Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, το τέλος της υπομονής και της προσπάθειας. Έχει τα 90 ευρώ στο μπουφάν του. Κολλαριστά.
Σκέφτεται το τωρινό, στεγνό, λυπημένο σώμα της κι αισθάνεται το χάσμα του χρόνου, το ανεπίστρεπτο, το ανεξαγόραστο της νεότητας.
Μου τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Πρέπει να ήταν γύρω στα εξήντα, με ρωμαλέο παράστημα και χέρια πιανίστα ή ποιητή –
Για να γίνεις ευνοούμενη θα χρειαστεί να φτιάξεις ένα βάθος ψυχής και από εκεί να περιφρονήσεις ανυπόκριτα το δέον, τον κανόνα
οι δικές του οι ώρες τον θεωρούσαν καταδότη· ενοχή και αθωότητα μοιράζονταν / την ενοχή / στα δύο
Χρώμα και χρώμα, χρώματα και κύανος και ώχρα, / ουσίες υλικών επιστροφής: / κιννάβαρι, χρυσόκολλα, ιός χαλκού και μίλτος…
«Μια εβδομάδα ολόκληρη μίλαγε για τη μοναξιά του, για την ομορφιά μου και άλλα μεταφυσικά απ’ αυτά που ήθελα ν’ ακούω».
Έπιασα τη μοτοσικλέτα απ’ το τιμόνι: «Μπράβο κυρ-Αιμίλιε», του λέω, «Άντε γιατί τα κορίτσια σε περιμένουνε...»
δεν προλαβαίνω να τα θυμηθώ όλα. ούτε πολλών άλλων πόλεων τις βροχές που με δρόσισαν
γδαρμένος τοίχος / κι η πληγή / κόκκινη βουκαμβίλια
Είναι δίπλα σχεδόν την αγγίζεις αλλά ταυτόχρονα εκείνο που σε συγκρατεί όπως στον ύπνο από το χειρότερο σε επαναφέρει αν και [...]
Γεννήθηκα μισή, δεν έχω αναπτυχθεί / Πάγωσα τη στιγμή της καίριας εκλογής / Η καρδιά μου ψυχρή το δέρμα μου έχει λειανθεί