Το ξύλο του αδερφού μου

Ένα κομμάτι ύφασμα, που κάποτε ήταν τσουβάλι για λιπάσματα, ανέμιζε στον όχτο, λίγο πιο ψηλά από την κοίτη του Αλιάκμονα. Απέκλειε μερικώς από τα ξένα μάτια τον απόπατο του σπιτιού και περιόριζε τον κρύο αγέρα.
Ο Αλιάκμονας ακουγόταν να τρέχει ευτυχισμένος στον κατήφορο. Είχε σμιλέψει κατά πως ήθελε την πορεία του ύστερα από τόσους αιώνες ποταμίσιας ζωής, μετά από τόσα καλοκαίρια και τόσους χειμώνες που πέρασαν από πάνω του. Φούσκωνε περήφανος και οργισμένος με την κακοκαιρία και κινούνταν ήσυχος τον καλό καιρό.
Είδε κορμούς δένδρων να τραμπαλίζονται στα θολά νερά του, ψάρια να φωλιάζουν στα λαγούμια του, παιδιά να κολυμπούν στα μέρη που ηρεμούσε, εκεί που τα νερά φαίνονται σα να σταματούν για να ξαποστάσουν λίγο. Η δύναμή του ήταν φανερή, προσδιόριζε όλο το γύρω χώρο. Ήταν ο άρχοντας της περιοχής, αυτός πότιζε τα χωράφια, έφερνε την βλάστηση, ξεδιψούσε τους ανθρώπους και όλα τα ζωντανά. Ήταν το αντίθετο της φωτιάς. Αυτή αφυδατώνει την ζωή κι αυτός την έκανε να αναβλύζει και να θεριεύει.
Ένα κοριτσάκι βγήκε από τον απόπατο κι έσιαξε την φούστα του. Κρατούσε ένα μακρόστενο χαρτί στο χέρι, σε μέγεθος παλάμης, κομμένο από το περιοδικό Ρομάντζο. Το έβγαλε από το καρφί που ήταν πιασμένο, δεν το είχε χρησιμοποιήσει όπως συνήθως. Της είχε κάνει εντύπωση το σκίτσο που ήταν σχεδιασμένο επάνω του. Ήταν μια γελοιογραφία που κατά τύχη είχε κοπεί σχεδόν ατόφια. Έδειχνε τον «Σπαγκοραμμένο», αγαπημένο ήρωα των γελοιογραφιών τού Σταμάτη Πολενάκη, που τσούγκριζε ένα κόκκινο πασχαλιάτικο αυγό με ένα φίλο του και είχε καταφέρει να βάψει μόνο το μισό. Το άβαφτο μέρος του το κάλυπτε έντεχνα με το χέρι του.

Χαμογελούσε η μικρή, γιατί κι αυτή πολλές φορές ήθελε να καλύψει με πονηριές πράγματα που δεν είχε καμιά όρεξη να κάνει. Δεν το έκανε, βέβαια, από τσιγκουνιά, αλλά για για να αποταμιεύσει χρόνο για αυτά που την ένοιαζαν. Έφτασε, σχεδόν, ως την βάση της σκάλας, που οδηγούσε στον απάνω όροφο, όταν είδε τον μικρότερo αδερφό της να κατεβαίνει. Τον παρακολουθούσε καθώς δρασκέλιζε τα σκαλοπάτια. Είχε λίγο την έγνοια του γιατί δεν υπήρχαν κάγκελα να πιαστεί σε περίπτωση που γλιστρούσε. Προσπάθησε να του εξηγήσει την γελοιογραφία, αλλά δεν της έδωσε και πολλή σημασία. Τα δικά του παιχνίδια ήταν διαφορετικά, ενώ εκείνη έπαιζε περισσότερο με τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτας που έχτιζαν και ερμήνευαν τον κόσμο γύρω της.  

Από ψηλά ακούστηκε τραχιά η φωνή της μάνας τους. «Τι σας είπα εγώ; Ακόμα να φέρετε τα ξύλα για την σόμπα;» κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, το είχαν ήδη ξεχάσει, δεν έκανε και τόσο πολύ κρύο. Ούτε έβαζαν με τον νου τους ότι η μάνα τους ήθελε να μπουμπουνίσει την σόμπα για να βράσει τα φασόλια. Ξεκίνησαν να ανεβοκατεβαίνουν την σκάλα με τα ξύλα στα χέρια, δυό ή τρία μαζί, που έπαιρναν από το διπλανό υπόστεγο και τα στοίβαζαν έξω από την απάνω πόρτα.
Και ήταν έτοιμα να ανεβάσουν κι άλλα όταν η μάνα τους πρόβαλε στο κεφαλόσκαλο. Κοίταξε αγριεμένη τα ξύλα: «Ντιπ δεν σας κόβει», φώναξε, «πάλι από αυτά που πιάνει η βροχή κουβαλήσατε», άρπαξε ένα μουσκεμένο ξύλο με το χέρι της και το πέταξε ίσα κατά πάνω τους. Εκείνα έμειναν ακίνητα, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να προφυλαχτούν, δεν πρόλαβαν να το υπολογίσουν. Και το ξύλο, με την ορμή που πήρε, έπιασε τον μικρό στο στήθος, λίγο προς τα δεξιά, εκεί που ήταν σαν να έφεγγε το άσπρο πανί του καραβιού που στόλιζε το πουλόβερ του. Το είχε πλέξει αυτή η ίδια με τα χέρια της, στις καλές της τις στιγμές.
Τρίκλισε λίγο κι έπεσε κάτω. Ήταν μελανιασμένος, με λίγη αναπνοή. Το κοριτσάκι έσκυψε επάνω του σαστισμένο. Και η μάνα απόμεινε για δευτερόλεπτα με κρεμασμένα χέρια. Ύστερα κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά, πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και το έτριβε παντού.
«Νερό, φέρε νερό», είπε στην μικρή. Γέμισε τις χούφτες της με νερό από τον τενεκέ που ήταν κάτω από την αστρέχα* και το έριξε στο πρόσωπο του αδερφού της. Κι εκείνος άρχισε να παίρνει καλύτερες αναπνοές και το αίμα ξαναγύρισε στα χείλια και στα μάγουλά του.

«Δεν είναι τίποτα», είπε τότε η μάνα, «μια ζαλάδα ήταν».
«Όχι, όχι, δεν ήταν ζαλάδα, εσύ το έκανες», της είπε η μικρή.

Εκείνη μόνο την αγριοκοίταξε.
Μια σταλιά κορίτσι κι έβγαζε γλώσσα!
Και ήταν σαν να ήθελε αυτήν να χτυπούσε το ξύλο.
Το κοριτσάκι φύλαξε καλά το χαρτί με τον σπαγκοραμμένο στην τσέπη του. Πήρε ύστερα το ξύλο που χτύπησε τον αδερφό της και το πέταξε στον Αλιάκμονα, για να το πάρει το ποτάμι όπως τόσα και τόσα άλλα.
Και το ταξίδεψε προς τα κάτω το ποτάμι, ένα μικρό ξύλο ήταν μόνο.
Τα παιδιά όμως ακόμα το θυμούνται, το αγόρι μπερδεύει τις αναπνοές του και τραυλίζει όταν ανοίγει το στόμα να μιλήσει και το κορίτσι έχει έναν σκαλωμένο φόβο στην καρδιά, που δεν φεύγει με τα χρόνια.
Κι ο Αλιάκμονας ακόμα τρέχει στον κατήφορο ευτυχισμένος, είναι πάνω από τα ανθρώπινα. Αν είμαστε κι εμείς φτιαγμένοι μόνο από νερό, μπορεί να ήταν καλύτερα, δεν θα μας έμενε κανένα σημάδι.

*«Αστρέχα»: η γωνία στη σκεπή από όπου τρέχει το νερό της υδρορροής.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: