«Μάλλον δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ποιητές, αλλά ούτε μπορούμε να ᾽μαστε κι όλοι γέροι» – Τρεις ιστορίες από παλιά βιβλία.
Καλοί μου φίλοι, υπάρχει κατεχόμενη ψυχή; Κι εξάλλου απέθανε ποτέ του ο Κανένας; […] Μες σ’ ένα ποίημά μου κυλάει ένα ρυάκι.
«Κοίτα, του απαντώ μπας και ξεμπλέξω, / η κοινωνία όλη λέει ψέματα· / εμείς απλώς την εκπροσωπούμε στα δικαστήρια».
«Το κέρατό μου μέσα, ψιθύρισε, τί δεν τους αρέσει δηλαδή; Πάλι Νικολοπούλου με γράψανε».
Ένα βράδυ που περπατάμε στον Λυκαβηττό με τον άντρα μου, γυρίζω και του λέω, δεν βλέπω τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα.
Ο Παράδεισος είναι όλα τα ουράνια πλάσματα / μαζεμένα γύρω από τη λέξη Μηδέν
Να μην σηκώνεις το κεφάλι / να μην κοιτάς τον ουρανό / να φοράς μόνο καπέλα χρωματιστά και να σκαρφίζεσαι / χαμόγελα οδοντωτά
Από άλλη χώρα έρχεται / η πεταλούδα που υφαίνει / το κουκούλι της για χρόνια, / όχι στο στομάχι, μα κάπου στο διάφραγμα κοντά.
Τόσοι αιώνες στην τέχνη της αναπαράστασης και ούτε ένας ντόπιος δεν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή να απαθανατίσει τον κατακλυσμό.
οι δικές του οι ώρες τον θεωρούσαν καταδότη· ενοχή και αθωότητα μοιράζονταν / την ενοχή / στα δύο
Για να γίνεις ευνοούμενη θα χρειαστεί να φτιάξεις ένα βάθος ψυχής και από εκεί να περιφρονήσεις ανυπόκριτα το δέον, τον κανόνα
Μου τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Πρέπει να ήταν γύρω στα εξήντα, με ρωμαλέο παράστημα και χέρια πιανίστα ή ποιητή –