Ο ἀνθρωπος με τις βαλίτσες

Ο ἀνθρωπος με τις βαλίτσες

Από τις σημειώσεις του Στέφανου

Είμαστε στενόκαρδοι και αλαφρόμυαλοι. Κοντόφθαλμοι και ολιγοφρενείς διαχειριστές, με το να υπερασπιζόμαστε, σε κάθε διένεξη, ντε και καλά τον εαυτό μας. Με τον τρόπο αυτόν, όχι μόνο δεν υπηρετούμε την αλήθεια και το γενικό καλό, σαν μια συλλογική υπόθεση ανοιχτή στις εκδοχές, αλλά και το δικό μας συμφέρον καταστρέφουμε. Ο φανατικός και παιδαριώδης αυτός τρόπος, αυτή η νηπιακή παγιωμένη ασθένεια του πνεύματός μας, είναι που μας κρατά σε τυφλή ιδιοτέλεια και υπό το μηδέν αυτοεκτίμηση, κλειδωμένοι στο πενιχρό μας σαρκίο. (Είναι ο φόβος και η γενικότερη αναφάλεια που μας κάνει να θέλουμε να έχουμε πάντοτε δίκιο). Ενώ δυόμισι χιλιάδες χρόνια περίπου πριν ο Σοφός Εφέσιος είχε ήδη αντιληφθεί την ανθρώπινη μωρία λέγοντας: «τοῦ λόγου δ' ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλο ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν» = Ενώ ο Λόγος (δηλαδή η καταστατική αρχή του κόσμου) είναι κοινός για όλους, οι πολλοί ζουν σαν ο καθένας να έχει τη δική του ξεχωριστή φρόνηση.

Έτσι στην αυριανή διαφωνία ή διένεξη, προτείνω να υπερασπιστείς το δίκιο, ή την άποψη του άλλου (ή των άλλων), μπαίνοντας στη θέση του και κοιτώντας από τη δική του οπτική γωνία, υιοθετώντας τα δικά του επιχειρήματα. Ας μην ξεχνάμε: Η θέση του παρατηρητή προσδιορίζει τα μέγιστα το παρατηρούμενο. Καθετί που βλέπουμε, κι ο τρόπος, κι η διάθεση της στιγμής που το βλέπουμε, είναι το πηλίκον εκείνου που βλέπουμε, με εκείνο που κατά φαντασία φανταζόμαστε πως είδαμε με όλες τις προσλαμβάνουσες εκείνης της στιγμής και τις αναπόφευκτες στρεβλώσεις. Η υποκειμενικότητα έχει πάντα το μέγιστο μέρισμα. Θυμηθείτε την ταινία Ρασομόν του Ακίρα Κουροσάβα, όπου ένας ληστής σκοτώνει έναν Σαμουράι (όπου παρευρίσκεται και η γυναίκα του). Όμως υπάρχει τόση ασάφεια στις εκδοχές (παρ’ότι το γεγονός ήταν ένα και συγκεκριμένο) ώστε οι αυτόπτες μάρτυρες που καλούνται στη δίκη που επακολούθησε, καταθέτουν τόσο διαφορετικά πράγματα, σαν να επρόκειτο για εντελώς διαφορετικούς φόνους, υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες, επιβεβαιώνοντας την αυτοκρατορία της υποκειμενικότητας.
Λοιπόν μπες στη θέση του άλλου, χρησιμοποιώντας με θέρμη τα δικά του επιχειρήματα. Υποδύσου τον, για ένα διάστημα, παραμερίζοντας τα δικά σου κι εκείνος τα δικά του. Κάν’ το σαν ένα πείραμα· σαν μία ευφυή ανατρεπτική φάρσα, και θα δεις να γκρεμίζονται παγιωμένες αρχές αιώνων, μαζί με όλα τα στερεότυπα των διαφωνιών και των κατά παραγγελία αντεγκλήσεων έτσι για εκτόνωση που είναι δικές μας ασυνείδητες ανάγκες για εκείνους τους μικρούς καθημερινούς μας θριάμβους, όσο ασήμαντοι κι αν είναι (ξέρω οι μέσα πρεσβευτές μας τους βαφτίζουνε σημαντικούς). Άσε που θα φέρει σε τρομερή αμηχανία τους κατ’ επάγγελμα αιρεσιάρχες· που σ’ αυτή τη γενική ολάξαφνη συναίρεση θα στέκονται παροπλισμένοι, ως να χάνουν ξαφνικά το προσοδοφόρο τους επάγγελμα. Θα γίνει τότε μια αμήχανη νηνεμία. Μια αναπάντεχη εκεχειρία με όλη της την αγαθότητα σαν απρόσμενη κατάπαυση του πυρός. Σαν ξαφνική αποσυμπίεση (με το να έχουμε ξαφνικά δίκιο εκεί που δεν το περιμένουμε). Όπως όταν ο πρόεδρος Λίνκολν είπε στα πλήθη των σκλάβων κάτω: «Από σήμερα δεν θα είστε πλέον σκλάβοι»· ο κόσμος σάστισε φοβισμένος μουρμουρίζοντας «και τώρα ποιους θα ’χουμε αφέντες;» Θα αισθανθείς φαντάζομαι μιαν ανυπόφορη ευρυχωρία που δεν θα ξέρεις τι να την κάνεις. Σαν το υπνοδωμάτιο ή το γραφείο σου να επεκτάθηκε στο μέγεθος μιας μεγάλης αλάνας και δεν ξέρεις πού θα βάλεις τα παράθυρα και το κεφάλι σου. Καθώς θα σωριάζονται μπροστά στα πόδια σου συντρίμμια και συντρίμμια οι φράχτες, που κρύβανε την απεραντοσύνη.
Θα εννοήσεις ότι οι αιώνιοι διαξιφισμοί ήταν προσχηματικές έριδες νεανίδων μες στην αβάσταχτή τους ελαφρότητα (δίκην διανοητικής ημιανοψίας, που κατά κανόνα, λείπει το μισό οπτικό πεδίο της ξένης άποψης εννοείται).
Μπες στη θέση του άλλου με γελαστή προσήνεια. Σαν να σηκώνεσαι απ’ το στασίδι της εκκλησίας στον εσπερινό, παραχωρώντας τη θέση σου στον γηραιό κύριο που χωλαίνει (θέση που σαν αρτιμελής δεν δικαιούσαι αισθανόμενος την χαρά της ανακούφισης του άλλου που σε κάνει να νιώσεις ότι αυτόματα σου έχει προσφερθεί ένας μικρούλης θρόνος για τη μικρούλα σου ετούτη γενναιοδωρία). Απεκδύσου με χιούμορ το αλάνθαστο μονοπώλιο του δίκιου και απόλαυσε το εύοσμο σιωπητήριο εξοικονομώντας γόνιμο χρόνο που χανότανε στις αιώνιες αντεγκλήσεις. Απεκδύσου τις κωμικές πανοπλίες που σφυρίζουν ευθραυστότητα που με γελοίο πάθος λαχανιάζοντας προσπαθείς να κρύψεις. Εξάλλου ο άλλος που είναι μέσα γνωρίζει τον ήχο που κάνει ως κύμβαλο αλαλάζον, ο ξεγάνωτος τενεκές. Απεκδύσου με χιούμορ τη μεγάλη ευφράδεια που κρύβει τραύλισμα. Το ψέμα στο λαρύγγι σου που γλουγλουτά… σαν χαλασμένο κουτσουνάρι. Φέρσου σαν σκίουρος που είναι αυτοκράτορας γιατί δεν έχει εμμονές· κι αγνοεί τις προκαταλήψεις. Και θα δεις λίγο λίγο και χρόνο με τον χρόνο τα πλήθη να συρρέουν σαν πλούσια νερά στην εύφορη Φιλότητα.

Γιατί πίσω από κάθε διαπληκτισμό ή έριδα καραδοκεί η Εγωπάθεια, που θέλει ντε και καλά να είναι το δίκιο πάντα με το μέρος μας. Είναι η σκοτεινή μας Πρέσβειρα που μας υπερασπίζεται με πληρωμένους μάρτυρες. Και αθωώνοντάς μας, ισοβίως μας καταδικάζει.
Είναι δύσκολο αλλά συλλογίσου: Η Εγωπάθεια είναι ένα μικρό ολοκληρωτικό καθεστώς. Ένας μοχθηρός γίγαντας με γυάλινα πόδια. Που αθροιστικά φτιάχνει εκείνα τα μεγάλα, τερατώδη, πανίσχυρα τάχα, ολοκληρωτικά καθεστώτα. Κι όμως τα είδες να σωριάζονται σαν χάρτινοι πύργοι, εκεί που φάνταζαν παντοτινά και αιώνια! Στην αρχή θα προκύψει ένας αμήχανος σαματάς, μια σχεδόν ανυπόφορη προσήνεια. Σαν ολομέλεια, μονοκούκι· χωρίς άκυρα και λευκά. Μια ασφυκτική επίθεση φιλίας με όλη της την αγαθότητα. Σαν ξαφνική μούρλια όπου όλοι παραμερίζουνε για να περάσεις εκεί που πριν σου βάζανε τρικλοποδιές και μιλούσαν για σκοτεινές χρησικτησίες και προτεραιότητες. Θέλω να πω ένα είδος αγαθής ομοφωνίας στις κοκορόμυαλες καταστατικά αντινομίες. Λες και ήρθε μια μαγική ορχήστρα κι οι θαμώνες απορούν με των οργάνων την απόλυτη συγχρονικότητα. Γι’ αυτό σου λέω· λίγο χιούμορ και λίγη εκφραστική ευφυΐα χρειάζεται για να δει κανείς μια χαρούμενη (ή, εάν όχι, μη εμπόλεμη) μέρα. Έστω να δεις τα απέραντα συρματοπλέγματα σωριασμένα στην άκρη των χωραφιών σαν ανθισμένα βάτα.

Επιτέλους βγες από κείνη τη γελοία εμποροπανήγυρη της ματαιοδοξίας! Γι’ αυτό σου λέω ξανασκέψου το· τι το χρειάζεσαι βρε όρνιο τόσο δίκιο; Της μικρότητας είναι πάντα το κακομούτσουνο καχεκτικό αποπαίδι. Βολέψου βρε αθεόφοβε γι’ απόψε με τη χλωμούλα αδικία. Έχει κι εκείνη τα προικιά της. Αρκέσου για λίγο (και θα γίνει πολύ) στη σεμνή χαρά που διστάζει κι αμφιβάλλει κι αμφιβάλλοντας φανερώνει της αρχοντιάς της το σεμνό κάλλος. Και χτες μόλις σκόρπισε στον άνεμο όλα της τα δίκια. Τι να την κάνεις πια την τόση παντοδυναμία (μεταξύ μας ξέρεις με τι τερτίπια αποχτήθηκε).

Ω, ας μην είχαμε ποτέ μας δίκιο· γιατί εκείνοι που το έχουν δεν υπήρξανε ποτέ τους νέοι.

[ Απόσπασμα από το ομώνυμο υπό έκδοση μυθιστόρημα ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: