Ο αλήτης

Ο αλήτης

                                                                                      Και θα μάθει, ότι δεν πρέπει να φέρεσαι έτσι σε μια γάτα.
                                                                                                    Θα πάει προς το μέρος του, σαν τάχα να μη θέλει,
                                                                                                    με μικρά βηματάκια, ακροπατώντας χολωμένα.
                                                                                                    Κι ούτε ένα σάλτο ούτε ένα νιάου στην αρχή.

Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Γάτα σε άδειο διαμέρισμα»

Η Έντα οδηγούσε γρήγορα σε όλη τη διαδρομή. Κάποιες φορές παραβίασε το επιτρεπόμενο όριο. Κάτι ασυνήθιστο για τις νόρμες της. Όμως ήταν ανήσυχη κι εκνευρισμένη. Πήρε τριήμερη αναρρωτική από τη δουλειά, έριξε άρον άρον μερικά ρούχα στον σάκο, τον πέταξε στο αυτοκίνητο και έφυγε σαν κυνηγημένη.
Ερωτευμένη στο φουλ, τα είχε εγκαταλείψει όλα για χάρη του χωρίς δεύτερη σκέψη. Ζήτησε από την φίλη της την Αν να αναλάβει για λίγο τη φροντίδα του γάτου της, του Luffare.* Παραιτήθηκε από τη δουλειά. Ξενοίκιασε το διαμέρισμα. Εγκατέλειψε τα πάντα και πήγε να ζήσει κοντά του. Δυο χρόνια μαζί. Και τώρα το τέλος. Τα έχασα όλα και όλους. Την κυρίευσαν συναισθήματα απογοήτευσης. Χρειαζόταν απαραιτήτως να μείνει λίγο μόνη μετά τον καβγά με τον Έρικ. Για την ίδια σήμανε το τέλος. Εδώ και αρκετό καιρό δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά. Ειδικά από τη ώρα που τον βρήκε στο κρεβάτι με την πρώην του, σκοτώνονταν κάθε μέρα. Και τώρα το τέλος, σκέφτηκε πάλι μαρσάροντας.
Έφυγε από το Γετεμπόργι στις δέκα το πρωί και έφτασε στο Όσλο σε λιγότερο από τρεις ώρες. Το τοπίο ομιχλώδες εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα. Στάθμευσε στο πάρκινγκ του «Grand Hotel», πήρε βιαστικά τον σάκο και κατευθύνθηκε προς το ιστορικό ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης που ορθωνόταν μεγαλόπρεπο με την αίγλη της παλιάς αρχοντιάς. Η αχνάδα της ομίχλης έδινε μια μυστηριακή χροιά στα λευκά μάρμαρα και στο ρολόι στην κορφή της πρόσοψης. Η φωνή του Έρικ ηχούσε στα αφτιά, καθώς περνούσε την είσοδο: «Δεν σημαίνει τίποτε για μένα η πρώην μου, τίποτε. Όμως δεν αντέχω άλλο να μου μιλάς γι’ αυτόν, να μου θυμίζεις τη θυσία σου, να μου χρεώνεις την απώλειά του. Κουράστηκα!» Αυτά της είχε πει λίγο πριν κλείσει την πόρτα. Τον κούρασαν οι ενοχές μου· σπουδαίο άλλοθι για προδοσία, ψιθύρισε ενώ ο θυμός έβραζε μέσα της.
Στο λόμπι επικρατούσε ηρεμία. Έδωσε τα στοιχεία της. Ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν, ένας μεσήλικας αρκετά μελαμψός για Σκανδιναβός, τη χαιρέτησε ευγενικά. Κούνησε το κεφάλι με τους μυς των χειλιών παγωμένους. Πήρε το κλειδί του δωματίου και ανέβηκε στον τέταρτο. Άνοιξε την πόρτα, πέταξε τον σάκο κι έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι. Την πήρε ο ύπνος. Πετάχτηκε ξαφνιασμένη. Τον είδε στο όνειρο να της νιαουρίζει θλιμμένος. Σηκώθηκε, πέρασε τα δάχτυλα στα μαλλιά της και κατέβηκε. Ήταν πολύ αναστατωμένη. Δεν τη χώραγε ο τόπος. Στα πρόθυρα συντριβής.
Πέρασε βιαστικά στην αίθουσα "Grand Cafe", κάθισε σε μιαν άκρη δίπλα στο παράθυρο. Δεν είχε όρεξη. Έπρεπε, όμως, να βάλει κάτι στο στόμα. Παρήγγειλε μια μπύρα και σάντουιτς σολομού. Οι τεράστιες τοιχογραφίες, υποβλητικές, παρέπεμπαν σε παλαιότερες εποχές του κραταιού ξενοδοχείου. Της φάνηκε πως ανάμεσα στους θαμώνες, τους αστούς της άλλοτε Χριστιανίας, ήταν κι αυτός, ο καταγραφέας του γυναικείου τραύματος. Για μια στιγμή, λες και τον είδε να βγαίνει από τον πίνακα, να κάθεται γεράκος στην απέναντι γωνιά. Να την κοιτάζει με μια μπύρα στο χέρι, σαν να ήθελε να μαντέψει τις σκέψεις της. Και Έντα και Μάγια και Ιρένε… Κουβαλάω όλη την απόγνωση του κόσμου. Στέκομαι μετέωρη μπροστά σε απύθμενο γκρεμό… Να μπορούσα να τελείωνα κι εγώ με ένα Εἰρήνη ὑμῖν, ψιθύρισε. Πο, πο, παραλογίζομαι, πρόσθεσε σχεδόν φωναχτά. Σηκώθηκε απότομα αφήνοντας μπύρα και σάντουιτς μισοτελειωμένα.
Κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Στη ρεσεψιόν μια όμορφη υπάλληλος με αχυρένια μαλλιά και λαμπερά μάτια της πρόσφερε χάρτη. Θα ήθελε να πάει στο μουσείο του Έ. Μουνκ, να ενώσει την κραυγή της με τη δική του. Δεν το άντεχε. Φοβόταν πως θα κατέρρεε. Θα διαλυόταν. Σήκωσε το κεφάλι λες και ένιωσε κάποιο κάλεσμα από ψηλά. Κοίταξε το ρολόι. Κοίταξε το χάρτη. Κατευθύνθηκε αποφασισμένη προς τη στάση του μετρό για το πάρκο Βίγκελαντ. Έπρεπε να πάει εκεί. Να θρηνήσει ικέτης στον τύμβο.

Έφτασε σύντομα. Μπαίνοντας έμεινε έκθαμβη. Η ίδια αίσθηση κάθε φορά που πήγαινε. Αμέτρητα ανθρωπόμορφα γλυπτά. Ενώ προχωρούσε έριχνε βιαστικά βλέμματα. Κατευθύνθηκε προς το κέντρο, όπου πάνω σε κλιμακωτό βάθρο, περιστοιχισμένος από ομάδες ανθρωπόμορφων γλυπτών σε διάφορες παραστάσεις ορθωνόταν μεγαλόπρεπος ο Μονόλιθος, με σκαλισμένα πάνω του τα 121 ανθρώπινα σώματα. «Μονόλιθος Αναστάσιμος». Αφέθηκε στη θέασή του. Ένιωσε κάτι το φαντασμαγορικό, μιαν έκσταση, κάτι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Κάτι απόκοσμο να συγκλονίζει το είναι της. Να τη βγάζει από το είναι της. Να την τυλίγει σε ένα μυστηριακό πέπλο και να την ανασηκώνει προς τα πάνω. Έπεσε στα γόνατα κλείνοντας τα νοτισμένα μάτια. Ήταν εκτός τόπου και χρόνου.
Κάποια στιγμή σαν να ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο αριστερό πόδι. Άνοιξε τα μάτια. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν. Είχε σκοτεινιάσει σχεδόν. Η ομίχλη λες και με έναν μαγικό τρόπο είχε διαλυθεί. Η πανσέληνος ολόφωτη να της χαμογελά και να βλέπει στα μάτια της τα μάτια εκείνου. Να της γνέφουν με συγκατάβαση, να την καλούν. Αλήτη μου, πόσο μου λείπεις… Συγγνώμη, σιγοψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή. Την πλησίασε διακριτικά ο φύλακας. «Ελπίζω να μη σας ενόχλησε ο γάτος μου», είπε ευγενικά. Πήγε να πει κάτι κι αυτή, αλλά έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Στα πόδια της τριβόταν ένας κεραμιδόγατος. Έσκυψε, τον άρπαξε με τα δυο της χέρια και τον έσφιξε στην αγκαλιά. Αυτός λούφαξε πάνω της. Ένιωσε τους παλμούς της καρδιάς του στο στήθος.

«Ο Λότφι μου», είπε περήφανος ο φύλακας, «τον βρήκα σε άσχημο χάλι πριν από δυο χρόνια περίπου».


*Luffare: Αλήτης.

[ Από την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων Ο τόπος μέσα μας, εκδ. Αρμός ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: