Καλοί μου φίλοι, υπάρχει κατεχόμενη ψυχή; Κι εξάλλου απέθανε ποτέ του ο Κανένας; […] Μες σ’ ένα ποίημά μου κυλάει ένα ρυάκι.
Να μην σηκώνεις το κεφάλι / να μην κοιτάς τον ουρανό / να φοράς μόνο καπέλα χρωματιστά και να σκαρφίζεσαι / χαμόγελα οδοντωτά
Ο Παράδεισος είναι όλα τα ουράνια πλάσματα / μαζεμένα γύρω από τη λέξη Μηδέν
Ένα βράδυ που περπατάμε στον Λυκαβηττό με τον άντρα μου, γυρίζω και του λέω, δεν βλέπω τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα.
«Το κέρατό μου μέσα, ψιθύρισε, τί δεν τους αρέσει δηλαδή; Πάλι Νικολοπούλου με γράψανε».
«Κοίτα, του απαντώ μπας και ξεμπλέξω, / η κοινωνία όλη λέει ψέματα· / εμείς απλώς την εκπροσωπούμε στα δικαστήρια».
Τόσοι αιώνες στην τέχνη της αναπαράστασης και ούτε ένας ντόπιος δεν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή να απαθανατίσει τον κατακλυσμό.
Από άλλη χώρα έρχεται / η πεταλούδα που υφαίνει / το κουκούλι της για χρόνια, / όχι στο στομάχι, μα κάπου στο διάφραγμα κοντά.
παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες θα διασκεδάζουν / η ζέστη θα έρχεται απότομα και θα μαραίνει
Άλλοι για να αποκοιμηθούν μετρούν πρόβατα. Η Έλινορ μετράει φυσίγγια.
Το κλείστρο πρόλαβε / Την έκοψε απ’ τη ζωή / Την φύλαξε στη μνήμη
[Άκου τώρα κάτι σοβαρό: αυτός ο δρόμος που χαράζεις με το νύχι / οδηγεί σ’ ένα σημείο χωρίς επιστροφή. / Εγώ έχω ήδη φτάσει.]