Πατέρας, το όνειρο

…Το πρωί εκεί­νο ξύ­πνη­σα με­τά από ένα πε­ρί­ερ­γο όνει­ρο. Ήμουν ακό­μη μό­νος και ερ­γα­σιο­μα­νής, όπως συ­νή­θως, δη­μιουρ­γι­κά ερ­γα­σιο­μα­νής. Μό­νος από επι­λο­γή, χω­ρίς σύ­ζυ­γο και γιο, χω­ρίς πολ­λές συ­να­να­στρο­φές, μο­να­χι­κός και μο­να­χι­κά ερ­γα­ζό­με­νος. Ως κη­που­ρός, έχω την ευ­μέ­νεια των ευ­γε­νι­κών φυ­τών, των σε­βα­στών, ήρε­μων γι­γά­ντων και των εύ­θραυ­στων, όμορ­φων νά­νων που καλ­λιερ­γούν οι άν­θρω­ποι γύ­ρω από τα σπί­τια τους. Περ­νώ τις ημέ­ρες μου σε κή­πους, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος από φυ­τά και με τους αν­θρώ­πους επι­κοι­νω­νώ το ελά­χι­στο και ανα­γκαίο απα­ραί­τη­το. Έτσι ξύ­πνη­σα, χω­ρίς να γνω­ρί­ζω τι μου έμελ­λε, ενώ αντη­χού­σε στα αυ­τιά μου το κου­δού­νι­σμα της εξώ­πορ­τας. Η γυ­ναί­κα που φρο­ντί­ζει το σπί­τι μου, το κα­τα­φύ­γιο και συ­νά­μα ορ­μη­τή­ριό μου, χτυ­πού­σε απρό­σμε­να χα­ρού­με­να το κου­δού­νι για τρί­τη φο­ρά. Η πα­ρά­στα­ση άρ­χι­ζε.
Λί­γα λε­πτά της ώρας νω­ρί­τε­ρα, ονει­ρευό­μουν τη μη­τέ­ρα μου. Ήμα­στε σε κά­ποιο σπί­τι που δεν μου θυ­μί­ζει κα­νέ­να σπί­τι και ταυ­τό­χρο­να, όλα μα­ζί τα σπί­τια όπου έχω ζή­σει. Το σπί­τι πε­ρι­βαλ­λό­ταν από έναν με­γά­λο, κα­τά­φυ­το κή­πο και οι εξω­τε­ρι­κοί τοί­χοι του ήταν γυά­λι­νοι. Μάλ­λον επρό­κει­το για το σπί­τι όπου θα ήθε­λα να έχω ζή­σει και που ονει­ρευό­μουν να ζή­σω. Όμορ­φο και απει­λη­τι­κό. Ίσως απει­λη­τι­κό ακρι­βώς επει­δή ήταν όμορ­φο ή και το αντί­θε­το. Η δια­φά­νεια αυ­τού του σπι­τιού το κα­θι­στού­σε ιδιαί­τε­ρα δια­κρι­τι­κό αρ­χι­τε­κτό­νη­μα, σχε­δόν αό­ρα­το, αν δεν το έσπρω­χνε στο όριο της ανυ­παρ­ξί­ας. Το αί­σθη­μα που δη­μιουρ­γού­σε στον μο­να­δι­κό ένοι­κό του, σε εμέ­να δη­λα­δή, αφού η μη­τέ­ρα μου δεν ήταν απαρ­χής εκεί μα­ζί μου, πε­ρι­γρά­φε­ται λι­γό­τε­ρο με την εύ­θραυ­στη λε­πτό­τη­τα του γυα­λιού ή με την κοι­νή θέα στην οποία με υπέ­βαλ­λε και πε­ρισ­σό­τε­ρο με την αιώ­ρη­ση των όποιων επί­πλων πε­ριεί­χε, αλ­λά και τη δι­κή μου. Το πά­τω­μα και η ορο­φή ήταν επί­σης γυά­λι­να και κα­θώς το σπί­τι βρι­σκό­ταν σε κά­ποια από­στα­ση πά­νω από το έδα­φος, ένιω­θα σχε­δόν να ίπτα­μαι. Συμ­βαί­νει τα­κτι­κά τα όνει­ρα να αψη­φούν τον νό­μο της βα­ρύ­τη­τας αν και μπο­ρεί ο νό­μος της βα­ρύ­τη­τας να εί­ναι αυ­τός που αγνο­εί τα όνει­ρα. Εξάλ­λου η βα­ρύ­τη­τα δεν εί­ναι πα­ρά η επι­μο­νή της φα­ντα­σί­ας να με­τα­πη­δή­σει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Η μη­τέ­ρα μου ήταν κα­λο­και­ρι­νή. Στραμ­μέ­νη στον πά­γκο της κου­ζί­νας, με την πλά­τη της σ’ εμέ­να, έδι­νε την εντύ­πω­ση της από­μα­κρα ευ­διά­θε­της γυ­ναί­κας, εντε­ταλ­μέ­νης να μα­γει­ρέ­ψει, πρά­ξη στην οποία όφει­λε να προ­ση­λω­θεί με σο­βα­ρό­τη­τα, ώστε να μην της ξε­φύ­γει ού­τε χι­λιο­στό του γραμ­μα­ρί­ου των υλι­κών, ού­τε η ελά­χι­στη πα­ρέκ­κλι­ση από τη δια­δι­κα­σία πρό­σμει­ξής τους. Μα­γεί­ρευε. Το κα­τα­λά­βαι­να από το λί­κνι­σμα της πλά­της της, από τα χέ­ρια της που δι­ηύ­θυ­ναν την ενορ­χη­στρω­μέ­νη ενο­ποί­η­ση, θαρ­ρείς όλου του κό­σμου, μέ­σα στη γά­στρα της. Η μα­γει­ρι­κή εί­ναι η θε­με­λιώ­δης δύ­να­μη που συ­ντη­ρεί τον ομ­φά­λιο λώ­ρο, τις ανταλ­λα­γές ου­σιών, με­τα­ξύ μη­τέ­ρας και παι­διού, ενώ η γά­στρα δεν εί­ναι πα­ρά η προ­έ­κτα­ση της μή­τρας. Η μη­τέ­ρα μου συ­νέ­τη­κε σε γεύ­μα, ως μύ­στης, νε­κρά κομ­μά­τια κά­ποιου φο­νευ­μέ­νου ζώ­ου και ποι­κί­λα μέ­ρη φυ­τών μέ­σα στο κο­χλά­ζον νε­ρό της γά­στρας της. Πλη­σί­α­σα κι εκεί­νη γύ­ρι­σε το κε­φά­λι της και με την άκρη των μα­τιών της με κοί­τα­ξε και μου χα­μο­γέ­λα­σε. Το χα­μό­γε­λό της ήταν αι­νιγ­μα­τι­κό και κά­τι ήθε­λε να μου πει που δεν κα­τα­λά­βαι­να.
Σκέ­φτη­κα, η μη­τέ­ρα στο όνει­ρο εί­ναι κα­λός οιω­νός αλ­λά το μα­γεί­ρε­μα τί­πο­τα κα­λύ­τε­ρο από προ­άγ­γε­λος δει­νών. Πώς μπο­ρού­σαν να συ­νυ­πάρ­χουν τού­τα τα δύο στο όνει­ρό μου; Ίσως με βοη­θού­σε ν’ απο­φα­σί­σω για το μή­νυ­μα του ονεί­ρου το φα­γη­τό που ετοί­μα­ζε, μα δεν κα­τά­φε­ρα να δω ού­τε το λι­γό­τε­ρο απα­ραί­τη­το από τα υλι­κά του. Οσμή κα­μία δεν ανα­δυό­ταν μα­ζί με τους κι­τρι­νω­πούς ατμούς του κο­χλα­σμού. Η αί­σθη­ση αυ­τή δεν εί­ναι συ­νή­θης στα όνει­ρα ή ίσως εί­ναι προ­νό­μιο των ονεί­ρων των ζώ­ων που έχουν αυ­ξη­μέ­νη όσφρη­ση. Τό­τε εν­νό­η­σα ότι χει­ρό­τε­ρη από την απου­σία ει­κό­νων και ήχων εί­ναι η έλ­λει­ψη μυ­ρω­διών. Ο κό­σμος μοιά­ζει άδειος, χω­ρίς ίχνος ευ­φρό­συ­νης ευω­δί­ας, χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή ενο­χλη­τι­κή ακό­μη οσμή, εί­ναι σαν τη μυ­θο­πλα­σία που εγκα­τέ­λει­ψε ο βα­σι­κός της χα­ρα­κτή­ρας, ο ήρω­ας. Το όνει­ρο αυ­τό δεν δι­ή­γει­ρε την όσφρη­σή μου, ενώ πα­ρή­γα­γε πλή­θος ερω­τη­μα­τι­κών που εξέρ­χο­νταν κο­χλά­ζο­ντα από τη γά­στρα.
Το χα­μό­γε­λο της μη­τέ­ρας μου ήταν ανερ­μή­νευ­το. Με κα­θη­σύ­χα­ζε ή μου έλε­γε ότι με αγα­πά; Με προει­δο­ποιού­σε με λί­γη πο­νη­ριά για κά­ποιο επερ­χό­με­νο γε­γο­νός ή μου υπεν­θύ­μι­ζε τη μη­τρι­κή ιδιό­τη­τα; Ήταν η μέ­θη των μπα­χα­ρι­κών ή η θέα του γιου της που την έκα­ναν να χα­μο­γε­λά­σει σχε­δόν μυ­στη­ρια­κά; Ποιο σφά­γιο, δια­λυό­με­νο στη γά­στρα της, της απο­σπού­σε όλη της την προ­σο­χή; Ο κή­πος γύ­ρω της έσφυ­ζε από εκρή­ξεις πρά­σι­νων απο­χρώ­σε­ων. Τα φυ­τά πα­ρα­κο­λου­θού­σαν σιω­πη­λά τη μα­γει­ρι­κή της. Με­ρι­κά από αυ­τά, τα πλέ­ον νε­α­ρά και για τού­το ευ­λύ­γι­στα και γε­μά­τα πε­ριέρ­γεια, σαν να έσκυ­βαν προς τη γά­στρα. Ποιες άρα­γε, ακα­τα­νό­η­τες στους αν­θρώ­πους, και πό­σες αι­σθή­σεις μπο­ρεί να έχουν τα φυ­τά; Στρέ­φουν στο φως, μ’ ένα άγ­γιγ­μα κλεί­νουν τα φύλ­λα τους, τα πο­λύ­χρω­μα άν­θη τους ευω­διά­ζουν ή εκλύ­ουν δυ­σω­δία, πα­ρά­γουν χυ­μούς γλυ­κούς, ναρ­κω­τι­κές ου­σί­ες.

Τό­τε πα­ρα­τή­ρη­σα το δά­πε­δο που εί­χε στο με­τα­ξύ υπο­στεί τον ευ­τε­λι­σμό της αδια­φά­νειας. Ήταν πλέ­ον ένα κοι­νό μεν, γλυ­κύ­τα­το δε, ανοι­χτό­χρω­μο, απα­λά πρα­σι­νω­πό δά­πε­δο. Συμ­βαί­νει στα όνει­ρα τα πράγ­μα­τα και τα πρό­σω­πα να με­τα­πη­δούν από τη μία κα­τά­στα­ση στην άλ­λη. Το δά­πε­δο ήταν σαν ένας συλ­λέ­κτης χλω­ρο­φύλ­λης, συσ­σω­ρευ­μέ­νη, συ­μπα­γής και στιλ­πνή επι­φά­νεια χλω­ρο­φύλ­λης. Σειό­ταν. Το δά­πε­δο σειό­ταν όπως σεί­ε­ται το κό­σκι­νο όταν εξε­τά­ζει το αλεύ­ρι. Έπρε­πε να εντα­χθώ σε αυ­τό το νέο ονει­ρι­κό πε­ρι­βάλ­λον αστά­θειας. Σε τι μπο­ρεί να εξυ­πη­ρε­τού­σε αυ­τή η απρό­σμε­νη επι­πλο­κή του ονεί­ρου; Σει­σμός. Εκεί­νη ακρι­βώς τη στιγ­μή, εν­νό­η­σα ότι συ­ντε­λεί­ται ένας πα­ρά­ξε­να χα­ρού­με­νος σει­σμός.

Σει­σμός, ανα­φώ­νη­σα για να το συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω ο ίδιος και για να προει­δο­ποι­ή­σω τη μη­τέ­ρα μου. Ήταν λες και δεν τον εν­νο­ού­σε εκεί­νη αυ­τόν τον πα­ρά­ξε­νο σει­σμό που μας ωθού­σε, εμέ­να, εκεί­νη, το γυά­λι­νο σπί­τι, τη γά­στρα, ακό­μη τον κή­πο ολό­γυ­ρα, να λι­κνι­ζό­μα­στε στον με­θυ­στι­κό ρυθ­μό του. Εί­ναι αφε­λές να το φω­νά­ζου­με όταν κά­τι συμ­βαί­νει, πα­ρό­τι όλοι γύ­ρω μας το βιώ­νουν ταυ­τό­χρο­να με εμάς, σαν να ξε­κι­νά προ­νο­μια­κά από τις δι­κές μας αι­σθή­σεις και δεν πρό­κει­ται να αγ­γί­ξει κα­νέ­ναν πριν φτά­σουν στα αυ­τιά του τα ρί­γη του προ­αγ­γέλ­μα­τός μας. Η μη­τέ­ρα μου στρά­φη­κε και πά­λι στη μα­γει­ρι­κή της. Ήθε­λε να προ­στα­τέ­ψει το πε­ριε­χό­με­νο της γά­στρας της ή όλου του ονεί­ρου; Ποια μπο­ρεί να ήταν η πρό­θε­ση αυ­τής της απά­θειάς της; Να πα­ρα­μεί­νω ήρε­μος; Να ηρε­μή­σει την τε­κτο­νι­κή δύ­να­μη που έσειε τον ονει­ρι­κό μας κό­σμο και ν’ απο­σο­βή­σει την πι­θα­νό­τη­τα να ξυ­πνή­σω έντρο­μος; Ή μή­πως, εκεί μέ­σα στη γά­στρα της, ενορ­χή­στρω­νε τε­λι­κά αυ­τόν τον ηδο­νι­κό χο­ρό κά­τω από τα πό­δια μας;

[ Από­σπα­σμα από το μυ­θι­στό­ρη­μα Ίχνη στα όνει­ρα ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: