Θα τη γνωρίσεις. Σαν τη δεις, μαντατοφόρε: χρυσά αναιδή ένδοξα μαλλιά / γυμνή, σε πρόστυχη αγκαλιά / spina nel cuore
Να καίγεσαι εσύ / για να λάμπει ο Οδυσσέας μου. / Να καίγεσαι εσύ –εγώ– / για να φτάνω στην Ιθάκη
Οι σχοινοβάτες στον μίτο των ονείρων ταλαντεύονται
Κοιτάει ξανά μέσα από το πλαστικό παράθυρο τη μαυρίλα πίσω από τα κυπαρίσσια και λέει: «Στην Κερύνεια βρέχει»
Κι η Λίτσα είναι μια παρτίδα, που την φυλάνε (όσο κι αν θα ´θελε το Υ να είναι Ι, ανορθόγραφες λέξεις-ορθογραφημένες πράξεις
Σύντομα όμως άρχισαν οι ανατροπές. Τους ανάγκαζε σε πράξεις ασύμβατες με την αληθινή τους φύση
«Θα μου δώσεις το τηλέφωνό σου», της είπε, «πρέπει να σηκωθώ να προλάβω τις τράπεζες πριν ανοίξουν τα μαγαζιά»
Σκέφτηκα επίσης ότι το ζήτημα της αναλογίας θα πρέπει να μείνει ανοιχτό...
Κρυώνει η πλάτη στον ανοιξιάτικο αέρα / φταίει το παράθυρο ή μήπως η μουσική;
Σέρνει τα πόδια της η ολόμαυρη γάτα (βρεγμένη γάτα, που λέμε) για να πάει κάπου να κρυφτεί
Ξέρω πως για να μην χαθεί μες στον ατέλειωτο λαβύρινθο του χρόνου, αφήνει για σημάδια της τα δάκρυα που τρέχουν απ’ τα μάτια της
Αν με εντυπωσίασε κάτι στην εξιστόρησή του, είναι η κομψή πιρουέτα της αρχής με την οποία ξορκίζει το φάντασμα της αληθοφάνειας