Βλέπω τα σπίτια του απέναντι χωριού να ξυπνούν, τις λάμπες στα δρομάκια του σε παράταξη αστερισμού να σβήνουν
Την ώρα που επιτέλους έβρισκε τον πρόχειρα κρυμμένο φάκελο με τα μετρητά, άκουσε γέλια και ποδοβολητά στην είσοδο
Η Αφροδίτη του είχε εξηγηθεί: «Είμαι τρία πουλάκια κάθονται, του είχε πει, Άλλο να το ακούς κι άλλο να το ζεις μαζί μου».
«Μόλις γυρίσω απ’ το φανταρικό, παντρευόμαστε», υποσχέθηκα. Ακούστηκε να βελάζει η κατσίκα της κι έδεσα το παντελόνι μου
Άγγιξε το δέρμα με το δάχτυλο της, σαν να πιέζει ένα μπαλόνι, αλλά αμέσως το άφησε από φόβο έκρηξης
Ποιος κυνηγάει το φως σ᾿ αυτόν τον κόσμο;
Εντέλει, έγινες αφήγημα. Υπέροχη βαφή. Πρέζα παχύρρευστου πρωινού. Τρύπα της βελόνης όπου πέρασε η κάμηλος
Και ύστερα μαγείρεμα, /προετοιμασίες στην εντέλεια, /φόβος μην έχει μαζευτεί το κατακάθι της ζωής στου φλιτζανιού τον πάτο
Ξέρω ότι το ποίημα με περιμένει. / Φροντίζω να μην αργήσω
Αλλά, σε αντίθεση με αυτό που γράφει ο τίτλος, δεν είναι ακριβώς κριτική του βιβλίου
Η δεσποινίς Έλλη κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες με τη βαλίτσα παραμάσχαλα και η μαμά έκλεισε ορμητικά την πόρτα πίσω της
Έτσι ασκεπείς και ελεύθεροι ανεβαίνουμε στον ουρανό κι ο γέροντας χαμογελά έχοντας μνήμες ακριβές από χείλη σαν άνθη ανοιγμένα...