Για μια στιγμή

«Τού­το δεν ονο­μά­ζου­νε μαρ­τύ­ριο της ελ­πί­δας;» ———— Κο­σμάς Πο­λί­της, Eroica

Βα­θιά νυ­χτω­μέ­νος εί­ναι όποιος πι­στεύ­ει πως η ζωή των ερ­γα­ζο­μέ­νων μιας εται­ρεί­ας εί­ναι δύ­σκο­λη, όταν το αφε­ντι­κό εί­ναι αυ­ταρ­χι­κό, απαι­τη­τι­κό και αγε­νές. Η δι­κή μας πε­ρί­πτω­ση εί­ναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή. Με­τά το συμ­βάν, το ΔΣ της ΕΜΔ Α.Ε. (όπου ΕΜΔ, Ελ­λη­νι­κά Μάρ­μα­ρα Διο­νύ­σου) μάς ανα­κοί­νω­σε ότι από τού­δε και στο εξής, τα ινία της επι­χεί­ρη­σης ανα­λαμ­βά­νει ο ει­κο­σι­τε­τρά­χρο­νος γιος του αφε­ντι­κού. Η έκ­πλη­ξή μας ήταν τε­ρά­στια, αλ­λά, όπως κα­τα­λα­βαί­νε­τε, όταν μι­λά το ΔΣ, όλοι σιω­πούν και προ­σαρ­μό­ζο­νται στη νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Στην αρ­χή χα­ρή­κα­με κά­πως, για­τί πλέ­ον εί­χα­με ένα αφε­ντι­κό που δεν έπαιρ­νε κα­μία από­φα­ση, δεν φώ­να­ζε και δεν θα απέ­λυε κα­νέ­ναν. Γρή­γο­ρα, όμως, άρ­χι­σαν τα προ­βλή­μα­τα, κα­θό­τι η σχε­δόν ακυ­βέρ­νη­τη Α.Ε. με­τα­τρά­πη­κε σε έναν απέ­ρα­ντο λα­βύ­ριν­θο άλυ­των θε­μά­των, όπου ο κά­θε ερ­γα­ζό­με­νος χά­ρα­ζε την δι­κή του ατέρ­μο­νη και αδιέ­ξο­δη πο­ρεία. Στο τμή­μα πω­λή­σε­ων οι προ­σφο­ρές τα­ξί­δευαν ανά τον κό­σμο κα­τά βού­λη­ση του κά­θε πω­λη­τή. Στο δια­φη­μι­στι­κό, οι δη­μιουρ­γοί-καλ­λι­τέ­χνες μας εί­χαν τό­σες ιδέ­ες να ανα­λύ­σουν και να ανταλ­λά­ξουν, που όλα τα με­ρό­νυ­χτα του Πι­κά­σο στο Πα­ρί­σι δεν τους ήταν αρ­κε­τά για να κα­τα­λή­ξουν σε μια κα­μπά­νια. Στο λο­γι­στή­ριο, ευ­τυ­χώς λό­γω νο­μο­θε­σί­ας, εί­χα­με πιο συ­γκε­κρι­μέ­νες και άνω­θεν ορι­σμέ­νες γραμ­μές να ακο­λου­θή­σου­με, οπό­τε το χά­ος ήταν πιο πε­ριο­ρι­σμέ­νο. Αλ­λά και πά­λι, ο κα­θέ­νας απο­φά­σι­ζε βά­σει της δι­κής του, προ­σω­πι­κής λο­γι­κής.
Φυ­σι­κά δεν ήμα­σταν και τό­σο αθώ­οι – μι­κρές αυ­ξη­σού­λες και με­γά­λες άδειες ήταν ήδη στα πλά­να μας. Κυ­ρί­ως λό­γω του ότι το νέο αφε­ντι­κό δεν έβα­ζε υπο­γρα­φές, ενώ, αντί­θε­τα, ο πα­τέ­ρας του υπέ­γρα­φε ό,τι έγ­γρα­φο του δί­να­με χω­ρίς καν να το κοι­τά­ξει. Για την ακρί­βεια, έδει­χνε πως το διά­βα­ζε, ξε­φύλ­λι­ζε κι έκα­νε πως σκέ­πτε­ται, όμως πο­λύ αμ­φι­βάλ­λω πως κά­ποιος εί­ναι ικα­νός να δια­βά­σει χω­ρίς να κου­νή­σει τις κό­ρες των μα­τιών του από αρι­στε­ρά προς τα δε­ξιά.
Αν μι­λή­σω, δε, για τα τμή­μα­τα εκτός του κτι­ρί­ου μας, δη­λα­δή της εξό­ρυ­ξης, επε­ξερ­γα­σί­ας και με­τα­φο­ράς μαρ­μά­ρου, η κα­τά­στα­ση πή­γαι­νε από το κα­κό στο χει­ρό­τε­ρο. Με­τά το συμ­βάν και την αλ­λα­γή διοί­κη­σης, τα λα­το­μεία μας και όλη η εφο­δια­στι­κή αλυ­σί­δα εί­χαν τέ­τοιες κα­θυ­στε­ρή­σεις, που κα­θη­με­ρι­νά έπρε­πε να ηρε­μού­με εξα­γριω­μέ­νους πε­λά­τες στα τη­λέ­φω­να. Ευ­τυ­χώς, αυ­τή η πί­ε­ση από την αγο­ρά αφύ­πνι­σε πολ­λούς μες στην εται­ρεία. Οι πιο δυ­να­μι­κοί συ­νει­δη­το­ποι­ή­σα­με πως δου­λειά δεν θα υπάρ­χει, αν συ­νε­χι­στεί αυ­τή η πο­ρεία, και αλ­λά­ξα­με τα­κτι­κή μέ­σα σε ένα μι­κρό διά­στη­μα πε­ρί­που τριών μη­νών. Με­τά το συμ­βάν. Απο­φα­σί­σα­με πως θα απο­φα­σί­ζου­με εμείς.
Η δια­δι­κα­σία εί­χε ως εξής: Όποιος εί­χε το θάρ­ρος, και ολί­γον θρά­σος, και νοια­ζό­ταν για το κα­λό της εται­ρεί­ας, πή­γαι­νε στο γρα­φείο του νέ­ου διευ­θυ­ντή, έμε­νε μέ­σα για σχε­δόν πέ­ντε λε­πτά. Δεν ξέ­ρω πώς περ­νού­σαν αυ­τά τα πέ­ντε λε­πτά για άλ­λους. Εγώ κοι­τού­σα το πα­ρά­θυ­ρο, το ρο­λόι μου, άκου­γα την ανα­πνοή μου να αντη­χεί στα αυ­τιά μου, με­ρι­κές φο­ρές άσθμαι­να, δεν το άντε­χα αυ­τό το πράγ­μα. Πα­ρά­θυ­ρο, ρο­λόι, κα­μιά φο­ρά τρα­γου­δού­σα από μέ­σα μου το «Τα παι­διά της γει­το­νιάς σου με πει­ρά­ζου­νε», σε γρή­γο­ρη τα­χύ­τη­τα, δυο φο­ρές απα­νω­τά, μα πά­ντα στο «ακου­μπώ στα δυο μου χέ­ρια και ση­κώ­νο­μαι» κά­τι μ’ έπια­νε και λύ­γι­ζα και δά­κρυ­ζα και κοι­τού­σα το ρο­λόι μου κι εί­χε πε­ρά­σει αυ­τό το φρι­κτό πε­ντά­λε­πτο. Λοι­πόν, δεν ξέ­ρω πώς τα κα­τά­φερ­ναν οι άλ­λοι, όμως όταν βγαί­να­με, ανα­κοι­νώ­να­με πως «το αφε­ντι­κό απο­φά­σι­σε ετού­το κι εκεί­νο» κι ας ήταν μό­νο δι­κές μας απο­φά­σεις. Αυ­τές δη­λα­δή, που σπου­δά­σα­με και μά­θα­με στην πρά­ξη πως ήταν οι σω­στές.

Κά­πως έτσι πέ­ρα­σαν δυο μή­νες ακό­μη, πέ­ντε συ­νο­λι­κά με­τά το συμ­βάν. Το πρώ­ην αφε­ντι­κό συ­νέ­χι­σε να πε­ρι­φέ­ρε­ται σαν φά­ντα­σμα με­τα­ξύ ει­σό­δου και γρα­φεί­ου, να μι­λά­ει χα­μη­λό­φω­να και να μας δεί­χνει την πόρ­τα του νυν αφε­ντι­κού, όταν επρό­κει­το για κά­τι ση­μα­ντι­κό πέ­ραν των υπο­γρα­φών. Εμείς, οι πιο απο­φα­σι­στι­κοί ανά τμή­μα, συ­νε­χί­σα­με να κρυ­φο-διοι­κού­με την εται­ρεία κι έτσι σι­γά σι­γά η κα­τά­στα­ση συ­νέ­κλι­νε σε μια ισορ­ρο­πία που κα­νείς δεν ανέ­με­νε. Μέ­χρι κι η τι­μή της με­το­χής μας ανέ­βη­κε. Έφτα­σε αρ­κε­τά κο­ντά στην προ-συμ­βά­ντος τι­μή της, αλ­λά δεν θα κι­νού­σα­με κα­μία υπο­ψία για το τι συ­νέ­βαι­νε με­τά το συμ­βάν, αν δεν κα­τα­πια­νό­ταν με «το φαι­νό­με­νο ΕΜΔ» ένας αρ­θρο­γρά­φος της Ναυ­τε­μπο­ρι­κής.
Η σύ­ζυ­γος του αφε­ντι­κού άρ­χι­σε τα τη­λέ­φω­να. Προ­φα­νώς το ζεύ­γος ήταν συν­δρο­μη­τές της Ναυ­τε­μπο­ρι­κής. Η κυ­ρία Μα­ρία ήταν νοι­κο­κυ­ρά στο επάγ­γελ­μα, αλ­λά κα­ταρ­τι­σμέ­νη μη­χα­νι­κός του Πο­λυ­τε­χνεί­ου. Πα­νέ­ξυ­πνη, γρή­γο­ρη και πνευ­μα­τώ­δης. Κά­τι στο άρ­θρο τής φά­νη­κε ύπο­πτο και έσπευ­σε να κά­νει αιφ­νι­δια­στι­κή επί­σκε­ψη στην εται­ρεία, όπου εί­χε πολ­λά χρό­νια να πα­τή­σει. Μό­λις την αντι­λη­φθή­κα­με στην εί­σο­δο, στα­θή­κα­με όλοι όρ­θιοι με σε­βα­σμό, σε δύο σει­ρές εκα­τέ­ρω­θέν της και χαι­ρε­τή­σα­με κλί­νο­ντας τα κε­φά­λια μας. Άχνα. Αμή­χα­νοι και άναν­δροι, την αφή­σα­με μό­νη να γλι­στρά με το αρ­γό της βή­μα στο μαρ­μά­ρι­νο πά­τω­μα προς το γρα­φείο του αφε­ντι­κού. Τα πα­πού­τσια της ήταν φθαρ­μέ­να, τα μαλ­λιά της λυ­τά και απε­ρι­ποί­η­τα. Την εί­χα­με ξα­να­δεί έτσι αμέ­σως με­τά το συμ­βάν, μα εί­χα γρή­γο­ρα απω­θή­σει αυ­τή την ει­κό­να από το μυα­λό μου. Και τώ­ρα, σα να την έβλε­πα εκ νέ­ου, τρό­μα­ξα. Κοι­τού­σε γύ­ρω της. Το ασαν­σέρ, τους επά­νω ορό­φους, την βα­ριά πόρ­τα του διευ­θυ­ντι­κού. Εί­χε ένα βλέμ­μα εμ­φα­νώς θο­λω­μέ­νο από ηρε­μι­στι­κά και οτι­δή­πο­τε άλ­λο κα­τέ­στει­λε τις αντι­δρά­σεις της. Όμως το πνεύ­μα της, αυ­τό το πνεύ­μα που αιω­ρού­νταν κά­που ψη­λό­τε­ρα από το εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο σώ­μα της, πα­ρέ­με­νε οξύ όπως πα­λιά, όπως την θυ­μό­μουν. Έφτα­σε στα μι­σά, εκεί όπου στε­κό­μουν εγώ κι άνοι­ξε το στό­μα της. Μια έξαρ­ση του μυα­λού. Έτρε­μα τι θα πει κι έτρε­μα τι θα απα­ντού­σα εγώ.

«Ποιος εί­ναι μέ­σα;» μου ψι­θύ­ρι­σε συ­νω­μο­τι­κά στο αυ­τί, σα να μοι­ρα­ζό­μα­σταν μό­νο οι δυο μας ένα με­γά­λο μυ­στι­κό. Ένα μυ­στι­κό τό­σο απί­θα­νο και μα­γι­κό, που δεν θα μας πί­στευε κα­νείς αν τού το εκ­μυ­στη­ρευό­μα­σταν. Τα μά­τια της τέ­ντω­σαν μπρο­στά στα δι­κά μου, σε ανα­μο­νή, σε ελ­πί­δα και για μια στιγ­μή χα­μο­γέ­λα­σαν. Ξε­ρο­κα­τά­πια, ο ηλί­θιος, δε μί­λη­σα, δεν την αγκά­λια­σα, δεν την συ­νό­δευ­σα, δεν. Γύ­ρι­σε προς την πόρ­τα πά­λι.
«Ποιον έχε­τε εκεί μέ­σα για αφε­ντι­κό σας;» φώ­να­ξε τώ­ρα βρα­χνά, αλ­λά­ζο­ντας ύφος, και κου­νώ­ντας το δά­χτυ­λο προς τον ου­ρα­νό σα να μας μά­λω­νε. Εμάς, ή εκεί­νον εκεί πά­νω.

Κιο­τέ­ψα­με όλοι. Ο ένας πιο άχρη­στος από τον άλ­λον. Κι εκεί­νη, ο πιο μο­να­χι­κός και θαρ­ρα­λέ­ος άν­θρω­πος που έχω δει πο­τέ. Μια Εκά­βη, μια Αντι­γό­νη, με τα γυ­μνά τους πέλ­μα­τα στον ασβε­στό­λι­θο της Επι­δαύ­ρου, ήρε­μες δια­σχί­ζουν την τρα­γω­δία τους με θε­α­τές σιω­πη­λούς. Τό­σο δυ­να­τές και στέ­ρε­ες, θαρ­ρείς αντλούν ενέρ­γεια από το έδα­φος. Το θερ­μό, του Αυ­γού­στου. Μό­νες περ­πα­τούν με στή­θος προ­τε­τα­μέ­νο κι ας έχουν χά­σει τό­σες ανά­σες οι πνεύ­μο­νες και τό­σους χτύ­πους οι καρ­διές τους. Ανά­με­σά τους η κυ­ρία Μα­ρία, με τα χα­μη­λά πα­πού­τσια της, στο πα­γω­μέ­νο, λευ­κό μάρ­μα­ρο της ΕΜΔ, με τρεις ορό­φους τοί­χους γύ­ρω της να σχη­μα­τί­ζουν ένα τε­ρά­στιο, κλει­στό μνη­μείο. Δια­σχί­ζει τον διά­δρο­μο, που της ανοί­ξα­με, χω­ρίς να ξέ­ρει πού θα φτά­σει η δι­κή της τρα­γω­δία. Μό­νη της.
Προ­χω­ρά­ει κι άλ­λο, κι όσο προ­χω­ρά­ει γέρ­νει προς το έδα­φος (εδώ δεν εί­ναι θέ­α­τρο). Τα γκρί­ζα μαλ­λιά της πέ­φτουν στο πρό­σω­πο κα­λύ­πτο­ντας το μι­σό. Στην πλά­τη ενώ­νο­νται σαν ξε­θω­ρια­σμέ­νο μα­φό­ριο με το μαύ­ρο φου­στά­νι της. Ίσως ακούω την δι­κή της καρ­διά, που κρο­τά από την αγω­νία. Ή ίσως εί­ναι η δι­κή μου. Εί­ναι έτοι­μη η Μα­ρία, να σκύ­ψει να του φι­λή­σει τα πό­δια. Κι εγώ κα­τα­λα­βαί­νω ποια δύ­να­μη μας τα­πει­νώ­νει τό­σο, ώστε να προ­σκυ­νά­με. «Άρα­τε τον λί­θον». Δεν κα­τα­λα­βαί­νει η γραμ­μα­τέ­ας του αφε­ντι­κού. Ωστό­σο, τής ανοί­γει την πόρ­τα να πε­ρά­σει.

Εδώ και πέ­ντε μή­νες, δεν εί­χε μεί­νει πο­τέ τό­ση ώρα ανοι­χτή η πόρ­τα. Το λι­βά­νι πλημ­μυ­ρί­ζει το κτή­ριο από μέ­σα προς τα έξω, από κά­τω ως επά­νω. Κι αντι­κρύ­ζο­ντας η μά­να τα νο­μι­ζό­με­να, μια δεύ­τε­ρη φο­ρά τον θρη­νεί με πό­νο και ορ­γή και άλ­λη λέ­ξη από το «ουρ­λια­χτό» δεν μπο­ρώ να σκε­φτώ όσο ακούω την γυ­ναί­κα. Την πα­ρα­τη­ρού­με από τον διά­δρο­μο, αντι­μέ­τω­πη με την φω­το­γρα­φία που στέ­κε­ται πά­νω στο γρα­φείο και πα­ρι­στά­νει το αφε­ντι­κό. Έφη­βος ο γιος της τό­τε, σε εκ­δρο­μή. Το κα­ντη­λά­κι πιο δί­πλα καί­ει αδιά­κο­πα μια φλό­γα-ελ­πί­δα από αυ­τές που συ­ντη­ρού­με με το ζό­ρι, για­τί αυ­τό έχει μεί­νει στο χέ­ρι μας. Η Μα­ρία πέ­φτει μπρο­στά στο γρα­φείο, στα γό­να­τα, και κλαί­ει ξα­νά εκεί χτυ­πώ­ντας το μέ­τω­πό της με την πα­λά­μη. Μα­λώ­νει τον εαυ­τό της, που σκέ­φτη­κε το απί­θα­νο και μα­γι­κό μας μυ­στι­κό. Με­τά, στην άκρη του γρα­φεί­ου, ακου­μπά τα δυο της χέ­ρια και ση­κώ­νε­ται και δα­κρύ­ζω, για­τί να ‘τος πά­λι αυ­τός ο στί­χος, που δεν ήξε­ρα για­τί...
Ο σύ­ζυ­γός της την πε­ρι­μέ­νει στην πόρ­τα, σκυ­φτός, την αγκα­λιά­ζει και φεύ­γουν μα­ζί.
Την επό­με­νη μέ­ρα το πα­λιό αφε­ντι­κό μάς πα­ρα­κά­λε­σε να τον επα­να­φέ­ρου­με ως διοι­κη­τή της εται­ρεί­ας και να μην τον αφή­σου­με σε ησυ­χία. Πή­ρε την φω­το­γρα­φία στο γρα­φείο του. Το διευ­θυ­ντι­κό πα­ρέ­μει­νε κε­νό, χω­ρίς κε­ριά και χω­ρίς τί­πο­τε άλ­λο από το προ­ϋ­πάρ­χον μνη­μείο. Η ΕΜΔ που­λή­θη­κε μέ­σα σε δυο μή­νες, μιας και το αφε­ντι­κό απο­φά­σι­σε να συ­ντα­ξιο­δο­τη­θεί πρό­ω­ρα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: