Είδαν παρκαρισμένα αρκετά φορτηγάκια και πολλοί μελαχρινοί σουλατσάριζαν στο δρόμο ή κάθονταν στις καρότσες και κάπνιζαν.
– Kοίταξε γύρω σου. Δεν βλέπεις; – Tι να δω; – To σπίτι σου. Βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι σου.
Ε τότε πια σε τι Θεό πιστεύεις, ποιος είναι ο Τζέιμς Μποντ, ποιος είσαι εσύ, τι πράκτορας κοιμάσαι και ξυπνάς.
Πετάχτηκε πρώτη η μάνα μου: «Κοίτα μην πεις καμμιά εξυπνάδα ότι θες να γίνεις στρατηγός του Κόκκινου Στρατού!»
Ψαλιδίζει το σκίτσο που έχει μπροστά του. Ανακατεύει τα χαρτιά. Ξαφνικά τινάζεται όρθιος. «Τώρα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον!»
«Η ελεύθερη πτώση»: Μια μέλισσα, μια πεταλούδα, ένας αετός, τα φτερά τους ρίχνουν στη γη. Σπάνε καθώς πέφτουν.
Μέσα μου σηκώθηκε τραγούδι και μ’ έπιασε ο πόνος που ξεχνάω. Λαχτάρησαν τα χέρια μου ν’ ανοίξουν και γέμισαν με τρυφερά πουλιά.
«Μάλλον δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ποιητές, αλλά ούτε μπορούμε να ᾽μαστε κι όλοι γέροι» – Τρεις ιστορίες από παλιά βιβλία.
Καλοί μου φίλοι, υπάρχει κατεχόμενη ψυχή; Κι εξάλλου απέθανε ποτέ του ο Κανένας; […] Μες σ’ ένα ποίημά μου κυλάει ένα ρυάκι.
«Κοίτα, του απαντώ μπας και ξεμπλέξω, / η κοινωνία όλη λέει ψέματα· / εμείς απλώς την εκπροσωπούμε στα δικαστήρια».
«Το κέρατό μου μέσα, ψιθύρισε, τί δεν τους αρέσει δηλαδή; Πάλι Νικολοπούλου με γράψανε».
Ένα βράδυ που περπατάμε στον Λυκαβηττό με τον άντρα μου, γυρίζω και του λέω, δεν βλέπω τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα.