Το κρατούσα να μην κλάψει. Όταν φτάσαμε σπίτι, έκλεισε τα μάτια και μ’ άφησε να το θάψω, για να βρει τρόπο να ζήσει για πάντα.
Οι γυναίκες που αγαπάμε αδειάζουνε τις φλέβες όπως αδειάζουνε το λάδι απ’ το τηγάνι, παίρνουν το μπάνιο τους κοντά στον ουρανό
Λίγο πριν πεθάνεις, δανείστηκες ένα ρο και το έβαλες μεσοφόρι και τώρα τα λεξικά από «ἕως» γράφουν «ἔρως».
Τα δερμάτινα σκαρπίνια που του φιλοτέχνησε με ιδιαίτερη φροντίδα βάζοντας όλη του την τέχνη, ο Αριστείδης, ενθουσίασαν το στρατηγό
Άρπαξε ένα μουσκεμένο ξύλο και το πέταξε ίσα κατά πάνω τους. Εκείνα έμειναν ακίνητα, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να προφυλαχτούν
Mαζεύτηκαν περαστικοί περίεργοι που μείναν άφωνοι καθώς μετατρεπόταν από φθαρτό σαρκίο σε ουράνιο σώμα στη στάση του λωτού
Ας φανταστούμε το πρόσωπο του Οιδίποδα να ήταν η Φαίδρα. Ας φανταστούμε τώρα την Φαίδρα να λαμβάνει τον χρησμό του Οιδίποδα
Mπες στη θέση του άλλου χρησιμοποιώντας τα δικά του επιχειρήματα. Υποδύσου τον, παραμερίζοντας τα δικά σου κι εκείνος τα δικά του
Κηλίδες αίμα που οδηγούν κάπου, και στον τοίχο αποτυπώματα ματωμένης παλάμης, σαν σπηλαιογραφία που έχω ν’ αποκρυπτογραφήσω
Σηκώνει ψηλά το κινητό της, περιεργάζεται την οθόνη, τη στρέφει παράλληλα με τον καθρέφτη. Λυγίζει το κεφάλι της προς τα αριστερά
Τον κοιτάζουν, αλλά το βλέμμα τους διαπερνά το σώμα του σαν να ’ναι καμωμένο όχι από σάρκα και οστά, μα από διάφανο γυαλί
Θα φωλιάσει στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση της ζωής που δε ζούμε, ωραίε μου λύκε