Κάθε απόγευμα στις 5:00

«Γυναίκα σε μπαλκόνι», ρωμαϊκή τοιχογραφία
«Γυναίκα σε μπαλκόνι», ρωμαϊκή τοιχογραφία

Κά­θε από­γευ­μα στις 5:00. Στις 5:00 ακρι­βώς. Εκεί­νη βγαί­νει στο στε­νό μπαλ­κό­νι του πρώ­του ορό­φου. Εκεί­νος κά­θε­ται ήδη στο δι­κό του, στην αντι­κρι­νή πο­λυ­κα­τοι­κία και πε­ρι­μέ­νει. Την πα­ρα­τη­ρεί που παίρ­νει θέ­ση στην ξύ­λι­νη πο­λυ­θρό­να της. Ύστε­ρα με τις ίδιες όπως κά­θε φο­ρά, αρ­γές κι­νή­σεις τα τρε­μά­με­να λι­πό­σαρ­κα δά­χτυ­λά της ισιώ­νουν τη ρό­μπα της. Έχει τα μαλ­λιά της κομ­μέ­να κο­ντά. Θα πρέ­πει κά­πο­τε να τα εί­χε μα­κριά, σκέ­φτε­ται και τη φέρ­νει στον νου του με τις ολό­μαυ­ρες μπού­κλες της νε­α­νι­κής της ηλι­κί­ας, εκεί­νες τις μπού­κλες που θα πρέ­πει να ανα­πη­δού­σαν κά­πο­τε ατί­θα­σα πά­νω στους ώμους της. Κι άλ­λο­τε τα βλέ­πει κυ­μα­τι­στά να πέ­φτουν στο πρό­σω­πο του γιου της όταν έσκυ­βε να του κου­μπώ­σει τη ζα­κέ­τα ή πια­σμέ­να αλο­γο­ου­ρά να κυ­μα­τί­ζουν χα­ρι­τω­μέ­να. Τώ­ρα έχουν την υπό­λευ­κη θλί­ψη των ανα­μνή­σε­ων της. Κα­νέ­νας αγέ­ρας δεν ανα­στα­τώ­νει τη χιο­νι­σμέ­νη ομί­χλη τους.
Νιώ­θει την απο­γευ­μα­τι­νή δρο­σιά να τον αγ­γί­ζει. Σε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση θα βια­ζό­ταν να μπει μέ­σα. Τώ­ρα ού­τε πού το σκέ­φτε­ται. Εδώ και εί­κο­σι τρεις μέ­ρες εί­ναι αυ­τή εί­ναι η μό­νη του χα­ρά. Η μό­νη διέ­ξο­δος αφού δεν μπο­ρεί αλ­λού να πά­ει, ού­τε να βγει από το σπί­τι του. Εί­κο­σι τρεις μέ­ρες λοι­πόν βγαί­νει και κά­θε­ται εκεί ώσπου να πέ­σει ο ήλιος. Και μό­νο τό­τε ση­κώ­νε­ται και επι­στρέ­φει στο μο­να­χι­κό του δω­μά­τιο.
Το ίδιο κι εκεί­νη. Ακο­λου­θεί το ίδιο πρό­γραμ­μα κά­θε μέ­ρα. Ή μή­πως εκεί­νος ακο­λου­θεί το δι­κό της; Την πε­ρι­μέ­νει να φα­νεί. Κά­θε­ται στο απέ­να­ντι μπαλ­κό­νι με τα μά­τια καρ­φω­μέ­να και πε­ρι­μέ­νει. Φο­ρά­ει το κα­σκέ­το του και έχει ριγ­μέ­νο στους ώμους του ένα σα­κά­κι. Νιώ­θει τους παλ­μούς του να δυ­να­μώ­νουν ανε­παί­σθη­τα όταν η μπαλ­κο­νό­πορ­τα ανοί­γει. Και την κοι­τά κα­θώς εκεί­νη βη­μα­τί­ζει με αστά­θεια. Τον εντυ­πω­σιά­ζουν η αρ­γή λε­πτό­τη­τα των κι­νή­σε­ων της, το βλέμ­μα της που στέ­κε­ται για ώρα στον ου­ρα­νό. Η σι­γή που κρύ­βε­ται στα μά­τια της. Τα μά­τια της. Προ­σπα­θεί να κα­τα­λά­βει τι χρώ­μα να εί­χαν κά­πο­τε. Μπο­ρεί ένα ελα­φρύ γα­λά­ζιο σαν της θά­λασ­σας μπο­ρεί και σμα­ρα­γδί. Σί­γου­ρα ανοι­χτό­χρω­μο πά­ντως. Αλ­λά τα δι­κά του μά­τια εί­ναι θο­λά από τα χρό­νια και δεν τον βοη­θούν. Και πα­ρα­μέ­νει εγκλω­βι­σμέ­νος στην κα­θη­με­ρι­νή επα­νά­λη­ψης μιας πλά­νης. Εκεί­νης της πλά­νης που θα μπο­ρού­σε να ήταν η συ­νύ­παρ­ξή τους, και για­τί όχι, ακό­μα κι ένας έρω­τας. Ένας τε­λευ­ταί­ος έρω­τας αφού άλ­λη δύ­να­μη ζω­ής με­γα­λύ­τε­ρη από τον έρω­τα δεν υπάρ­χει.
Γε­λά­ει, και σκέ­φτε­ται την κό­ρη του. Αν τον έβλε­πε τι θα έλε­γε. Και τον εγ­γο­νό του· παλ­λη­κα­ρά­κι πια. Μα δεν τον νοιά­ζει. Εκεί­νος ξέ­ρει ότι ο έρω­τας θέ­λει δύ­να­μη. Η πεί­ρα του τον έμα­θε πως δεν εί­ναι για όλους εφι­κτός, δεν εί­ναι παι­χνί­δι. Μια ακραία μορ­φή ευ­τυ­χί­ας εί­ναι, μια υπέρ­βα­ση. Μια ανά­γκη να εκ­χω­ρή­σει κα­νείς τον εαυ­τό του στην ανά­γκη ενός άλ­λου. Κά­που το εί­χε δια­βά­σει αυ­τό.
Του άρε­σε πά­ντα να δια­βά­ζει. Και τώ­ρα κοι­τά­ζει την άγνω­στη γυ­ναί­κα απέ­να­ντί του και σκέ­φτε­ται πό­σο πο­λύ θα ήθε­λε να κα­θό­ταν δί­πλα της και να της διά­βα­ζε, να της έλε­γε όσα εί­χε ο ίδιος μά­θει, να την έβλε­πε να τον κοι­τά­ζει μέ­σα στα μά­τια με εν­δια­φέ­ρον, ίσως και με λί­γο θαυ­μα­σμό —θα κα­τα­λά­βαι­νε έτσι κιό­λας ποιο ακρι­βώς εί­χε υπάρ­ξει κά­πο­τε το χρώ­μα των μα­τιών της— να την έκα­νε να γε­λά­σει με την ψυ­χή της και να αντι­κρί­σει μέ­σα στο γέ­λιο της το βά­ρος των δι­κών της ανα­μνή­σε­ων προ­τού απο­κα­λύ­ψει εκεί­νος τις δι­κές του. Να προ­σπα­θού­σε να αφου­γκρα­στεί την ιστο­ρία των ρυ­τί­δων της, να τις ανά­γκα­ζε να του πουν τις αλή­θειες της ζω­ής της.
Μα νιώ­θει φυ­λα­κι­σμέ­νος. Και δεν υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρη φυ­λα­κή από τον φό­βο του χρό­νου. Ακό­μα και τώ­ρα που μοιά­ζει να στα­μά­τη­σε για λί­γο η ζωή, εκεί­νος τρέ­χει αξό­δευ­τος. Μό­νο που και για τους δύο εί­ναι πια πε­ριο­ρι­σμέ­νος. Το βλέ­πει στις αρ­γές της κι­νή­σεις, στον τρό­πο που γέρ­νει το κορ­μί της, το νιώ­θει στο σώ­μα του κά­θε πρωί που ξυ­πνά­ει, στα πό­δια που πο­νούν και στα μά­τια που δεν μπο­ρούν πια να δια­κρί­νουν το χρώ­μα των μα­τιών της. Και πα­ρα­μέ­νει αθό­ρυ­βος θε­α­τής της δι­κής της μο­να­ξιάς, εκεί κά­θε από­γευ­μα στις 5:00. Στέ­κε­ται βου­βός μπρο­στά στη δια­φυ­λαγ­μέ­νη της μο­να­χι­κό­τη­τα, έτοι­μος να πα­ραι­τη­θεί από τον εαυ­τό του αν χρεια­στεί για να την πλη­σιά­σει, να νιώ­σει τη συ­νύ­φαν­ση μιας τυ­χαί­ας ελ­πί­δας, μιας τε­λευ­ταί­ας συ­νύ­παρ­ξης, τη με­τα­μόρ­φω­ση εκεί­νου του μπαλ­κο­νιού σε ένα πα­ρά­θυ­ρο διευ­ρυ­μέ­νων ορι­ζό­ντων. Για να μπο­ρέ­σει να συ­νε­χί­σει να υπάρ­χει στον χρό­νο να διαρ­κέ­σει στο αύ­ριο, να εν­δώ­σει στην πλά­νη ότι ο θά­να­τος δεν υπάρ­χει, στην τε­λι­κή ανα­μέ­τρη­ση ακυ­ρώ­νε­ται από τον έρω­τα.
Την κοι­τά­ζει από μα­κριά και προ­σπα­θεί να της πει πως την έχει ανά­γκη για να επι­βιώ­σει· για να γί­νει αλη­σμό­νη­τος στη δι­κή της ψυ­χή, έστω για λί­γο προ­τού φύ­γει και λη­σμο­νη­θεί για πά­ντα, για να συ­ντε­λε­στεί το θαύ­μα, μια ελά­χι­στη στιγ­μή αθα­να­σί­ας αυ­τός εί­ναι ο έρω­τας, αλ­λά φο­βά­ται πως ο χρό­νος την άφη­σε για χρό­νια πολ­λά κρυμ­μέ­νη σε ένα δια­φο­ρε­τι­κό πε­πρω­μέ­νο. Κι εκεί­νος άρ­γη­σε να τη βρει.
Η ώρα πέ­ρα­σε. Εκεί­νη ση­κώ­νε­ται. Μα­ζεύ­ει τη ζα­κέ­τα της από τους ισχνούς της ώμους και τη σφίγ­γει επά­νω της. Ύστε­ρα ανοί­γει τη μπαλ­κο­νό­πορ­τα για να πε­ρά­σει μέ­σα. Αλ­λά στα­μα­τά. Γυ­ρί­ζει προς το μέ­ρος του και τον κοι­τά­ζει λί­γο προ­τού τε­λι­κά κά­νει το επό­με­νο βή­μα και κλεί­σει τη πόρ­τα πί­σω της. Και πά­λι δεν πρό­λα­βε να δει κα­λά το χρώ­μα των μα­τιών της.

Αύ­ριο στις 5:00 θα εί­ναι πά­λι εκεί.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Τέ­συς Μπάι­λα ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: