Το θείο σου τον κυνηγήσανε οι χίτες μέσα στο κριθοχώραφο. Τον βρήκε η πρώτη στο λαιμό και τιναζότανε το αίμα σιντριβάνι
Καθώς πήγε να φιλήσει το χέρι του παπά, το ξύλινο ποδάρι του γλίστρησε σε μια πέτρα έπεσε, θρύψαλα το κρανίο. Και ο οίκος ρημαδιό
Η αίθουσα του επισκεπτηρίου είναι ελεεινή, το βλέπεις κι εσύ. Έχει δύο φεγγίτες όλους κι όλους και δεν αερίζεται καθόλου.
Η σκέψη ότι δεν θα έβλεπε ξανά τη γκρίζα πόλη όπου την πήγε να αγοράσει τσάι τώρα της προκαλούσε θλίψη.
Είδωλα επιμελώς χτισμένα με γρανίτη προτού βυθιστεί το Σύμπαν στον ορίζοντα. Εδώ, μέσα στην έρημο, κάτι άλλαζε
Είχε σημαδέψει τα μανταλάκια με το όνομα και το είδος των ρούχων τού καθενός και όταν μάζευε τα στεγνά ρούχα ήξερε τίνος ήταν.
Τι κάθομαι και κοιτάζω αυτές τις ανόητες τηλοψίες / όταν η μόνη αιωνιότητα είσαι εσύ / και βέβαια δεν ταυτίζεσαι με το σύμπαν
Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν πρέπει να μάθει / πως φυλάω τη σιωπή που μου χάρισες / κάτω από το δέρμα μου
Ο Τζοβάνι Κ. περνούσε την ώρα του χαζεύοντας το κοτόπουλο αλλά είδε το τραίνο να φτάνει, να κοντοστέκεται μια στιγμή και να φεύγει
Οι περισσότεροι λαοί θάβουν τους νεκρούς στην άμμο με λίγα ρούχα, με τις γυναίκες χωρίς στηθόδεσμο να θηλάζουν τα νεκρά μωρά
Κάθε πρωί το μέλλον πλησιάζει / ανταύγειες φορτωμένο αλλόκοτες / κι ανίδεα πουλιά / ενώ ο μικρός τυφλός κορυδαλλός της νιότης ...
Αυτό το κόκκινο πουλόβερ ο Θεός το ’ριξε στις ρόδες του φορτηγού μπροστά στα μάτια της κόρης μου