Το χειρόγραφο των Σωσάνδρων και πώς ήρθε στα χέρια μου

Το χειρόγραφο των Σωσάνδρων και πώς ήρθε στα χέρια μου

Όλα άρχισαν ένα κρύο πρωί του Γενάρη του 2012. Είχαν περάσει λίγες εβδομάδες αφότου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γόρδιος και ο τρίτος τόμος της Ιστορίας της Μικράς Ασίας, και μέσα σε μιαν Αθήνα που βίωνε με δακρυγόνα τις σκληρές ημέρες της χρεωκοπίας, ένιωθα μια μικρή αλλά βαθιά ικανοποίηση· είχα ολοκληρώσει ένα συνθετικό έργο, συμβολή στην συνοπτική όσο και συνεκτική μνήμη του κόσμου της Ανατολής, ενός κόσμου μυθικού στην συνείδησή μου από τα πρώτα μου χρόνια, από τα πρώτα μου ακούσματα και διαβάσματα. Ο αγαπητός φίλος και εκδότης Θόδωρος Σωσάνογλου –καλή του ώρα εκεί στο χωριό τού Κιλκίς όπου έχει εδώ και χρόνια αποσυρθεί– με ενημέρωσε εκείνο το πρωί πως μια αναγνώστρια, συγκινημένη με την Ιστορία, ζητούσε με ιδιαίτερη ζέση να με συναντήσει. Δεν είχα λόγο, φυσικά, να μην ανταποκριθώ, κι έτσι του είπα να την ειδοποιήσει ώστε την επόμενη ημέρα να βρεθούμε στα γραφεία του εκδοτικού οίκου, σ’ έναν πεζόδρομο των Εξαρχείων.
Η ηλικιωμένη γυναίκα, που, κρατώντας μια τσάντα από την οποία προεξείχε ένα μαύρο ντοσιέ, κατέβηκε με προσοχή τα τρία σκαλιά της εισόδου για να εισέλθει στον Γόρδιο το άλλο πρωί, αφού με συνεχάρη θερμά και με ολοφάνερη συγκίνηση για τα βιβλία –γρήγορα αντιλήφθηκα πως είχε διαβάσει συστηματικά και τα τρία, τι σπάνια χαρά!– προχώρησε, με κάποιο δισταγμό, στο θέμα που την απασχολούσε και για το οποίο είχε σκεφθεί να απευθυνθεί σ’ εμένα. Κατά την τραγική οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922, ένας δάσκαλος από την Μαγνησία, λόγιος άσημος μα φωτισμένος, όπως σύντομα θα διαπίστωνα, για λόγους άγνωστους στους οικείους του, λίγο πριν η φλεγόμενη πόλη τους εκκενωθεί από τα τελευταία τμήματα του ελληνικού στρατού, την αυγή της 26ης Αυγούστου 1922, ξεκίνησε με κατεύθυνση το παρακείμενο όρος Σίπυλος. Έκτοτε χάθηκε. Οι δικοί του μάταια προσμένανε να φτάσει στην Σμύρνη, όπου κατέφυγαν με την ψυχή στο στόμα, έως ότου την εγκαταλείψουν κι αυτήν, εκείνες τις ημέρες της συμφοράς. Φοβούνταν πως μη αντέχοντας την ζωή χωρίς την Ιδέα που οιστρηλατούσε τον βίο και νοηματοδοτούσε τον κόσμο του, ο αγαπημένος τους αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και έτσι βρήκε οικτρό τέλος, όπως χιλιάδες άλλοι.

Μερικά χρόνια αργότερα, στην Αθήνα πια, η αδελφή του δασκάλου δέχθηκε μια παράξενη επίσκεψη. Ένας νεαρός λοχαγός χτύπησε την εξώπορτα του σπιτιού της στην Κοκκινιά και της έφερε, σαν δώρο από τον άλλο κόσμο, ένα δέμα με έξι πυκνογραμμένα τετράδια, στα οποία η τελευταία κληρονόμος εκείνης της ιωνικής οικογένειας αναγνώρισε τρέμοντας τον γραφικό χαρακτήρα του χαμένου αδελφού της. Ο λοχαγός Αναγνώστου, όπως ονομαζόταν ο αξιωματικός, αναζητούσε χρόνια, έτσι της είπε, κάποιον συγγενή του δασκάλου για να παραδώσει το κειμήλιο αυτό. Όπως της αποκάλυψε, ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε ζωντανό, το πρωί της 26ης Αυγούστου. Είχαν συναντηθεί μερικά χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Μαγνησίας, στα μισά του δρόμου για την Μαινεμένη, κοντά στα ερείπια της μονής των Σωσάνδρων. Εκεί ο δάσκαλος Φίλων Καπετανίδης –αυτό ήταν το όνομά του– του παρέδωσε, πριν φονευθεί από σφαίρα ατάκτου, ένα δέμα με έξι τετράδια στα οποία υπήρχε η νεοελληνική απόδοση βυζαντινού χειρογράφου που είχε στα ερείπια εκείνα ανακαλύψει.

Ο αναγνώστης θα καταλάβει την δική μου εμπλοκή αν τον ενημερώσω πως η ηλικιωμένη κυρία που γνώρισα εκείνο το πρωί του 2012 στα γραφεία του Γόρδιου, ήταν μικρανιψιά της αδελφής του χαμένου δασκάλου. Η γυναίκα αυτή φύλαξε με ευλάβεια τα εν λόγω τετράδια σε όλη της την ζωή, αλλά καθώς δεν είχε οικογένεια, κληρονόμος αυτού του πραγματικού θησαυρού –που θα είχε τεράστια φιλολογική και ιστορική σημασία, πιστεύω, αν είχε σωθεί και το πρωτότυπό του– είχα την τύχη να γίνω εγώ. Δυστυχώς, στα έξι τετράδια που έφθασαν στα χέρια μου υπήρχε μόνο το μεταγεγραμμένο από τον δάσκαλο Καπετανίδη νεοελληνικό κείμενο. Η δημοτική του κειμένου μπορεί βέβαια να πείθει τόσο για την γλωσσική εγκράτεια όσο και για την κατασταλαγμένη θέση του Μικρασιάτη δασκάλου στο γλωσσικό ζήτημα, ίσως και για το λογοτεχνικό ταλέντο του, η έλλειψη ωστόσο του πρωτοτύπου μάς οδηγεί σε ποικίλες εικασίες, αφού η υπόθεση πως πρόκειται για μια βυζαντινή χρονογραφία ή πρώιμη μυθιστορία δεν φαίνεται πειστική. Το πιθανότερο, κατά την γνώμη ειδικών στους οποίους προσέτρεξα, είναι να πρόκειται για κείμενο μυθοπλασίας, γραμμένο εξ ολοκλήρου από τον ίδιο τον δάσκαλο – ο λοχαγός αποκλείεται, αφού η παράδοση των τετραδίων στην αδελφή του δασκάλου απεδείκνυε την ιδιοκτησία τους. Σε κάθε περίπτωση όμως, τι νόημα είχε η μυστηριώδης μετάβαση του Φίλωνος Καπετανίδη στα ερείπια της μονής μέσα στον αφάνταστο χαλασμό του Αυγούστου του 1922; Η εκδοχή του λοχαγού, την οποία θα διαβάσει ο αναγνώστης στο επίμετρο αυτού του βιβλίου, έχει αρκετά κενά.

Διαβλέπω ήδη την εύλογη καχυποψία του αναγνώστη που όλα αυτά μπορεί να τα θεωρεί ένα δικό μου συγγραφικό τέχνασμα – είναι τόσο σύνηθες άλλωστε. Ας κάνει ωστόσο λίγη υπομονή αυτός, κι εγώ ας πω δυο λόγια για το χειρόγραφο, το οποίο αναφέρεται σε γεγονότα και πρόσωπα της εποχής της Αυτοκρατορίας της Νικαίας, περιόδου κρισιμότατης σημασίας τόσο για την καθόλου βυζαντινή όσο και για την νεοελληνική ιστορία. Πρόκειται ουσιαστικά για μιαν ιστορία του 13ου αιώνα, και ενέχει ως εκ τούτου ιδιαίτερη αξία, καθώς είναι σαφείς μεταξύ άλλων οι αναφορές που προοιωνίζονται την γέννηση της νεοελληνικής συνείδησης, τα χρόνια εκείνα ακριβώς που οι Βυζαντινοί –Ρωμαίοι για λίγο ακόμη–, πάσχιζαν να διασώσουν την ελευθερία τους μαχόμενοι σκληρά εναντίον Ανατολής και Δύσης και αγωνιζόμενοι να ανασυστήσουν την «βασίλειον αρχή» στην Κωνσταντινούπολη που είχε πέσει στα χέρια Φράγκων, Φλαμανδών και Βενετσιάνων σταυροφόρων το 1204. Συγγραφέας- αφηγητής εμφανίζεται να είναι μοναχός της μονής Σωσάνδρων, η οποία βρισκόταν στο φημισμένο από την αρχαιότητα βουνό Σίπυλος, νοτίως της κοιλάδας του Έρμου και δυτικά της Μαγνησίας, περίπου στο μέσον της οδού προς Μαινεμένη. Ως χρόνος της συγγραφής δηλώνονται μόλις έξι ημέρες του Αυγούστου του 1258: από την νύχτα της 20ης Αυγούστου, τρίτη νύχτα από τον θάνατο του βασιλέως Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως, μέχρι το τρομερό πρωινό της 26ης Αυγούστου, όταν σφαγιάστηκαν εκεί οι επίτροποι του ανήλικου διαδόχου, κατά την διάρκεια του εννιάμερου μνημοσύνου του βασιλέως. Η διήγηση διακόπτεται απότομα, λίγη ώρα πριν από το αποτρόπαιο γεγονός, με συνέπεια να γεννώνται ερωτήματα για την τύχη του συγγραφέως, που σαν από προαίσθημα δεν πρέπει να έκανε άλλη δουλειά εκείνο το εξαήμερο παρά να γράφει ή να μεταγράφει κάποιο προϋπάρχον κείμενο: έξι ημέρες μάλλον δεν επαρκούν για ένα τόσο εκτεταμένο χειρόγραφο σαν αυτό που, έστω μεταφρασμένο, παραδόθηκε στα δικά μου χέρια.
Αξιοσημείωτες θεωρώ πως είναι οι προφητικές προρρήσεις που υπάρχουν στο τελευταίο κεφαλαίο και οι οποίες αποδίδονται στον Στέφανο τον Αλεξανδρέα, φιλόσοφο που έζησε τον 7ο αιώνα. Ούτε αυτές οι προρρήσεις όμως αναφέρονται σε κάποια άλλη πηγή (παρά ορισμένες ομοιότητες με εκείνες του Λέοντος του Σοφού), το αναφερόμενο δε «Αλχημιστικό Εγχειρίδιο» δεν περιέχει αυτό το χρησμοδοτικό μέρος. Η επταετής έρευνα του υποφαινομένου, από τότε που περιήλθε στην κατοχή μου το χειρόγραφο ως την σημερινή του έκδοση, σε κώδικες μεσαιωνικών έργων, σε μονές του Αγίου Όρους, στην βιβλιοθήκη του Βατικανού, σε βυζαντινά τμήματα πανεπιστημίων και βιβλιοθηκών, και φυσικά στο διαδίκτυο, ουδέν απέδωσε ως προς την ταυτοποίηση ή την σύνδεση του όλου χειρογράφου με παρεμφερές έργο. Το όνομα του φερομένου ως συγγραφέως ιερομόναχου Ευψύχιου, δεν απαντάται πέρα από τον μάρτυρα που αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια κατά τους χρόνους του Ιουλιανού. Αυτό που κινεί υποψίες, πάντως, είναι το γεγονός ότι ο καθηγούμενος της μονής Σωσάνδρων στα μέσα του 13ου αιώνος ονομαζόταν όντως Ιωαννίκιος, όπως αναφέρεται στο χειρόγραφο. Μήπως λοιπόν ο Ευψύχιος είναι ένα προσωπείο του Ιωαννίκιου;
Στο χειρόγραφο υπάρχει επίσης μια ακόμη σημαντική πληροφορία, την οποία ωστόσο δεν μπόρεσα –ούτε αυτήν– να διασταυρώσω. Λίγο πριν το τέλος της αφήγησής του, ο Ευψύχιος αποκαλύπτει πως ο βασιλέας Θεόδωρος Β΄ του εμπιστεύθηκε προτού πεθάνει το περίφημο «ωάτον», το «στέμμα των αυγών». Το στέμμα αυτό ήταν ένα διάδημα που δώρισε στην σύζυγό του Ειρήνη ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης. Διακοσμημένο με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους τους οποίους απέκτησε από την πώληση αυγών των βασιλικών κτημάτων που ο ίδιος καλλιεργούσε, το στέμμα αυτό ενσάρκωνε ένα ολόκληρο πρόγραμμα για την ανόρθωση της οικονομίας και την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας μιας χώρας που αγωνιζόταν να επιβιώσει μαχόμενη σε όλα τα μέτωπα. Το στέμμα αναφέρεται από Βυζαντινούς χρονογράφους, αλλά η κατοπινή τύχη του αγνοείται, με συνέπεια η αναφορά του Ευψύχιου να έχει ιδιαίτερη σημασία, νομίζω, καθώς είναι πιθανό, μαζί με το πρωτότυπο χειρόγραφο, να είχε φυλαχτεί και το στέμμα, που δεν παραδόθηκε ποτέ στον διάδοχο Ιωάννη, ο οποίος, αφού ανατράπηκε και τυφλώθηκε από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, τελείωσε την ζωή του ως μοναχός.
Δεν μπορούσα, φυσικά, να μην αναζητήσω στοιχεία και στον τόπο όπου κατά την διήγηση συντάχθηκε το χειρόγραφο, στην μονή των Σωσάνδρων. Δυστυχώς μόνον ερείπια σώζονται πλέον εκεί που υψωνόταν το λαμπρό μοναστήρι, ερείπια τα οποία δεν βρίσκουν όλους τους βυζαντινολόγους σύμφωνους ότι πρόκειται γι’ αυτά της μονής. Όμως το ταξίδι και η ανάβασή μου στον λόφο που δεσπόζει πανοραμικά της κοιλάδας του ποταμού Έρμου (τώρα Γεντίζ), στα απομεινάρια του Γιογουρττσού Καλεσί όπως ονομάζονται σήμερα τα χαλάσματα τούτα, είκοσι χιλιόμετρα δυτικά της Μαγνησίας και στον δρόμο προς την Σμύρνη, λίγο νοτιότερα του χωριού Ουζούν Μπουρούν, ήταν μια εμπειρία μοναδική. Εκεί, συναντήθηκα με ό,τι με ξεπερνάει, με ό,τι με κοιτάζει από ψηλά χωρίς να προδίδει την παρουσία του και θα βρίσκεται κάθε στιγμή της αφήγησης εδώ, στο πλάι μας, αν φυσικά σε ενδιαφέρουν, φίλε αναγνώστη, τέτοιες μεταφυσικές συντροφιές.
Δεν θέλω να προκαταλάβω την ανάγνωση με άλλες πληροφορίες, κρίσεις ή εικασίες. Ο καθένας ας διαβάσει αυτό το βιβλίο με τον τρόπο που επιθυμεί· σαν ένα κείμενο ιστορικό ή σαν προϊόν μυθοπλασίας, είτε δικής μου είτε κάποιου γενναίου ανθρώπου που κανείς δεν θα μάθει πώς πέθανε και πώς τάφηκε. Η παρέμβαση, την οποία ομολογώ, επί του κειμένου έγκειται στον χωρισμό του μεταφράσματος σε έξι κεφάλαια και τριάντα έξι υποκεφάλαια με βάση τα έξι μέρη στα οποία αρχικά χωριζόταν, ισομερώς, κατά την πρώτη γραφή του σε έξι νύχτες από τον μοναχό Ευψύχιο. Η ισομέρεια αυτή παραπέμπει προφανώς στις πυθαγόρειες εμμονές του συγγραφέα. Οι τίτλοι τους ωστόσο είναι δικοί μου. Σε κάθε περίπτωση, εύχομαι οι άνθρωποι που έχουν παρόμοιες με τις δικές μου ευαισθησίες (δεν πιστεύω στον αντικειμενικό και αδιαφοροποίητο αναγνώστη, μετά από τόσα βιβλία κάτι έχω καταλάβει και εγώ και οι… κριτικοί) να νιώσουν όπως εγώ την συγκίνηση για το έργο αυτό, που άφησε ως μαρτυρία πριν χαθεί ένας άνθρωπος που θέλησε να μείνει εκεί και να σβήσει όταν έσβησε και η Ιδέα που έδινε νόημα στον κόσμο του.
Η τύχη που έφερε το κείμενο αυτό στα χέρια μου, τέλος, με υποχρεώνει, να δημοσιεύσω, ως επίμετρο, το λιτό αλλά πολύ ενδιαφέρον σημείωμα του λοχαγού Αναγνώστου, που μου παραδόθηκε και αυτό, μαζί με το μετάφρασμα του δασκάλου Καπετανίδη, από την μικρανιψιά του τελευταίου. Η πληθώρα ιστορικών στοιχείων και ονομάτων καθιστά αναγκαία εν κατακλείδι την παράθεση σχετικού καταλόγου. Ο φιλίστωρ αναγνώστης, φυσικά, μπορεί να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες σε χρονογράφους της εποχής, τα γραφόμενα των οποίων θα δει ότι επιβεβαιώνουν την ιστορική αξιοπιστία του μοναχού- συγγραφέα. Θα διαπιστώσει, λόγου χάρη, ότι φράσεις του Νικήτα Χωνιάτη, του Γεωργίου Ακροπολίτη, του Νικηφόρου Γρηγορά, του Νικηφόρου Βλεμμύδη, λόγοι και έργα του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως ή επιστολές του οικουμενικού πατριάρχη Γερμανού και του βασιλέα Ιωάννη Βατάτζη προς τον πάπα της Ρώμης Γρηγόριο Θ΄ ή του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ προς τον Βατάτζη, περιέχονται και στο εκδιδόμενο χειρόγραφο, σε νεοελληνική απόδοση ή και αυτούσιες. Κλασικό έργο παραμένει, ασφαλώς, η Ιστορία του βασιλείου της Νικαίας και του δεσποτάτου της Ηπείρου (1898) του Αντωνίου Μηλιαράκη.

Τελειώνοντας, δεν μπορώ να μην εκφράσω την βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου, για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε, προς την αξιοσέβαστη, αείμνηστη Δέσποινα Καπετανίδη, στην οποία και αφιερώνω το βιβλίο αυτό, με ένα πικρό αίσθημα επειδή δεν πρόλαβε να το δει πριν πεθάνει. Κάτι τέτοιες ενοχές στην ζωή με κάνουν να εύχομαι για μιαν άλλη...


[ Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα Το στέμμα των αυγών (εκδ. Καστανιώτη) ]

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Κώστα Χατζηαντωνίου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: