Άρπαξε ένα μουσκεμένο ξύλο και το πέταξε ίσα κατά πάνω τους. Εκείνα έμειναν ακίνητα, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να προφυλαχτούν
Mαζεύτηκαν περαστικοί περίεργοι που μείναν άφωνοι καθώς μετατρεπόταν από φθαρτό σαρκίο σε ουράνιο σώμα στη στάση του λωτού
Ας φανταστούμε το πρόσωπο του Οιδίποδα να ήταν η Φαίδρα. Ας φανταστούμε τώρα την Φαίδρα να λαμβάνει τον χρησμό του Οιδίποδα
Mπες στη θέση του άλλου χρησιμοποιώντας τα δικά του επιχειρήματα. Υποδύσου τον, παραμερίζοντας τα δικά σου κι εκείνος τα δικά του
Κηλίδες αίμα που οδηγούν κάπου, και στον τοίχο αποτυπώματα ματωμένης παλάμης, σαν σπηλαιογραφία που έχω ν’ αποκρυπτογραφήσω
Σηκώνει ψηλά το κινητό της, περιεργάζεται την οθόνη, τη στρέφει παράλληλα με τον καθρέφτη. Λυγίζει το κεφάλι της προς τα αριστερά
Τον κοιτάζουν, αλλά το βλέμμα τους διαπερνά το σώμα του σαν να ’ναι καμωμένο όχι από σάρκα και οστά, μα από διάφανο γυαλί
Θα φωλιάσει στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση της ζωής που δε ζούμε, ωραίε μου λύκε
Τους μπέρδεψες και φύγαν οι Πέρσες άρον άρον απ’ τη Σαλαμίνα και ποιος είναι τίμιος να μας πει πόσα κάνουν ένα κι ένα; Εεεε;
Το γράφει και ταυτόχρονα το ζει, γιατί μέσα του το έχει γράψει ήδη. Σκέφτεται στίχους και γράφει πεζό
Μπορεί να λείψω για λίγο για να εφεύρω μια καινούρια μονάδα μέτρησης του χρόνου για να μετράω το χρόνο που είσαι μακριά μου
Καλύτερα να ήμουν θήραμα της νυχτερίδας / θα είχα πετάξει στη ζωή μου μια φορά.