Μοναξιά και μια κάποια αλλοτρίωση ή βαθιά, βαθιά συναίσθηση του εγώ; Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει
Μνήμη. Όπως λέμε μνήμα. Μόνο που εκείνη ξαναζωντανεύει.
«Μονόλιθος Αναστάσιμος». Αφέθηκε στη θέασή του. Ένιωσε κάτι φαντασμαγορικό, μιαν έκσταση, κάτι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας
«Άιντε, παπά», είπε ως άλλος Βολταίρος, «φέρε κι από αυτό το κρασί, το μόνο που δεν δοκίμασα εν ζωή»· και απήλθε σχεδόν ήρεμος
Την Ωραία Πύλη την ήθελε πιο φωτισμένη. Και έξω δεν ήθελε φως πίσω από το ιερό. Να βγουν οι λάμπες
Δεν είναι όλο το φως φτιαγμένο από απωθημένο σκοτάδι. Υπάρχει και το φως που είναι φτιαγμένο από λευκό και αχειροποίητο χάδι
Μην τριγυρνάς μες στο μυαλό τις νύχτες / με δυο αγνώστους / η εξίσωση δεν λύνεται / μονάχα εξισώνει αυτόν που έχει το χαρτί...
Οι λέξεις υπήρξαν: πορθμεία ρευστών, αντηχήσεις της ύπαρξης και μηχανολογικές μελέτες ηλεκτροδότησης έλεγχου συσκευών
Βοριάς ήταν ένας θυμωμένος άντρας, που ξεσπούσε σαρώνοντας την ηρεμία του σπιτιού του, ένα ανήσυχο παιδί που καταργούσε την τάξη
Αλλά και ο γιος του, που έπλυνε υστερότερα των ακολούθων του τα πόδια, το έκανε, υποθέτω, γιατί τους πήρε όλους στο λαιμό του
Μακραίνει τώρα η μνήμη άυπνη, σε μαύρες εκτάσεις παλιών αντικειμένων, παιχνίδια εξόριστα, στιγμών, αποθετήρες σκουριασμένους
Εγώ πήρα ένα φοβισμένο ύφος, αφού έτσι κι αλλιώς ήξερα πως είχα στρίψει παράνομα και τότε τον θυμήθηκα…