Η υποσημείωση

Η υποσημείωση

Όσοι τυχαίνει να γνωρίζετε το θαυμάσιο πόνημα του Anthony Grafton, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, με τίτλο Η υποσημείωση: Μια παράξενη ιστορία,* θα ξέρετε και την εξέχουσα θέση που κατέχει στην ιστορία της εξέλιξης αυτού του συχνότατα παραμελημένου είδους κειμένου το Ιστορικό και κριτικό λεξικό του Pierre Bayle, έργο δίτομο και δημοσιευμένο το 1697, όπου, όπως παρατηρεί ο Grafton, το κείμενο «δεν περιέχει απλώς υποσημειώσεις αλλά αποτελείται εν πολλοίς από υποσημειώσεις, και ακόμα και από υποσημειώσεις σε υποσημειώσεις».** Το ανακάλεσα στον νου μου πρόσφατα, όταν, μπαφιασμένος από την έρευνα που έκανα στη βιβλιοθήκη του Μπέρκλεϊ για αυτόν τον παράδοξο πρόδρομο της σύγχρονης επιστημονικής μεθόδου, τον Βάκωνα, άνοιξα ένα βιβλίο που κάποιος είχε αφήσει στο αναγνωστικό τραπέζι λίγο πριν, και που δεν είχε ακόμα μπει στη θέση του από τους βιβλιοθηκονόμους.

Επρόκειτο για τον δεύτερο τόμο της μελέτης του Ambrose Pinkerton για τις ρίζες της Αφρο-Αμερικανικής μουσικής, με τίτλο Spirituals and the Black Oral Tradition.*** Καθώς ξεφύλλιζα το βιβλίο, έπεσα στη σελίδα 97, όπου ο Pinkerton συζητά τους στίχους του spiritual με τίτλο «Sinnerman», στο οποίο χάρισε φήμη και αθανασία η φωνή της Νίνα Σιμόουν λίγα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του Pinkerton, το 1965.**** Με μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα ότι οι στίχοι “What’s the matter with you, rock/Don’t you see I need you, rock”, που εκφωνεί ο αμαρτωλός κατά τη μέρα της Κρίσεως σ’ αυτό το αξέχαστα ερμηνευμένο τραγούδι συνοδεύονται από μια υποσημείωση (πρόκειται για την υπ΄ αριθμόν 112), η οποία όχι μόνο δεν εξαντλείται εντός των πλαισίων της σελίδας 97, όχι μόνο καταλαμβάνει και την επόμενη, αλλά εκτείνεται σε συνολικά 123 σελίδες του έργου, τελειώνει δηλαδή μονάχα στη σελίδα 220. Θα επιστρέψω σ’ αυτό το θέμα, της ολοκλήρωσής της, δηλαδή, παρακάτω.

Η υποσημείωση ξεκινά με τρόπο φυσιολογικό και αναμενόμενο: ο Pinkerton καταπιάνεται με το πεδίο των συνδηλώσεων της λέξης “rock”, βράχος. Αρχικά, βεβαίως, διατρέχει πληθώρα πηγών, βιβλικών και ερμηνευτικών, για τη σύνδεσή της με την Χριστιανική πίστη. Κατόπιν προεκτείνει τις σκέψεις του ως προς το παράδοξο που προκύπτει, καθώς στο τραγούδι ο βράχος συνδέεται με την αναζήτηση του αμαρτωλού για καταφύγιο από το ανελέητο και τα πανθ’ ορόν μάτι του Θεού. Αναζητώντας λύση στο εν λόγω παράδοξο, ο Pinkerton εκτρέπεται σε μία συζήτηση των πηγών που αφορούν τη σύνδεση του βράχου ως βάρους και της αμαρτίας, περιλαμβανομένων κάποιων άγνωστων σε μένα αναφορών στον Αυγουστίνο. Μετά όμως τη σελίδα 124, αυτή η συζήτηση τον στρέφει σε μια αναδρομή της προχριστιανικής συμβολογίας του βράχου, αρχικά στον Προμηθέα δεσμώτη του Αισχύλου και κατόπιν στον μύθο του Σισύφου. Ούτε όμως εκεί σταματάει ο Pinkerton, αφού, η συζήτησή του περί βράχων, θεϊκής τάξης, και νόμων, τον οδηγεί πίσω στην Παλαιά Διαθήκη και στην χάραξη επί πέτρας των Εντολών του Θεού, και από εκεί στην ιδρυτική σημασία για το αμερικανικό έθνος του βράχου του Πλίμουθ. Οι τελευταίες είκοσι σελίδες, δε, είναι αφιερωμένες στο φαινόμενο (νεοπαγές ακόμα τότε) του rock n’ roll, της σχέσης του με τα αφρο-αμερικανικά spiritual, της αμφίσημης σχέσης της φράσης τόσο με τη σεξουαλική πράξη όσο και με τις συναισθηματικές και ψυχικές αναταραχές στη διάρκεια της θρησκευτικής λατρείας στις λεγόμενες «μαύρες εκκλησίες» των Ευαγγελιστών, της πιθανής ακόμα σύνδεσή της με την εμπειρία της ναυσιπλοΐας, τόσο ανεξάληπτα τραυματικής για τους δούλους προγόνους των σύγχρονων Αφρο-Αμερικανών, στο τραγούδι “Rock and Roll των αδελφών Boswell και στο “Rock Me” της μαύρης πρωτοπόρου της ηλεκτρικής κιθάρας για ψυχοφελείς σκοπούς, Sister Rosetta Tharpe.*****

Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν, φτάνοντας επιτέλους στη σελίδα 220, διαπίστωσα ότι η υποσημείωση δεν ολοκληρώνεται, παρά μόνο διακόπτεται, και μάλιστα με μια φράση απελπισίας του Pinkerton, την οποία και παραθέτω: «Tίποτε δεν τελειώνει, τίποτε δεν αρχίζει, κι αυτή η διαρκής ύπαρξη στη μεσότητα είναι η αληθινή μας καταδίκη. Αλίμονο σε όποιον ελπίζει σε αρχή ή τέλος».

Στο διαμέρισμά μου, αργότερα, και αφού ξάπλωσα στον καναπέ για να ξεκουράσω το σώμα και τα μάτια μου απ’ την πολύωρη ανάγνωση, βρήκα τον νου μου να διατρέχει το ευρύτερο θέμα που θέτουν οι υποσημειώσεις. Πώς θα μπορούσε άραγε κανείς να αντιληφθεί αυτή την σχετικά νεότερη εξέλιξη; Θυμήθηκα πως στο σύγγραμά του περί Ορθού και καθαρού λόγου, ο Βρετανός Πρεσβυτεριανός ιερέας William Shaftsbury αναφέρεται στις υποσημειώσεις (εκ των οποίων δεν υπάρχει ούτε μία στο έργο του) ως «ασθένειες του κειμένου», οι οποίες παραπέμπουν στην «ασθένεια της ψυχής», την «αδυναμία της να δώσει τέλος στα είδωλα που την κατατρέχουν και την αποσπούν από τη λατρεία του Καλού».****** Αλλά υπήρχαν και άλλοι τρόποι να σκεφτεί κανείς το θέμα: δεν ήταν για παράδειγμα η λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την υποσημείωση από το κυρίως κείμενο ένα είδος αρχιτεκτονικής σήμανσης της πρώτης ως του υπογείου του κειμένου, του χώρου εκείνου όπου το κείμενο θάβει, τρόπον τινά, όσα δεν μπορεί να χωρέσει στο κυρίως σώμα του; Αλλά με τη σειρά της, αυτή η αναφορά στο σώμα του κειμένου, στο corpus, καθώς λέμε, δεν παρέπεμπε επίσης στην υποσημείωση ως ένα είδος παραγώγου του πεπτικού συστήματος του κειμένου, τον χώρο, ας μου επιτραπεί, εκκένωσής του από ό,τι δεν μπόρεσε να χωνέψει; Ναι, πρόκειται, σκέφτηκα, για τον υπόνομο του κειμένου, έναν χώρο ανήλιαγο, γεμάτο αποφορά, παράξενους και διαρκείς ήχους από διαρροές και εκχύσεις, έναν χώρο κατάλληλο μόνο για αρουραίους που κατά βάση αναπτύχθηκε κάτω από τα κείμενα την ίδια εποχή που αναπτύχθηκαν τα σύγχρονα αποχετευτικά δίκτυα κάτω απ’ τις πόλεις, την ίδια δηλαδή περίοδο που επινοήθηκε μια μη αρχαία αρχαιότητα κάτω απ’ την άσφαλτο, αθέατη και σκοτεινή όπως την αντιλήφθηκαν και την περιέγραψαν ο Sue και ο Hugo.*******

Κι οι στοχασμοί μου, όλο και πιο θολοί απ’ την κούραση και τη νύστα, δε σταμάτησαν ούτε εδώ: με δεδομένη την τεράστια έκταση αυτής της μίας υποσημείωσης, που ουσιαστικά κατάπινε το κυρίως κείμενο του Pinkerton, δεν ήταν επίσης αλήθεια πως η υποσημείωση είναι, δυνητικά τουλάχιστον, ένα παράσιτο που παχαίνει απ’ το σώμα του κειμένου, αντλώντας απ’ αυτό όλους τους ζωτικούς του χυμούς; Δεν εκφράζει την παρασιτία του πάρεργου στο έργο, του δευτερεύοντος στο πρωτεύον, και τη συνάμα την αδυναμία της πρώτης Αρχής να προστατευτεί από τα υποδεέστερα παράγωγά της, από τις αντηχήσεις της και τις μιμήσεις και αντιποιήσεις της; Δεν ήταν η υποσημείωση, θεολογικά μιλώντας, η έκφραση μιας σατανικής αρχής φθόνου και μίμησης του ήδη εντελούς, που τρύπωνε μέσα του σαν σκουλήκι, αναδεικνύοντας ότι ο εδεμικός κήπος του κειμένου ήταν γεμάτος κενά, ανολοκλήρωτα εγχειρήματα, ημιτελείς διαπιστώσεις;

Ο νους μου χάθηκε ασυναίσθητα μέσα στους υπόγειους αυτούς και σκοτεινούς λαβυρίνθους όπου τρεμόπαιζε το ασθενές φως πυρσών. Δεν ήταν, τυχαίο, σκέφτηκα, πως τα βιβλία, όπως αυτά των Sue και Hugo, που αφορούν το πολεοδομικό ανάλογο των υποσημειώσεων —τις φρικαλέες κατακόμβες και τους υπονόμους που η πόλη ξεχνά— μοιάζουν να μην έχουν τέλος, να μη μπορούν να τελειώσουν. Επινοώντας την υποσημείωση, επινοήσαμε κάτι ικανό να καταπιεί τα πάντα, να ξεχυθεί πλημμυρίζοντας τις φτωχές διαχωριστικές γραμμές με τις οποίες προσπαθούμε, μάταια, να το περιορίσουμε. Ποιος να το περίμενε, η ίδια μας η πεζότητα να μάς εκδικηθεί με τόση διαβολική φαντασία!



Yποσημειώσεις

* Anthony Grafton, The Footnote: A Curious History. Κέμπριτζ, MA: Harvard University Press, 1997.
** Grafton, The Footnote, σ. 191. Βλ. και τη σχετική υποσημείωση.
*** Ambrose Pinkerton, Spirituals and the Black Oral Tradition. Νέα Υόρκη: Harcourt, Brace & World, 1961.
**** Nina Simone, Pastel Blues, Philips Records, 1965.
***** Sister Rosetta Tharpe, “Rock Me”, Decca, 1938.
****** William Shaftsbury, Common and Pure Sense. Eδιμβούργο: Oliphant, Anderson & Ferrier, 1834.
******* Eugène Sue, Les Mystères de Paris (4 τόμοι). Παρίσι: Charles Gosselin, 1843-4. Victor Hugo, Les Misérables (5 τόμοι). Παρίσι: Librairie Le Feu Follet, 1862.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: