Βασιλοβάπορα και ποιήματα

Βασιλοβάπορα και ποιήματα

Ουμπέρτο Έκο λαδωμένος

Μεσάνυχτα, έξω απ’ τη «Μακεδονία».
«Θόδωρε, πώς λαδώθηκε ο Έκο στη
φωτογραφία;» ρώτησα φίλο μου
ιππότη των ιταλικών γραμμάτων.
«Δεν ξέρω», απάντησε, «βγήκαμε
από Άγιο Όρος το πρωί και πέσαμε
στα ουίσκια σε καλύβι που έχω
έρημα στην ορεινή Χαλκιδική».

Στην εταιρία του νερού

«Θα ήθελα μια ρύθμιση για τα καθυστερούμενα»,
είπα στα δυο κορίτσια που ήταν πίσω απ’ το γκισέ.
Αναμονή, το έθεσαν σε διαβούλευση. Μετά, κι οι
δυο χαμόγελο. «Ογδόντα πέντε τώρα», απάντησαν.

Δεν είπα αν μπορώ, αλλά δεν ένιωθα τα μέλη μου.
Είναι πικρός συμβιβασμός η ανέχεια, σπασμένα
τζάμια στα πατώματα. Ιδίως όταν κυβερνούν
τη χώρα μας παιδάρια, διαλυμένες συνειδήσεις.

Ο μέγας εραστής

Ο Έρολ Φλυν στις φα­ντα­σί­ες μας θα εί­ναι πά­ντα ένας ερα­στής.
Όμως, η Χά­βι­λαντ δεν δέ­χτη­κε πως εί­χα­νε ρο­μα­ντι­κό ει­δύλ­λιο,
κι η Μπέ­τι Ντέι­βις τον μπά­τσι­σε σε μια στιγ­μή των γυ­ρι­σμά­των.
Ο ίδιος ισχυ­ρί­στη­κε από­γο­νος στα­σια­στών του πλοί­ου «Μπά­ου­ντι»,
αλ­λά ήταν Αυ­στρα­λός, και με στυ­γνούς κα­τά­δι­κους προ­γό­νους.
Σύ­να­ψε σχέ­ση με μια πλύ­ντρια, που ερ­γα­ζό­ταν στο σχο­λείο του,
και βρέ­θη­κε μα­ζί της στην Αγ­γλία, από όπου πέ­ρα­σε απέ­να­ντι,
κι ως όμορ­φος μά­γε­ψε την Αμε­ρι­κή. Έπαι­ξε ένα «Δον Ζουάν»,
έπαι­ξε τον «Ρο­μπέν», ήταν υπέ­ρο­χος ως «Αε­τός των θα­λασ­σών»,
αλ­λά και αδιόρ­θω­τος μπε­κρής, μπλεγ­μέ­νος με ναρ­κω­τι­κά, έπα­σχε
από κά­τι στην καρ­διά πέ­ρα­σε φυ­μα­τί­ω­ση κι ελο­νο­σία. Και κά­πως
έτσι μες στα βά­σα­να πέ­θα­νε στα πε­νή­ντα του ο μέ­γας ερα­στής.

Αλ­λά κι εμείς που τον σκε­φτό­μα­στε εί­μα­στε μες στα μυ­στι­κά,
δα­σά­κι που σκε­πά­στη­κε το επί­ση­μο νυ­χτε­ρι­νό του πέ­πλο, εί­μα­στε
βά­ζο του γλυ­κού, που κα­τε­βαί­νει κά­θε μέ­ρα από τις επι­σκέ­ψεις μας.
Ζού­με σε κό­σμο ανάλ­γη­το και άρ­ρω­στο, υπέ­ρο­χα θρυμ­μα­τι­σμέ­νο.

Μοντέλα

Μισέλ, Ζιζέλ, Αυγή, Μορφούλα, Μαρικάκι,
είστε ελεύθερα δελφίνια των εικόνων μου,
χρώματα, ουσίες σε βιβλιοθήκες–πόλεις.

Τα πλοία λένε υποτάσσονται στη θάλασσα
και στη φωτιά το ξύλο. Εγώ τη στενοχώρια
για τη χώρα μου, δεν ξέρω πού να στείλω!

Το φυλάκιο του τέλους

Έφερε και σ' εμάς τα «όχι» η ηλικία.
Από την καθημερινή οινοποσία
έμειναν οι ευχές, το «εις υγεία».

Θυμίστε μου τον Πόρο, τα λευκά
σπιτάκια του, την ταραγμένη
θάλασσα και τον γαλάζιο ουρανό.

Είναι η ζωή μας ένα κόσμημα,
κρύσταλλος που γεννά η γη.
Για πότε φτάνει στην ακμή της.
Για πότε κατεβαίνει την πλαγιά.
Για πότε στο φυλάκιο του τέλους.

Βασιλοβάπορα και ποιήματα

Έλληνες γέροι και γερόντισσες, βασιλοβάπορα της ηλικίας

Φί­λοι κα­ρα­βο­λά­τρες των πλοί­ων της ζω­ής, χρό­νια σε χρό­νια πά­τη­σαν,
φοι­τού­με, όσοι μπό­ρε­σαν, συμ­μα­θη­τές και συμ­μα­θή­τριες, στο γή­ρας.

Η πλοιαρ­χία εί­ναι δύ­σκο­λη σε τέ­τοιες σφό­δρα τα­ραγ­μέ­νες θά­λασ­σες,
και πρέ­πει να προ­στρέ­χου­με στην άθλη­ση, να πί­νου­με τα χά­πια μας,
το αλ­κο­όλ με μέ­τρο, να πλέ­ου­με μα­νου­βρα­δό­ρι­κα το μο­νο­τί­μο­νο μας,
κό­ντρα, μα­νι­τσο­κά­βα­λα στα μέλ­λο­ντα αρ­χι­πέ­λα­γα που θα μας τύ­χουν.

Βι­ρά­ρου­με τις άγκυ­ρες, ασφα­λι­σμέ­νος κα­τα­πέλ­της, νέ­τα το προ­πε­λά­κι
της από­γνω­σης, πο­τέ να μην πεν­θού­με τα κρυμ­μέ­να εί­δω­λά μας. Εάν
απο­θη­κεύ­σα­με τις τυ­χαιό­τη­τες, τις σκέ­ψεις ψί­χου­λα του Ηρά­κλει­του
για το παι­δί που παί­ζει βώ­λους τον και­ρό, το μο­νο­πά­τι του Βαν Γκογκ
που τε­λειώ­νει απροσ­δό­κη­τα σε στα­ρο­χώ­ρα­φο ενώ πε­τού­νε πά­νω του
κο­ρά­κια, να μην ανη­συ­χού­με. Εμείς τι­μό­νι μέ­ση, πλέ­ον δεν εί­μα­στε οι
θη­ρευ­τές νέ­ων εμπει­ριών, μό­νο κα­λοί συ­ντη­ρη­τές πα­λιών δε­ξιο­τή­των.

Εμπρός! Μό­λα όλα πρύ­μνη! Ασφα­λί­στε! Στο δέ­κα οι μη­χα­νές! Δώ­δε­κα
η δε­ξιά! Κρά­τει η αρι­στε­ρή, τι­μό­νια σε­πα­ρέιντ! Στο δέ­κα προ­πε­λά­κι!
Τι­μό­νια βε! Οι μη­χα­νές ανά­πο­δα! Στο πέ­ντε η μπρος! Νέ­τα προ­πε­λά­κι!
Τι­μό­νια μέ­ση, Εί­κο­σι κι οι δύο μη­χα­νές! Πο­ρεία στο εβδο­μή­ντα πέ­ντε!

Μη φαί­νο­νται πολ­λές οι εντο­λές, διώξ­τε απ’ το μυα­λό τα σά­πια μή­λα,
να ζή­σε­τε επι­κού­ρεια ως κβά­ντα ατε­λεί­ω­του φω­τός, να πει­θαρ­χή­σε­τε
σχο­λα­στι­κά σε όλες τις ατί­θα­σες ανοί­ξεις, ωραία ως το τέ­λος της ζω­ής.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Μα­νό­λη Ξε­ξά­κη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: