Είχε σημαδέψει τα μανταλάκια με το όνομα και το είδος των ρούχων τού καθενός και όταν μάζευε τα στεγνά ρούχα ήξερε τίνος ήταν.
Τι κάθομαι και κοιτάζω αυτές τις ανόητες τηλοψίες / όταν η μόνη αιωνιότητα είσαι εσύ / και βέβαια δεν ταυτίζεσαι με το σύμπαν
Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν πρέπει να μάθει / πως φυλάω τη σιωπή που μου χάρισες / κάτω από το δέρμα μου
Ο Τζοβάνι Κ. περνούσε την ώρα του χαζεύοντας το κοτόπουλο αλλά είδε το τραίνο να φτάνει, να κοντοστέκεται μια στιγμή και να φεύγει
Οι περισσότεροι λαοί θάβουν τους νεκρούς στην άμμο με λίγα ρούχα, με τις γυναίκες χωρίς στηθόδεσμο να θηλάζουν τα νεκρά μωρά
Κάθε πρωί το μέλλον πλησιάζει / ανταύγειες φορτωμένο αλλόκοτες / κι ανίδεα πουλιά / ενώ ο μικρός τυφλός κορυδαλλός της νιότης ...
Αυτό το κόκκινο πουλόβερ ο Θεός το ’ριξε στις ρόδες του φορτηγού μπροστά στα μάτια της κόρης μου
Ο ζωοποιημένος απόστολος παρουσιάστηκε στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου μπροστά στα εκστασιασμένα βλέμματα των ευκατάνικτων πιστών
Κάνε πίσω απ’ το έργο σου κι άφησέ το ανυπεράσπιστο να καταστραφεί όσo χρειάζεται. Γιατί να έχεις την ευθύνη για ό,τι χαθεί
Το σώμα του Δάντη ρίχνει σκιά στο βραχώδες μονοπάτι όπου πορεύεται με τον Βιργίλιο, σκιά χωρίς σκιά
Πολύφυλλη ησυχία [...] βουτώ την πέννα στα νερά σου. Γράφω την πέτρα της σιωπής, γράφω την λέξη που είναι κρύπτη της ψυχής.
Με τη γρήγορη απόκριση, πάγωσαν όλοι. Τα γέλια σταμάτησαν απότομα και κοιτούσαν μια τον γέρο και μια τα τούβλα απορημένοι