Το ξυπνητήρι

Στην Μ.

– 12.00 π.μ. –


Ήταν μια δύσκολη περίοδος.
Είχα χάσει
όλα μου τα μαχαιροπίρουνα.
Τα σερβίτσια δεν έβγαζαν νόημα.
Σύντομα,
η σύγχυση επεκτάθηκε
στο τραπέζι,
σε άλλα έπιπλα,
στους τοίχους,
τα δοκάρια,
τα παράθυρα
και –φυσικά– στην πόρτα.
Το σπίτι πια, δεν ήταν σπίτι.


– 1.01 π.μ.–


Απέτυχα
στην Αριθμητική:
«Σπανίως»,
έγραψα,
«ένα συν ένα, κάνουν ένα».
Η σωστή απάντηση:
«Ποτέ».
Χρόνια μετά,
στη Φυσική,
τα ίδια.
Μου λέγαν για τον
Schrödinger.
Η γάτα που έψαχνα,
λεγότανε Chercher.

–2.01 π.μ.–


Περπάταγα,
χωρίς
να προχωράω.
Κυλιόμενος διάδρομος,
η σκέψη,
πήγαινε αντίθετα απ’ το σώμα.
Με κρατούσε μακριά
απ’ τις αναχωρήσεις.


–3.02 π.μ.–


Μόλις η μνήμη
κουραστεί,
κοιτά
μπροστά,
γίνεται φαντασία.
Είναι ζήτημα
πίστης
και
αντοχής.
Ένα ποτάμι
διασχίζει
κάθε μεγάλη
απόφαση.


–4.03 π.μ.–


Καθρεπτιζόμουν
στο τζάμι,
ξαπλωμένος,
στο κάθισμα του τρένου,
αφηρημένος,
σαν έργο τέχνης.
Άμα είσαι ανάσκελα,
δεν θες τίποτα.
Επόμενος σταθμός,
ο ακατάληπτος ήχος
στο μεγάφωνο.


–5.05 π.μ.–

Έπρεπε να μάθω
να τρώω
με τα χέρια.
Έπρεπε να
συναρμολογήσω.
Έπρεπε πολλά,
για όσο χρειαστεί.
Η γριούλα έλεγε,
«Μη μπει φαρμάκι μέσα σου,
να 'ναι η ψυχή σου ωραία».
Ποτέ δεν την
ακούμπησε κακό.
Πέθανε γαλήνια,
στον ξύπνιο της.


–6.08 π.μ.–


Άδειασε
κι ο πιο σκληρός
δίσκος.
Μα
όσα χάθηκαν
τα είχαν
φυλάξει,
ως κάτι δικό τους,
δικό μου.
Οι φίλοι,
το backup
του εαυτού μας.


–7.13 π.μ.–

Όταν το
δαχτυλίδι
έπεσε,
όλοι άκουσαν τον θόρυβο
κι έσκυψαν
να στο φέρουν.
Αμέσως
σου προσέφερα
όλα μου τα δάχτυλα.
Σα χαμόγελο
αφέθηκες,
χωρίς να κάνεις
τον παραμικρό ήχο.
Στη σιωπή,
σε κράτησα.


–8.21 π.μ.–


Ένα τρυφερό
μαμούθ
κουρνιάζει
δίπλα μας,
δικαιώνοντας
κάθε παγόβουνο
που μας έφερε ως εδώ.


–9.34 π.μ.–


Τώρα
κοιμάται
αγκαλιά
με το πάνινο
λουλούδι της.
Και το σύμπαν
τεντώνεται,
σα να έχει
μόλις ξυπνήσει,
για χάρη της.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: