Δρομέας

Δρομέας



Η απόσταση μέχρι να βγεις από την πόρτα είναι τεράστια. Διανύεις μέρος της καρφωμένος στην καρέκλα, σιωπηλός. Αν κάποιος σε παρατηρήσει εκείνη τη στιγμή, εύκολα θα υποθέσει ότι άλλαξες γνώμη, ανέβαλες την προπόνηση. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Με την ακινησία σου αναγνωρίζεις πως ό,τι επιχειρεί το σώμα είναι ανώφελο αν δεν το έχει κατακτήσει πρώτα ο νους. Συγκεντρώνεσαι. Χρειάζεσαι λίγα λεπτά μέχρι να αισθανθείς ότι αυτός ο πρώτος γύρος ολοκληρώθηκε. Τότε ντύνεσαι, κάνεις διατάσεις, βαδίζεις προς τη νοητή γραμμή. Πατάς γερά και ξεκινάς.

Τρέχεις, σα να παλεύεις να ισορροπήσεις το μέσα με το έξω. Σα να κυνηγάς την αρμονία. Κάθε προθέρμανση, σχέδιο εκεχειρίας μεταξύ επιθυμίας και δυνατότητας. Κάθε εκκίνηση, υπόσχεση ανακωχής. Τρέχεις, σα να γράφεις μια ιστορία· με τον ρομαντισμό αλλά και την αφοσίωση, την επιμονή τού συγγραφέα. Την πίστη (αν ο ρομαντισμός δεν είναι η σωστή λέξη) ότι αυτό που κάνεις μπορεί να οδηγήσει στο να γίνει ο κόσμος λίγο καλύτερος. Την αυθαίρετη αλλά και αναγκαία πίστη.

Τρέχεις, σα να προσεύχεσαι. Σα να τιμάς και να ευχαριστείς οτιδήποτε σού δίνει κίνητρο να συνεχίζεις. Κάτι ασκητικό, κάτι βαθιά πνευματικό, ορίζει τον βηματισμό σου. Σε κυριεύουνε η κόπωση, ο ιδρώτας· όλα δείχνουν ότι πρέπει να σταθείς, να ξαποστάσεις. Όμως εσύ αμφισβητείς, αντιστέκεσαι, διεκδικείς. Τρέχεις, σα να υμνείς την ελευθερία. Σα να εξεγείρεσαι ενάντια στους νόμους της φύσης και της φύσης σου. Όταν το ένα πέλμα σηκωθεί, και πριν ακόμα το άλλο φτάσει στο έδαφος, έχει έρθει η ώρα της επαναδιαπραγμάτευσης. Καθώς επιταχύνεις, αποκτάς την ώθηση που χρειάζεσαι για ν’ απογειωθείς, ν’ αξιολογήσεις αλλιώς τα πράγματα, από μακριά.

Εφευρίσκεις μια νέα διάσταση, ολοκληρωτικά δική σου. Τρέχεις, σα να συμφιλιώνεσαι με τον χώρο και τον χρόνο. Σα να γίνεσαι χώρος και χρόνος για να δώσεις αμνηστία στον εαυτό σου. Σα να ταξιδεύεις προς μια ωραιότερη μέρα, αποδεχόμενος τη διαδρομή ως τετελεσμένο γεγονός· με τις στροφές και τα φανάρια, τις λακκούβες, τις απότομες κλίσεις, τις λάσπες, τις αμέτρητες παγίδες. Ό,τι κι αν έρθει, είναι απαραίτητο - ό,τι αφήνεις πίσω, καλώς γινωμένο.

Τρέχεις, σα να ερωτεύεσαι. Σα να κρατιέσαι από μια σπάνια —μια μαγική— αλληγορία σ’ ένα σύμπαν όπου κυριολεκτεί μονάχα η σιωπή. Όσοι βγήκανε στο δρόμο χωρίς αφορμή άλλη από τον ίδιο το δρόμο, γνωρίζουν. Αρκεί τα παπούτσια να έχουν πατηθεί τόσο που μόνο εσύ να θυμάσαι την αρχική τους μορφή. Να έχουν εκπληρωθεί από την επαφή. Τρέχεις, σα να κατανοείς ότι όλα, και το τρέξιμο το ίδιο, έχουν ένα τέλος. Και αυτό δεν πειράζει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: