Έρωτας και πείνα στoν καιρό της πανδημίας

(Περιγραφή φωτογραφιών που η κάρτα μνήμης τους καταστράφηκε, μαζί με άλλες, σε πλημμύρα)

Έρωτας και πείνα στoν καιρό της πανδημίας

Στον φωτογράφο Νίκο Παναγιωτόπουλο

Μεσάνυχτα. Είχε βρέξει και το πορτοκαλί φως των λαμπτήρων του Δήμου έκανε τις πλάκες της μεγάλης πλατείας να γυαλίζουν. Η μεγάλη πλατεία ήταν άδεια. Τριάντα περίπου περιστέρια συγκεντρωμένα στη μέση της πλατείας τσιμπολογούσαν ό,τι μπορούσαν να βρουν στις βρεγμένες πλάκες. Προσηλωμένα στο στόχο τους δεν έδιναν σημασία στο νεαρό ζευγάρι που καθόταν σ’ ένα παγκάκι λίγο πιο μακριά και δεν πρόσεξαν και τη μαύρη γάτα που είχε κουλουριαστεί κάτω από το παγκάκι. Η γάτα όμως παρακολουθούσε, κι ας έδειχνε ότι κοιμόταν. Μια γάτα με το τρίχωμά της μαδημένο, πανβρόμικη, καταλασπωμένη και κουτσή. Ο νεαρός σύντροφος του κοριτσιού την καλούσε πότε πότε ψψψψ, ψψψψ και η γάτα απαντούσε με ένα αδύναμο, εξασθενημένο, ξέψυχο νιαούρισμα που μόλις ακουγόταν. Τα περιστέρια άρχισαν να πλησιάζουν στο παγκάκι πολύ αργά, συνεχίζοντας να τσιμπολογούν τις πλάκες. Ησυχία ολόγυρα, ούτε ο παραμικρός ήχος, μόνο το θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου και κάπου κάπου η σειρήνα ενός περιπολικού αυτοκινήτου της αστυνομίας. Ξαφνικά, η ψοφοδεής μαύρη γάτα ορμά και μ΄ ένα άλμα ύψους ενός, περίπου, μέτρου και μήκους τριών, περίπου, μέτρων πέφτει μέσα στο σμήνος των περιστεριών που αιφνιδιάζονται και σκορπούν στον αέρα κρώζοντας. Η μαύρη γάτα έχει προλάβει κι έχει αρπάξει ένα ολόλευκο περιστέρι που ανοίγει και απλώνει τα φτερά του, απογειώνεται και πετάει παίρνοντας μαζί του και τη μαύρη γάτα που ανυψώνεται, γαντζωμένη στο σώμα του περιστεριού, μη τολμώντας προφανώς να ξεγαντζωθεί, όχι τόσο για να μη χάσει τη λεία της όσο γιατί φοβάται την πτώση της. ‘Οπως υπερίπταται λοιπόν, σ΄ αυτή την άβολη κατάσταση που βρέθηκε, επιχειρεί –κακώς– να αλλάξει στάση και, αλίμονο, πέφτει με γδούπο στις βρεγμένες πλάκες της μεγάλης πλατείας. Το λευκό περιστέρι απομακρύνεται στον αέρα, οι σταγόνες του αίματός του πιτσιλίζουν εδώ κι εκεί τις πλάκες. Τα άλλα περιστέρια που ακολουθούσαν σκορπίζονται, πλην ενός εύρωστου και ευρύστερνου περιστεριού που έχει σταθεί στο κιγκλίδωμα βεράντας του τρίτου ορόφου μιας πολυκατοικίας και παρακολουθεί. Η κοπέλα σηκώνεται για να διώξει τη μαύρη γάτα που απομακρύνεται σερνάμενη ενώ ο νεαρός σύντροφος της ετοιμάζεται να την κυνηγήσει Η ασπρόμαυρη γάτα έχει κάνει μερικά βήματα για την τιμή των όπλων, κοιτάζει το νεαρό ζευγάρι και γλείφει τα χείλια της, αμήχανη, ντροπιασμένη και ευτυχής που γλίτωσε – όχι και τόσο ευτυχής βέβαια γιατί θα μείνει νηστική, είχε υπολογίσει να φάει κάτι άλλο, βαρέθηκε τα ποντίκια. Ο νεαρός την αποπαίρνει, α να χαθείς από δω βρωμιάρα, ούστ και άλλα παρόμοια. Σέρνει τα πόδια της η ολόμαυρη γάτα (βρεγμένη γάτα, που λέμε) για να πάει κάπου να κρυφτεί, δυστυχώς όμως το εύρωστο και ευρύστερνο περιστέρι, με κάθετη εφόρμηση προσγειώνεταιι επάνω της και με τη αριστερή του φτερούγα τη χτυπάει με δύναμη, πολλές φορές, με αλλεπάλληλα χτυπήματα στο κεφάλι, σε όλο της το σώμα. Η μαύρη γάτα, που δεν το περίμενε, επιχειρεί να ξεφύγει νιαουρίζοντας απελπισμένα. Το περιστέρι, που είχε χρώμα καστανόξανθο οργίζεται και χτυπάει πιο πολύ, αλύπητα, με τη φτερούγα του, ενώ με το ράμφος του σφυροκοπά το κεφάλι της γάτας, σα να θέλει να το σπάσει. Συμπεραίνει κανείς ότι το καστανόξανθο και το κατάλευκο περιστέρι θα ήταν ζευγάρι, το κατάλευκο η κοπέλα και αγόρι το καστανόξανθο, και το αγόρι τιμωρούσε έως θανάτου την μαύρη γάτα που πλήγωσε το κορίτσι του. Κάποια στιγμή το καστανόξανθο και εύρωστο και ευρύστερνο περιστέρι κουράστηκε, έβγαλε μια κραυγή θριάμβου και πέταξε ψηλά. Εμφανίστηκε τότε ένας γάτος ασπρόμαυρος και πλησίασε με ανάλαφρο βήμα τη μαύρη γάτα που ψυχορραγούσε και άρχισε να τη γλείφει στοργικά, νιαουρίζοντας σιγά, σα να έκλαιγε. Μετά έσυρε το πτώμα της μακριά από την πλατεία και εξαφανίστηκε σ’ ένα μικρό δρομάκι. Υποθέτει κανείς ότι θα πήγαινε κάπου να τη θάψει. Παιδί του ήταν, γυναίκα του ήταν, εραστής ήταν, φίλος ήταν ποιος– ξέρει;

Α-υτά συνέβησαν στη μεγάλη έρημη πλατεία πολύ αργά τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής, στις 17 Απριλίου του 2020 και θα υπήρχαν οι σχετικές φωτογραφίες , ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη, αν δεν κατέστρεφε τις κάρτες μνήμης η πλημμύρα, μετά την καταιγίδα της μεθεπόμενης μέρας, στο υπόγειο όπου είχε το αρχείο του ο νεαρός σύντροφος του κοριτσιού, φωτογράφος.

[ 23 Απριλίου 2020 ]




ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Μάριου Ποντίκα ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: