Σίγμα Λάμδα

Biagio d'Antonio-Jacopo del Sellaio, «Σκηνές από την Αργοναυτική εκστρατεία», λεπτομέρεια, 1465
Biagio d'Antonio-Jacopo del Sellaio, «Σκηνές από την Αργοναυτική εκστρατεία», λεπτομέρεια, 1465

Εκεί, στη μέση της νύχτας κοντά, τα κόκαλα, θαρρείς, βγαλμένα απ’ τη θέση τους πως είναι, σαν τα ξυπνάνε.   01:45, ξεκινάει πάντα το πιο δύσκολο νούμερο, το «γερμανικό». Η περίπολος ξυπνάει τον σκοπό, ποιον σκοπό; δεν έχει σημασία… Στρατιώτης δείνα, στρατιώτης τάδε, όλοι πάνε να φυλάξουν τη θηλυκιά πατρίδα.   Το χειμώνα τα κόκαλα μπαίνουν πιο δύσκολα στη θέση τους, εκείνες τις μικρές μέρες ˙ την άνοιξη, σα μεγαλώνει η μέρα, προσαρμόζονται ευκολότερα, το καλοκαίρι τα κουμπώνει, ευκολότερα, ο ιδρώτας, και ενίοτε το στριφογύρισμα, άμα ξάγρυπνο το κάμα τον κορμό   τον κολλάει.
Βαριά νύχτα, οι ίδιες κινήσεις. Το ντύσιμο άλλοτε του κακού, άλλοτε του καλού καιρού. Τα άρβυλα, οι μπαλάσκες και το κράνος, τα μόνα που δεν αλλάζουν. Η περίπολος οδηγεί τον σκοπό… Το κάθε άγνωστο, αγέλαστο, ακίνητο στρατιωτάκι στη σκοπιά του.

Το στρατόπεδο στην άκρη της πόλης, μοιρασμένο σε φυλάκια (φιλάκια, αν το γράψεις λάθος).  
Σκοπιές 1, 2, 3… Μόνο μια σκοπιά έχει όνομα· η σκοπιά Λίτσα, «σίγμα Λίτσα» όπως τη λένε οι φαντάροι, η πιο απομονωμένη σκοπιά του στρατοπέδου.
Καρφωμένη στην ανηφόρα, η «Λίτσα»· είναι χωμένη σ’ ένα σύδεντρο και η πανοραμική της θέα επιτρέπει στους φαντάρους να βλέπουν από μακριά τα φανάρια του τζιπ τής εφόδου, και κάνει πιο εύκολο το βγάλσιμο του κινητού και το μίλημα, γι’ αυτό και όλοι οι σκοποί τη ζητάνε… το βράδυ.
Το χαμόγελο είναι το συνθηματικό, άμα δεις τον προηγούμενο συνάδελφο να σου χαμογελάει, ξέρεις ότι η Λίτσα ξενυχτάει, ξέρεις ότι το νούμερό της είναι ανοιχτό, ότι η Λίτσα σε περιμένει.
Το νούμερό της χαραγμένο πάνω στα ξύλα της σκοπιάς, σκαλισμένο με βαθιούς αριθμούς, και το όνομά της με ακόμη βαθύτερα γράμματα, μάλλον από ξιφολόγχη θαμμένα στο ξύλο τα γράμματα και τα νούμερα.
Η πασίγνωστη Λίτσα, που της αρέσουν οι παλιοί Αμερικάνοι ηθοποιοί, και δεν βαριέται να ακούει ότι τον ένα τον λένε Μάρλον Τάδε, τον άλλο Τζέιμς Δείνα. Η διάσημη Λίτσα που, όταν δεν την παίρνει ο ύπνος, την παίρνουν οι φαντάροι για να σκοτώσουνε την ώρα τους, με τα κινητά τους, όπλα.
Οι φαντάροι που της υπόσχονται σμίξεις, με τη στιβαρή τους αγκαλιά, εξόδους, όμως κυρίως βόλτα στη θάλασσα — της αρέσει της Λίτσας να την φιλάνε στη θάλασσα.
Οι φαντάροι που ορκίζονται… ότι θα την δουν αύριο το μεσημέρι, σαν πάρουν εξόδου, και η Λίτσα, πάντα η Λίτσα, σαν τσολιάς, με την κοντή τη φούστα… με τις 400 πτυχές στο πρόσωπο, ακίνητη στην πύλη τού στρατοπέδου, κάποια μεσημέρια, βαμμένη και ξεχειλωμένη, να ρωτάει τους σκοπούς, αν έχει εξόδου ο στρατιώτης Τζέιμς Τάδε, ή ο στρατιώτης   Μάρλον Δείνα, αλλά πάντα να ακούει ότι όλοι αυτοί έχουνε νούμερο στα μαγειρεία, και πιλατεύουν την καζάνα, οι προσταγές από κάποια θηλυκά είναι δυνατότερες.
Η Λίτσα που μουτρώνει για κάνα δυο μέρες, μα ύστερα σηκώνει της νύχτας τα νούμερα… Τα στρατιωτάκια γελαστά, από τα κινητά τους, όλα στη σειρά, όλα συνδαυλίζουν την πυρά του ά(γ)νωστου έρωτα. Εμπρός μαρς! (για ένα μόνο «γαλλικό» φιλάκι, ίσως). Και η Λίτσα είναι μια παρτίδα, που  την φυλάνε (όσο κι αν θα ήθελε το ύψιλον να είναι γιώτα, ανορθόγραφες λέξεις-ορθογραφημένες πράξεις … Σκοπός ερωτικός).    

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: