Στο Λουτράκι

Στο  Λουτράκι

Βάζω στην ψάθινη τσάντα το γαλάζιο μαγιό, το μπουρνούζι, το μεγάλο καπέλο και τις σαγιονάρες. Κλείνω με προσοχή το φερμουάρ από το φουστάνι μου με τα μεγάλα λουλούδια. Ζωγραφίζω πάνω από τα μάτια μου μια παχιά μαύρη γραμμή. Η άκρη της γυρίζει λίγο προς τα πάνω σαν την ουρά ενός μικρού ψαριού. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και ξεκινάω.
Παραθερίζαμε πάντα στο ίδιο ξενοδοχείο. Στο Λουτράκι. Διώροφο, με δύο αστέρια, μακριά από την παραλία. Μια πισίνα σε σχήμα νεφρού. Παράταιρες ξαπλώστρες γύρω-γύρω. Ένα ντους που έσταζε κι ένα μπαρ βαμμένο άσπρο. Ξεραμένο γκαζόν και παλιές πολυθρόνες από μπαμπού.
Στην αρχή πηγαίναμε ο μπαμπάς, η μαμά κι εγώ. Αργότερα ο Αντώνης, η μαμά κι εγώ. Το δωμάτιο μικρό, με το σκούρο διπλό κρεβάτι, το ψυγείο που η πόρτα του έκλεινε με δυσκολία, το μπάνιο με το σπασμένο παράθυρο. Το καναπεδάκι που κοιμόμουνα στριμωγμένο ανάμεσα στο ψυγείο και την πόρτα του μπάνιου.
Η μαμά κατέβαινε κάθε πρωί με το γαλάζιο μαγιό, το μπουρνούζι και το μεγάλο καπέλο. Άφηνε τις σαγιονάρες τη μία δίπλα στην άλλη, έβγαζε αργά το μπουρνούζι και το καπέλο και βουτούσε στο χλιαρό νερό της πισίνας. Ο μπαμπάς πρώτα κι ο Αντώνης αργότερα την παρακολουθούσαν από το μικρό μπαλκόνι του δωματίου καπνίζοντας. Ο μπαμπάς κάπνιζε βαριά, άφιλτρα τσιγάρα. Ο Αντώνης λεπτά, μακριά πουράκια με σκούρο καφέ χρώμα. Εγώ καθισμένη στο μωσαϊκό έβλεπα το βούτυρο και τη μαρμελάδα να λιώνουν μέσα στο πιάτο μου.
Ο μεσημεριανός ύπνος. Ο ζεστός αέρας από το σπασμένο παράθυρο του μπάνιου. Οι μύγες που με ανάγκαζαν να τυλίγομαι με το σεντόνι. Τα ιδρωμένα όνειρα. Η βαριά ανάσα του πατέρα πρώτα, του Αντώνη αργότερα. Η βραχνή φωνή της μαμάς, πνιχτή, κοφτή, λαχανιασμένη. Λόγια και βουβά φιλιά. Το χέρι μου χαμηλά στην κοιλιά. Θολές εικόνες να τρεμουλιάζουν. Κι άλλος ιδρώτας. Και βαρύς ύπνος.
Κι εγώ να σηκώνομαι με κλειστά μάτια και να ακολουθώ τη στριφτή κορδέλα που με έδενε με το όνειρο σαν ομφάλιος λώρος. Ένα όνειρο πηχτό και βαρύ που μέσα του βούλιαζα. Αγκάλιαζα σφιχτά το κορμί μου. Τραβούσα ψηλά το νυχτικό. Έβγαινα ήσυχα έξω από το δωμάτιο, περπατούσα ξυπόλυτη αργά και προσεκτικά πάνω στα βρεγμένα πλακάκια και κουλουριαζόμουν στη φαρδιά πολυθρόνα από μπαμπού. Σφήνωνα το μεγάλο μου δάχτυλο στο στόμα, τα μάτια μου γύριζαν πίσω. Έχαναν το χρώμα τους, άσπριζαν.
Έπρεπε να κατέβει η μαμά, να με πάρει στην αγκαλιά της, να μου σφηνώσει στα χείλια μια κουταλιά ζάχαρη για να ξεκλειδώσουν τα δόντια μου και να ελευθερώσουν το δαγκωμένο δάχτυλό μου. Το νύχι μου μαύρο και ματωμένο. Τα μάτια μου αργούσαν πολύ να βρουν το χρώμα τους.
Τα βράδια η μαμά ντυνόταν με στενά φουστάνια στολισμένα με λουλούδια σε χτυπητά χρώματα. Βουτούσε ένα λεπτό πινέλο σ’ ένα μπουκαλάκι και ζωγράφιζε στα βλέφαρά της μια παχιά μαύρη γραμμή. Η άκρη της γύριζε λίγο προς τα πάνω σαν την ουρά μικρού ψαριού. Έπινε παγωμένα ποτά σε ψηλά ποτήρια και χόρευε μόνη της γύρω από την ξεφλουδισμένη τάβλα του μπαρ.
Στο τέλος της βραδιάς χρειαζόταν βοήθεια για να ανέβει τις σκάλες. Και τώρα χρειάζεται βοήθεια. Δεν σηκώνεται μόνη της από την πολυθρόνα. Το μόνο που κάνει είναι να στρίβει και να ξεστρίβει την άκρη μιας παλιάς κουβέρτας. Εγώ έσερνα το κορμί μου στον τοίχο του μπαρ και καθόμουν πάνω στις πλάκες βουτώντας τα δάχτυλά μου στο παγωτό φράουλα που μου σερβίριζε ο μπάρμαν. Τα έγλειφα με μανία. Στο χαλάκι του μπάνιου σχηματίζονταν ροζ λεκέδες με κομματάκια φράουλας.

Οδηγώ με ανοιχτό το παράθυρο κι ο αέρας παλεύει με τις αναμνήσεις και τα μαλλιά μου. Τα μάτια μου βουβαίνονται πίσω από τα μαύρα γυαλιά, χορευτική μουσική από το ραδιόφωνο και λίγες μαλακές, ροζ καραμέλες με άρωμα τριαντάφυλλου για να γλιστρήσουν τα αγκάθια που στριμώχνονται στο λαιμό μου.
Στο Λουτράκι, μονολογώ κι η φωνή μου γίνεται βραχνή, πνιχτή, λαχανιασμένη. Με μπερδεύει. Με κάνει να τεντώνω το στήθος, να τραβάω ρουφηξιές από τα βαριά τσιγάρα που κρύβω στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, να πίνω γουλιές από το μπουκάλι με την παγωμένη βότκα.
Ο δρόμος μπροστά μου στριφογυρίζει, διασταυρώνεται με άλλους μικρότερους, γεμίζει λακκούβες. Διαβάτες με προσπερνούν, ποδήλατα σωριάζονται μπροστά μου. Πουλιά κυνηγημένα σκεπάζουν τη θάλασσα. Η θάλασσα μαυρίζει. Φτάνω στο ξενοδοχείο με τα δυο αστέρια και την πισίνα σε σχήμα νεφρού. Το μπαρ έχει γκρεμιστεί. Οι πολυθρόνες από μπαμπού ξεραίνονται κάτω από τον ήλιο. Ανεβαίνω με δυσκολία τη σκάλα. Τα σκαλιά λιώνουν κάτω από τα πόδια μου.
Δροσιά και σκοτάδι στο δωμάτιο. Ο βόμβος του παλιού ψυγείου. Το σκούρο, διπλό κρεβάτι. Οι μύγες να παραμονεύουν στο μικρό καναπεδάκι. Ξεκολλάω με δυσκολία το φουστάνι από το κορμί μου. Το πετάω στο πάτωμα. Τα λουλούδια του σκορπίζονται.
Γλιστράω στο κρεβάτι και τυλίγομαι σφιχτά με το σεντόνι. Ο πατέρας φυσάει τον καπνό του τσιγάρου του ανάμεσα από τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού μου. Η μαμά με σκεπάζει με τα μακριά, ξανθά μαλλιά της κούκλας που μου χάρισε στα γενέθλιά μου. Ο Αντώνης φέρνει την τούρτα με τα ροζ κεριά και σέρνει το συρμάτινο μουστάκι του στα μαλλιά μου. Στριφογυρίζω.
Τα δάχτυλά μου γαντζώνονται στα σεντόνια ανικανοποίητα. Πίνω. Παγωμένες οι γουλιές με καίνε. Ανατριχιάζω. Τα πρόσωπά τους ξεμακραίνουν και θολώνουν. Μεγαλώνουν κι επιστρέφουν. Χορεύουν πάνω από το κεφάλι μου. Φιλιά, χάδια κι ιδρώτας. Η φωνή μου βραχνιάζει, πνίγεται ηδονικά και λαχανιάζει. Κοιμάμαι και είμαι ξύπνια. Η γεύση από τις φράουλες. Η μυρωδιά από το χλώριο. Χάνω το καπέλο μου, με το πόδι ψάχνω τη δεύτερη σαγιονάρα, τα λουλούδια από το φουστάνι μου κολυμπούν στην πισίνα.

Ξυπνάω κουρασμένη. Σέρνομαι στο μπάνιο. Το νερό χλιαρό και λίγο δεν ξεπλένει το κορμί μου. Τα ψαράκια κατρακυλούν από τα βλέφαρά μου. Μαύρα δάκρυα. Σκουπίζομαι δυνατά με τη γδαρμένη πετσέτα. Τζιν, άσπρο μπλουζάκι, αθλητικά. Σφιχτή αλογοουρά και μαύρα γυαλιά.
Κλείνω με δύναμη την πόρτα και κατεβαίνω αργά τη σκάλα. Στο αυτοκίνητο. Στην Αθήνα, μουρμουρίζω. Ο δρόμος ολόισιος μπροστά μου. Η θάλασσα, γυάλινη, ακίνητη. Τα αυτοκίνητα στοιχισμένα το ένα πίσω από το άλλο σχηματίζουν ατέλειωτες σειρές.
Σταματάω στο ζαχαροπλαστείο. Αγοράζω παγωτό με μεγάλα κομμάτια φράουλας κι ένα στριφτό, ροζ κερί. Παρκάρω έξω από το διώροφο με τη μαύρη καγκελόπορτα. Στο μεγάλο σαλόνι δεκάδες μάτια καρφώνονται επάνω μου. Μουσική από το πιάνο και μυρωδιά μπαγιάτικου καφέ.
Σε κοιτάζω. Στρίβεις και ξεστρίβεις την άκρη της παλιάς, παιδικής κουβέρτας. Τα ροζ λουλούδια της έχουν ξεθωριάσει. Με κοιτάζεις. Η φωνή σου βγαίνει πνιχτή, κοφτή, λαχανιασμένη. Μου απλώνεις τα χέρια, μουρμουρίζεις βραχνά, μισοκλείνεις τα μάτια, φτιάχνεις τα μαλλιά σου, κουνιέσαι στο ρυθμό του πιάνου.
Ανοίγω το κουτί με το παγωτό, καρφώνω πάνω του το κερί. Το ανάβω. Τα μάτια σου γυρίζουν προς τα πίσω. Χάνουν το χρώμα τους. Δαγκώνεις με μανία το μεγάλο δάχτυλο. Κουνιέσαι μπρος πίσω. Η κουβέρτα γλιστράει από τα γόνατά σου. Τα λουλούδια της σκορπίζονται στο πάτωμα.

—Είμαι πεθαμένη;
—Όχι, δεν είσαι.
—Είμαι νέα κι όμορφη;
—Όχι, δεν είσαι.
—Είμαι μόνη;
—Όχι, δεν είσαι.
—Είμαι μόνη, σου λέω!
—Όχι, δεν είσαι.
—Είμαι πεθαμένη, δεν καταλαβαίνεις;
—Όχι, δεν είσαι. Πόσα έζησες!
—Έζησα τη ζωή μου.
—Έζησες και τη δική μου. Χρόνια πολλά, μαμά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: