Καθώς μεγαλώνω ακούω τον ήχο της θάλασσας καλύτερα. Αγαπάω τα προοίμια, τις ουβερτούρες... Φοβάμαι τα κυρίως μέρη.
«Tα πηγάδια, τρύπες στη γη με νερό ακίνητο, θαμμένοι μαύροι καθρέφτες» - Από το ομώνυμο, εν εξελίξει κείμενο
Μιλάει σαν πολυβόλο: πως ενώ έχει τα προσόντα να γίνει μανεκέν, γι' αυτό το «σκατο-ύψος» της αποκλειστικά ευθύνεται ο πατέρας της
βάδιζε κι οι βροχές θα συνεχίσουν να πέφτουν αστραπές και ήλιοι και νέφη καλπάζοντα πάταγος γέννησης μακρινών συμπάντων
(για τους ουρανούς:) Η διαφορά υπάρχει στο ύψος του βλέμματος. Και στα σωθικά του ορίζοντα
Παίρναμε ρόλους [...] όταν κάποιος λες αφυπνίστηκε: «είναι ώρα πια να μαζευόμαστε», σαν από ξένο κόσμο ακούστηκε η φωνή του
Aπεφάνθη: «Όποιος θεωρεί τα κολοκύθια φαγητό και τον συμπέθερο συγγενή δεν ξέρει τι του γίνεται»
Μόνο άκουγαν που βρόνταγε πίσω της την ξύλινη πόρτα κι άφηνε τις νιφάδες του χιονιού και το χρόνο να καλύψουν τον πόνο της
Το κρατούσα να μην κλάψει. Όταν φτάσαμε σπίτι, έκλεισε τα μάτια και μ’ άφησε να το θάψω, για να βρει τρόπο να ζήσει για πάντα.
Οι γυναίκες που αγαπάμε αδειάζουνε τις φλέβες όπως αδειάζουνε το λάδι απ’ το τηγάνι, παίρνουν το μπάνιο τους κοντά στον ουρανό
Λίγο πριν πεθάνεις, δανείστηκες ένα ρο και το έβαλες μεσοφόρι και τώρα τα λεξικά από «ἕως» γράφουν «ἔρως».
Τα δερμάτινα σκαρπίνια που του φιλοτέχνησε με ιδιαίτερη φροντίδα βάζοντας όλη του την τέχνη, ο Αριστείδης, ενθουσίασαν το στρατηγό