Βιαζόμαστε στο δρόμο για το θάνατο με τις βάρκες να περάσουμε τη θάλασσα. Αλλά όταν φτάσουμε μας στοιβάζουν πίσω από τα σύρματα...
Έφτασε στα μισά, εκεί όπου στεκόμουν εγώ κι άνοιξε το στόμα της. Μια έξαρση του μυαλού. Έτρεμα τι θα πει κι έτρεμα τι θα απαντούσα
Αιχμή που χάνεται η σαγήνη ευθυγραμμίζεται μ’ έναν καλπασμό και μια ελαφρότητα
Ανήκω στη δεύτερη κατηγορία: της στιγμής. Το πρωί αγοράζω τριαντάφυλλα, το μετανιώνω και τα αλλάζω με άσπρες ανεμώνες.
Όπως η ποίηση όταν γλιστράει κι αναδίνεται στου χαρτιού το ευγενές υπόστρωμα και αμιλλάται τον καμβά με φτερωμένο λόγο
Ξέρω σε ποιο σημείο του υπογείου/φυλάξαμε το κουτάκι με τις ενέσεις/τις μικρές βελόνες/τις πεσμένες κόκκινες γόβες/το πάπλωμα
Γιατί δε μου αρκούν τα αλαφιασμένα άλματα της θάλασσας / γύρω απ'το χαμένο πλεούμενο δε μου αρκεί η ανεμοθύελλα στο βουνό
Την πλησίασε με θέρμη για να τη χαιρετίσει κι ας γκρίνιαζε μετά η μάνα του ότι, στα καλά καθούμενα, ο γιος της...
Σκηνική ποιητική αφήγηση - Υπερβαίνω το σχήμα του αόρατου, είμαι συνοδοιπόρος των σκιασμένων μου και των θαλασσών
Ο Θεός είναι ένα τεράστιο πλάσμα [...]. Ο κόσμος μας παρασύρεται –– σύντομα θα χαθεί μες στο χασμουρητό Του.
Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου μοιάζουν με εκείνα τα μυρμήγκια, πάνε κι έρχονται στη ζωή μου χώνονται στα πιο απόκρυφα σημεία μου
Με φοβίζει καθώς το τέλος πλησιάζει, μ’ αναστατώνει η αβεβαιότης και το χάος των ετών που ακολουθούν