Ψαλιδίζει το σκίτσο που έχει μπροστά του. Ανακατεύει τα χαρτιά. Ξαφνικά τινάζεται όρθιος. «Τώρα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον!»
«Η ελεύθερη πτώση»: Μια μέλισσα, μια πεταλούδα, ένας αετός, τα φτερά τους ρίχνουν στη γη. Σπάνε καθώς πέφτουν.
Μέσα μου σηκώθηκε τραγούδι και μ’ έπιασε ο πόνος που ξεχνάω. Λαχτάρησαν τα χέρια μου ν’ ανοίξουν και γέμισαν με τρυφερά πουλιά.
«Μάλλον δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ποιητές, αλλά ούτε μπορούμε να ᾽μαστε κι όλοι γέροι» – Τρεις ιστορίες από παλιά βιβλία.
Καλοί μου φίλοι, υπάρχει κατεχόμενη ψυχή; Κι εξάλλου απέθανε ποτέ του ο Κανένας; […] Μες σ’ ένα ποίημά μου κυλάει ένα ρυάκι.
«Κοίτα, του απαντώ μπας και ξεμπλέξω, / η κοινωνία όλη λέει ψέματα· / εμείς απλώς την εκπροσωπούμε στα δικαστήρια».
«Το κέρατό μου μέσα, ψιθύρισε, τί δεν τους αρέσει δηλαδή; Πάλι Νικολοπούλου με γράψανε».
Ένα βράδυ που περπατάμε στον Λυκαβηττό με τον άντρα μου, γυρίζω και του λέω, δεν βλέπω τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα.
Ο Παράδεισος είναι όλα τα ουράνια πλάσματα / μαζεμένα γύρω από τη λέξη Μηδέν
Να μην σηκώνεις το κεφάλι / να μην κοιτάς τον ουρανό / να φοράς μόνο καπέλα χρωματιστά και να σκαρφίζεσαι / χαμόγελα οδοντωτά
Από άλλη χώρα έρχεται / η πεταλούδα που υφαίνει / το κουκούλι της για χρόνια, / όχι στο στομάχι, μα κάπου στο διάφραγμα κοντά.
Τόσοι αιώνες στην τέχνη της αναπαράστασης και ούτε ένας ντόπιος δεν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή να απαθανατίσει τον κατακλυσμό.