Τις γυναίκες που ερωτεύομαι τις έχει στεφανώσει η δεκαετία του ’70
Σάπιο —τώρα που ξαναβρήκα τις λέξεις μου— ένα ιερό πουλί εδώ —μέσα στα σπλάχνα μου— το έθαψα
Κι έπειτα… Από το ένα ξάφνιασμα στο άλλο, από τον ενδόμυχο φόβο στην δύναμη του παράδοξου!
Συνέχισε να με κοιτά σταθερά σα να προσπαθούσε να οδηγήσει τη ματιά του εκεί που θα ήθελε και όχι στο πουθενά όπου συνήθως
– Μερικοί σας κατηγόρησαν ότι τα πρόσωπα από τα οποία πήρατε συνέντευξη ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα.
Είσαι εκεί όπου το σώμα που γυαλίζει προεξέχοντας από το νερό δεν είναι το δελφίνι, παρά μια σημαδούρα λυτή, έρμαιο των κυμάτων
Δυο-τρεις από μας παίρναν τις κυρίες κάτω και γινόταν χαμός ενώ ο εκδότης έμενε όρθιος καπνίζοντας το πούρο του στην πλώρη.
Ο Δίας — μόνος — αγνώριστος από το πάχος, βούλιαξε με πάταγο σε μια ετοιμόρροπη πολυθρόνα στο σαλόνι
– Ποια είναι η παλαιότερή σας ανάμνηση; – H πρώτη μου κούκλα. Ήταν πάνινη, από την μια μεριά έκλαιγε από την άλλη γελούσε.
Υπάρχει ακόμη «οδός Πεμπτοπαζάρου»; Γίνεται σε αυτόν τον δρόμο «αγορά» την Πέμπτη; Μήπως είναι ένα απ' τα παζάρια της ζωής μας;
Εσύ ταΐζεις τα πτηνά του ουρανού με σταράκι γλυκό και ρόδι κατακόκκινο. Η άχνη ζάχαρη φέγγει λιγουλάκι ακόμα ενώ σκοτεινιάζουμε.
Το άλογο θα φτάσει εκεί, θα προσπαθήσει να τρυπώσει, δε θα μπορεί και κλαίγοντας μ’ επίγνωση θα φτιάξει απ’ την αρχή τη μοναξιά