Τρύπωσες με περίσσιο θράσος, εκεί που κανείς δεν τόλμησε ποτέ του να σιμώσει
Έξω απ' τις τέντες, δύο θεατρίνες μάλωναν ποια θα πρωτοπάρει νερό από την κρήνη που έσταζε κόμπο-κόμπο
Σε τι μπορεί να εξυπηρετούσε αυτή η επιπλοκή του ονείρου; Σεισμός. Εκείνη τη στιγμή εννόησα ότισυντελείται ένας χαρούμενος σεισμός
Άδειασε κι ο πιο σκληρός δίσκος. Μα όσα χάθηκαν τα είχαν φυλάξει, oι φίλοι, το backup του εαυτού μας
Φύγαμε με το κοστούμι που αγαπήσαμε, με μια κορνίζα, ψημένο καφέ και σταφίδα
Βιαζόμαστε στο δρόμο για το θάνατο με τις βάρκες να περάσουμε τη θάλασσα. Αλλά όταν φτάσουμε μας στοιβάζουν πίσω από τα σύρματα...
Έφτασε στα μισά, εκεί όπου στεκόμουν εγώ κι άνοιξε το στόμα της. Μια έξαρση του μυαλού. Έτρεμα τι θα πει κι έτρεμα τι θα απαντούσα
Αιχμή που χάνεται η σαγήνη ευθυγραμμίζεται μ’ έναν καλπασμό και μια ελαφρότητα
Ανήκω στη δεύτερη κατηγορία: της στιγμής. Το πρωί αγοράζω τριαντάφυλλα, το μετανιώνω και τα αλλάζω με άσπρες ανεμώνες.
Όπως η ποίηση όταν γλιστράει κι αναδίνεται στου χαρτιού το ευγενές υπόστρωμα και αμιλλάται τον καμβά με φτερωμένο λόγο
Ξέρω σε ποιο σημείο του υπογείου/φυλάξαμε το κουτάκι με τις ενέσεις/τις μικρές βελόνες/τις πεσμένες κόκκινες γόβες/το πάπλωμα
Γιατί δε μου αρκούν τα αλαφιασμένα άλματα της θάλασσας / γύρω απ'το χαμένο πλεούμενο δε μου αρκεί η ανεμοθύελλα στο βουνό