / θωρακισμένος ο κόσμος σου / σε μεσογειακά παράλια / στο ανελέητο φως / είναι αδύνατο να μείνεις αόρατος.
Πώς προσμετράται ο χρόνος στην αντίπερα όχθη; / Κι οι υφάντρες των ονείρων πότε θα βρούν αναπαμό;
Γεννήθηκα από νερό σε νερό, ανάμεσα στα κύματα της Μεσογείου
Τόσο σπάταλα/πότιζα τις επιθυμίες σου/κι άφηνα πεινασμένες τις δικές μου/Αποφάσισα: θα γίνουμε άγνωστοι μεταξύ μας/και σε διέγραψα
Αυτήν τη φορά, τον καινούργιο θάνατο μπορείς να τον κοιτάς στα μάτια, δεν είναι ο πατέρας. Είναι ο Σχοινοβάτης
Προβάρει τον εαυτό της σ’ έναν καθρέφτη / που καθρεφτίζει κάθε μέρα την προηγούμενη / Έτσι η αντίληψή της δραπετεύει στα περασμένα
Καίγομαι να σας αποκαλύψω κάτι ανυπόφορο που με σπρώχνει στην τρέλα και μου συνέβη όταν κρυβόμουν από τους Ρώσους...
Τα αυτοκίνητα πήγαιναν αργά, σχεδόν ακίνητα, και τα κορναρίσματα δεν ακούγονταν, παρά τις επίμονες προσπάθειες των οδηγών
Φορούσε κράνος; με ρώτησαν στην αστυνομία. Ναι, πάντα τού φορούσα σκούφο, μπέρδεψα τα λόγια μου.